“Χάρτινα συναισθήματα”, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία της Ανδριάνας Κυπραίου

Μένουν μόνο λίγες μέρες ακόμα για τα Χριστούγεννα. Χειμώνιασε, οι δρόμοι της πόλης στολίστηκαν και όλα τα μαγαζιά είναι διακοσμημένα στο κλίμα των εορταστικών ημερών. Ο κόσμος, περπατάει στους δρόμους με βήμα ταχύ να αγοράσει δώρα σε μικρούς και μεγάλους. Μα στα πρόσωπα τους δε βλέπεις ζωγραφισμένο το χαμόγελο.  Στις βιτρίνες των καταστημάτων αντικατοπτρίζεται η θλίψη αντί η  χαρά.

Αυτά παρατήρησε ένα απόγευμα η μικρή Αννούλα, όταν βγήκε βόλτα με τη μαμά της, για να δούνε τη ζωντανή φάτνη στο κέντρο της πόλης. Ούτε η μαμά της χαμογελούσε. Την κρατούσε απλά από το χέρι και όταν η Άννα στρεφόταν προς το μέρος της ενθουσιασμένη από την γιορτινή ατμόσφαιρα να την κοιτάξει, εκείνη χαμογελούσε με ένα ψεύτικο μειδίασμα για να μην την κακοκαρδίσει.

Στεναχωρήθηκε πολύ και τότε σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάνει για να είναι χαρούμενη η μαμά της. Πως μπορούσε να βλέπει τον άνθρωπο που αγαπούσε τόσο πολύ να μη γελάει με τόσα στολίδια γύρω της;  Πήγε στο σχολείο και μοιράστηκε τη σκέψη της με τους φίλους και συμμαθητές της.

– «Πρέπει να την κάνω να χαμογελάσει. Μα γιατί δεν είναι ευτυχισμένη; Είναι Χριστούγεννα!!!»

– «Ούτε οι δικοί μου γονείς χαμογελάνε» συμπλήρωσε ο Κώστας. –  «Ούτε οι δικοί μου» πετάχτηκε η Μαρία. –  «Και οι δικοί μου  είναι θλιμμένοι» κατσούφιασε ο Γιάννης.»

– «Όλοι στεναχωριούνται γύρω μας. Γιατί τότε η δασκάλα μας λέει πως τα Χριστούγεννα είναι μέρες χαράς και αγάπης;»

– «Θα το έχουνε ξεχάσει οι μεγάλοι. Όλο δουλεύουν και έχουν προβλήματα. Δε θα έχουν χρόνο πια να αγαπήσουν και να χαμογελάσουν» είπε λυπημένα ο Κώστας.

– «Κάτι πρέπει να κάνουμε γι αυτό,  έτσι;»

Μαζεύτηκαν όλοι γύρω γύρω και αγκαλιάστηκαν σιγοψιθυρίζοντας. Στο επόμενο διάλειμμα ψιθύριζαν έντονα όλα τα παιδάκια του σχολείου  στο προαύλιο. Γελούσαν συνωμοτικά, χοροπηδούσαν και έτρεχαν πάνω κάτω να μη μείνει κανένας συμμαθητής τους έξω από το κόλπο. Ο Κώστας και ο Γιάννης μπήκαν στην αίθουσα των καλλιτεχνικών και πήραν στα κρυφά όλα τα χαρτόνια, τους μαρκαδόρους, τις μπογιές και τα πινέλα. Όταν χτύπησε το κουδούνι μπήκαν όλοι ήσυχα στις αίθουσες να συνεχίσουν το μάθημα και σαν χτύπησε ξανά  δυο φορές “ντριν ντριν” για διάλειμμα δε βγήκε κανένας έξω από την τάξη.

«Μισή ώρα διάλειμμα και δε βγήκαν έξω τα ζουζούνια; Αναρωτήθηκαν οι δάσκαλοι. «Κάποιο ζιζάνιο μπήκε στην αίθουσα και πήρε όλα τα εργαλεία της ζωγραφικής» ήρθε και είπε θυμωμένος ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών. Οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν, κάτι σκάρωναν τα μικρά καλικατζαράκια του σχολείου. Πήγαν στις τάξεις, στην αυλή, πουθενά τα παιδιά. Πολύ περίεργο … μόνο δυο τρεις τριγύρισαν φιλώντας τσίλιες.

Θυμωμένοι  οι εκπαιδευτικοί και αναστατωμένοι για το τι θα συναντήσουν  κατεβαίνουν στο θέατρο, το οποίο ήταν στολισμένο με ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο με ζωηρά χρώματα, αγγελάκια, Άγιους Βασίλιδες και άλλα πολλά μιας που πλησίαζε η γιορτή των Χριστουγέννων. Έκπληκτοι βλέπουν όλα τα παιδιά να κάθονται παντού. Στις καρέκλες, στο πάτωμα, στη σκηνή και στη μέση υπήρχε ένα τεράστιο βουνό από μικρά χαρτόνια που το καθένα έγραφε πάνω κάτι.

«ΑΓΑΠΗ», «ΧΑΡΑ», «ΕΥΤΥΧΙΑ», «ΓΕΛΙΟ», «ΕΛΠΙΔΑ», «ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ», “ΑΝΘΡΩΠΙΑ” «ΣΤΟΡΓΗ», «ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ», «ΚΑΛΟΣΥΝΗ», “ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ”«ΖΕΣΤΑΣΙΑ», «ΦΩΣ», «ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ», “ΠΡΟΣΦΟΡΑ”

– «Τι είναι αυτά; Θα μπείτε όλοι τιμωρία» τόλμησε να πει ένας δάσκαλος και επανήλθαν από το σοκ και οι υπόλοιποι που είχαν μείνει άφωνοι.

– «Είναι όλα αυτά που μας είπατε πως πρέπει να αισθανόμαστε τα Χριστούγεννα, γραμμένα το καθένα σε ένα μικρό χαρτάκι.»

– «Θέλουμε να κάνουμε τους γονείς μας να χαμογελάσουν και να χαρούν και πάλι τις γιορτές.»

– «Θέλουμε όλος ο κόσμος να μη στεναχωριέται τώρα τα Χριστούγεννα.»

– «Μας είπατε ότι πρέπει να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας. Τους αγαπάμε και θέλουμε να χαμογελάνε.»

– «Θα μας βοηθήσετε να τους κάνουμε να θυμηθούν τι σημαίνουν τα Χριστούγεννα;»

– «Μα πως θα το κάνετε αυτό» απάντησε συγκινημένος με γλυκιά φωνή τώρα ο ίδιος δάσκαλος.

– «Θα τα μοιράσουμε σε όλη την πόλη!» φώναξε κάποια παιδικη φωνή και όλοι οι μαθητές χειροκρότησαν δυνατά.

Οι δάσκαλοι σκέφτηκαν για λίγη ώρα  και έστειλαν τα παιδιά στις τάξεις του δίχως να πουν τίποτα. Έφεραν μεγάλες μαύρες σακούλες και τις γέμισαν με τα κομμένα χαρτόνια. Πήραν τηλέφωνο όλους τους γονείς των παιδιών και τους ειδοποίησαν να παρευρεθούν απαραιτήτως στις τρεις το μεσημέρι στην κεντρική πλατεία της πόλης. Κάλεσαν τέσσερα λεωφορεία και είπαν σε όλα τα παιδιά να επιβιβαστούν. Αυτά στεναχωρημένα που δεν πέτυχαν το σχέδιο τους, μπήκαν στο λεωφορείο δίχως να μιλάνε. Όταν έφθασαν οι δάσκαλοι τα κατέβασαν στην πλατεία και τους έδωσαν τις μαύρες σακούλες. Με τα ματάκια τους γεμάτα περιέργεια τις άνοιξαν και ζητωκραύγασαν όταν είδαν το περιεχόμενο. Οι δάσκαλοι τους είπαν να τα μοιράσουν και να τα πετάξουν σε όλο το δρόμο.

– «Μα δεν κάνει να πετάμε σκουπίδια κυρία…»

– «Αυτά τα χαρτάκια περιέχουν όλα όσα δεν έπρεπε να πετάξουμε και τα πετάξαμε Γιαννάκη. Εμπρός σκορπίστε τα!!!!»

Ο δρόμος δεν φαινόταν πια… Είχε καλυφθεί από εκατοντάδες χαρτόνια γεμάτα συναισθήματα! Ο κόσμος σιγοστεκόταν και κοιτούσε με περιέργεια, σήκωνε και έβλεπε μερικά χαρτόνια.. Έμεναν όλοι έκπληκτοι. Αναρωτιόνταν τι ήταν όλα αυτά. Α, να άρχισαν να έρχονται και οι γονείς των παιδιών γεμάτοι απορία για το τι είχε συμβεί και τους φώναξαν να παραβρεθούν απρόσμενα στην πλατεία. Κοιτούσαν και αυτοί τριγύρω, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Κάποιοι παραπονιόντουσαν ότι παράτησαν τις δουλειές τους, κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν να γκρινιάζουν που τα παιδιά ήταν εκτός σχολείου.

Μετά από λίγη ώρα, τα παιδιά άρχισαν να βγαίνουν πίσω από ένα μεγάλο κτήριο, πιασμένα χέρι χέρι, όλα χαρούμενα με ένα πλατύ γέλιο και σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο, τραγουδούσαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν «Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά, ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Μες στη σιγαλιά, άνοιξε η αγκαλιά, κι έκαμε η αγάπη στην καρδιά φωλιά.»

Τότε ο δάσκαλος φωνάζει δυνατά: «Αυτή τη στιγμή, δεν πατάτε σκέτα χαρτιά, πατάτε τα συναισθήματα που είχατε σαν παιδιά, πατάτε ότι αποζητά η κάθε παιδική καρδιά.».

Σήκωσαν οι γονείς τα χαρτιά και αντίκρισαν το νόημα της ζωής γραμμένο σε αυτά. Δάκρυσαν από συγκίνηση που τα παιδιά τους με μια αυθόρμητη αθώα σκέψη, τους θύμισαν τι σημαίνουν τα Χριστούγεννα, τι σημαίνει να ζεις. Έπιαναν από το χέρι τα παιδιά, να μπουν στον κύκλο της αγάπης και αυτοί.

Τώρα πια η προ ολίγου άδεια πλατεία, είναι μια μεγάλη αγκαλιά, γεμάτη ΑΓΑΠΗ, ΧΑΡΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΓΕΛΙΟ, ΕΛΠΙΔΑ, ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΑ, ΣΤΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ, ΚΑΛΟΣΥΝΗ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΖΕΣΤΑΣΙΑ, ΦΩΣ, ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ.

«Μαμά; Με αγαπάς;»

«Φυσικά και σε αγαπώ!»

«Άρα τώρα πια θα χαμογελάς!»

«Καλά Χριστούγεννα παιδί μου!»

Οι μικροί μας φίλοι κατόρθωσαν με μια απλή τους σκέψη σε λίγη ώρα να ζεστάνουν και πάλι τις παγωμένες καρδιές των μεγάλων. Τους έδειξαν τι είναι αυτό που πραγματικά φωτίζει τις ζωές τους… Ως τα φωτεινά αστέρια της ζωής τους , κατάφεραν να λάμψει και πάλι το χαμόγελο στα χείλη τους.

Ανδριάνα Κυπραίου

Pin It on Pinterest