Περί το 500 π.Χ., η τριήρης, επινόηση των Κορινθίων, έγινε το βασικό σκάφος των ελληνικών, των φοινικικών, των ετρουσκικών, κ.α. μεσογειακών πολεμικών στόλων. Στην τριήρη στηρίχθηκαν μεγάλες ή μικρές «θαλασσοκρατορίες» όπως αυτές της Αθήνας, της Καρχηδόνας, της Κορίνθου, των Συρακουσών, κ.α.
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία και η κατάλυση του περσικού κράτους δημιούργησε μια νέα πολιτειακή κατάσταση για τον ελληνικό κόσμο. Τα νέα ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν στην Ανατολή ήταν πολλαπλασίως μεγαλύτερα από τις παλαιές πόλεις-κράτη.
Η νέα κατάσταση είχε το αντίκτυπο της στην πολεμική τέχνη, τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Οι παλαιοί οπλιτικοί στρατοί των λίγων χιλιάδων οπλιτών έδωσαν την θέση τους σε στρατούς πολλών δεκάδων χιλιάδων πολεμιστών, που είχαν πλέον ως βασικά Όπλα κρούσης την μακεδονική φάλαγγα και το βαρύ ιππικό. Ανάλογα, οι παλαιότεροι στόλοι των πόλεων-κρατών που είχαν ως βασικό μαχητικό πλοίο την τριήρη, αντικαταστάθηκαν από τους κολοσσιαίους στόλους των ελληνιστικών κρατών, στους οποίους τα κύρια πολεμικά ήταν μεγαλύτερες πολυήρεις, κυρίως πεντήρεις.
Οι τακτικές του πολέμου στην θάλασσα προσαρμόστηκαν ανάλογα. Οι τριήρεις χρησιμοποιούσαν κυρίως την ταχύτητα και την ευελιξία τους προκειμένου να επικρατήσουν στις ναυτικές συρράξεις. Οι πεντήρεις και οι άλλες πολυήρεις στηρίζονταν στο μέγεθος και το εκτόπισμα τους. Ένα στοιχείο το οποίο έμεινε αμετάβλητο από την εποχή της τριήρους ήταν η χρήση του εμβόλου, παρότι ο ρόλος του κατά την θαλάσσια σύρραξη περιορίστηκε.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις του Λαμιακού πολέμου (323/322 π.Χ.), αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα της κλασσικής τριήρους και την ουσιαστική αρχή της εποχής της πεντήρους. Κατά την διάρκεια τους, ο αθηναϊκός στόλος, με βασικό πολεμικό την τριήρη, αντιμετώπισε τον μακεδονικό, στον οποίο υπερτερούσαν οι τετρήρεις και οι πεντήρεις των Ελλήνων της Ανατολής (Κυπρίων και Κιλίκων) και των Φοινίκων. Παρά την υπερπροσπάθεια των Αθηναίων, οι νέες πολυήρεις συνέτριψαν επανειλημμένα τον στόλο τους στις ναυμαχίες των Εχινάδων, της Αβύδου και της Αμοργού.
Πλάγια όψη, κάτοψη και τομές πρύμνης (κάτω αριστερα), κέντρου (κέντρο κάτω) και πλώρης (κάτω δεξιά) αθηναϊκής τριήρους. Η τριήρης υπήρξε το σχεδιαστικό υπόβαθρο για τη ναυπήγηση των βαρέων πολυήρων αλλά πολύ σύντομα υποσκελίσθηκε από αυτές, μην μπορώντας να τις ανταγωνισθεί (Scientific American).
Οι αρχαίες πηγές είναι σαφείς σχετικά με τους εφευρέτες της πεντήρους. Οι ναυπηγοί του Διονυσίου Α΄ των Συρακουσών, ναυπήγησαν το 399 π.X. τις πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις, οι οποίες έμελε να «κατακτήσουν» την Μεσόγειο. Το 332 ο Αλέξανδρος, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του, βρήκε τους Κυπρίους και τους Φοίνικες να χρησιμοποιούν τετρήρεις και πεντήρεις. Η Αθήνα διέθετε το 324 π.Χ., 360 τριήρεις, 50 τετρήρεις και 7 πεντήρεις. Ωστόσο, χρησιμοποίησε ελάχιστα τους δύο τελευταίους τύπους πλοίων στον Λαμιακό πόλεμο, μάλλον επειδή οι άνδρες της δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένοι με την χρήση τους, εμπιστευόμενοι σταθερά την παραδοσιακή τριήρη. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν την επινόηση της πεντήρους από τους Συρακούσιους, ενώ άλλοι προσπαθούν να βρουν μια «μέση λύση».
Για παράδειγμα, ο Ταρν (W.W. Tarn) θεωρεί ότι οι πεντήρεις τις οποίες ναυπήγησε ο Διονύσιος και η Αθήνα ηταν πειραματικές και ότι οι πρώτες «πραγματικές» τέτοιες κατασκευάστηκαν στην Φοινίκη ή την Κύπρο- μια σχετικά δημοφιλής θεωρία. Βασικό επιχείρημα της άποψης του είναι ότι σε αυτές τις περιοχές επακολούθησε η ανάπτυξη των νέων μεγάλων πλοίων ενώ οι πολυήρεις των Συρακουσών αναφέρονται πάλι μετά από πολλές δεκαετίες, περί το 300 π.Χ.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν εναντίον αυτής της άποψης αλλά θα αρκεστούμε στα εξής: Η μεταγενέστερη ανάπτυξη των πολυήρων στη Φοινίκη και την Κύπρο δεν οφείλεται στην επινόηση τους από τους ικανότατους κατά τα άλλα, ναυπηγούς αυτών των περιοχών αλλά στην απεριόριστη οικονομική ενίσχυση του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών σε αυτές. Ο λόγος της οικονομικής ενίσχυσης ήταν η επιφόρτιση της Φοινίκης, της Κύπρου, της Κιλικίας, κ.α., με τη ναυπήγηση μεγάλων σκαφών για τους πολεμικούς στόλους των εν λόγω ελληνιστικών μοναρχών.
Τα άλλα ελληνικά κράτη δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τα τεράστια εισοδήματα της πρωτο-αντιγονιδικής, της πτολεμαϊκής ή της σελευκιδικής αυτοκρατορίας. Οι Συρακούσες και η Σικελία έπεσαν στην αναρχία και την οικονομική οπισθοδρόμηση μετά την πτώση της Διονυσιακής δυναστείας, συνθήκες απαγορευτικές για τη ναυπήγηση πεντήρων και άλλων πολυήρων. Επομένως η διακοπή της ναυπήγησης τέτοιων σκαφών στις Συρακούσες δεν οφείλεται στον αρχικό «πειραματικό» χαρακτήρα τους αλλά στην πολιτικο-οικονομική υστέρηση. Το γεγονός ότι ο Αγαθοκλής των Συρακουσών διέθετε το 290 π.Χ. έναν εντυπωσιακό πολεμικό στόλο από διακόσιες τετρήρεις, πεντήρεις και εξήρεις, δείχνει την εμπειρία των Σικελιωτών στη ναυπήγηση τους. Η Αθήνα δεν πρόλαβε καν να χρησιμοποιήσει ικανοποιητικά τις πολυήρεις της, έτσι ώστε να βγουν συμπεράσματα για τον «πειραματικό» χαρακτήρα τους.
Ναυπήγησε τις πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις κατά το νέο ναυπηγικό πρόγραμμα του Λυκούργου (περί το 330 π.Χ.) και τις έχασε όλες λίγα χρόνια αργότερα, κατά την λήξη του Λαμιακού πόλεμου (322) που σήμανε το οριστικό τέλος της ναυτικής δύναμης της. Επομένως η άποψη ότι και οι αθηναϊκές πεντήρεις ήταν «πειραματικές» δεν μπορεί να ευσταθεί.
Οι Συρακούσες διατηρούσαν πάντα στενές σχέσεις με την μητρόπολη τους, την Κόρινθο. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι Κορίνθιοι επινόησαν την τριήρη αλλά και νεωτερισμούς στις τακτικές και τη θωράκιση της κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.).
Παρόμοιους νεωτερισμούς χρησιμοποίησαν και οι Συρακούσιοι άποικοι τους εναντίον των Αθηναίων κατά την Σικελική εκστρατεία (414-413). Η μεγάλη ναυτική και ναυπηγική παράδοση του άξονα Κορίνθου-Συρακουσών είναι ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αναφορά των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τη ναυπήγηση των πρώτων πολυήρων στις Συρακούσες. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Κόρινθος και η σικελιώτικη θυγατέρα της, φέρουν την τιμή της εφεύρεσης των δύο σημαντικότερων μαχητικών πλοίων της αρχαιότητας, της τριήρους και της πεντήρους αντίστοιχα.
Από εκεί και στο εξής, οι στόλοι τριήρων μετατράπηκαν βαθμιαία σε στόλους τετρήρων και πεντήρων. Οι Κύπριοι και οι Σύρο-Φοίνικες υιοθέτησαν τις νέες πολυήρεις μέχρι το 332 π.Χ., ενώ η Αθήνα ναυπήγησε τις πρώτες δικές της λίγο αργότερα. Ταυτόχρονα η Καρχηδόνα – μεγάλη ναυτική δύναμη που φρόντιζε να μη μένει ποτέ πίσω στις ναυπηγικές εξελίξεις – πρέπει να κατασκεύασε τον πρώτο της στόλο τετρήρων και πεντήρων. Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι οι Καρχηδόνιοι ήταν οι πρώτοι που ναυπήγησαν τετρήρεις, στηριζόμενοι ωστόσο, σε σποραδικές ενδείξεις δευτερεύουσας σημασίας.
Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι οι Καρχηδόνιοι παρέλαβαν τις νέες πολυήρεις από την μητρόπολη τους, την Τύρο της Φοινίκης, με την οποία είχαν σχέσεις ανάλογες με αυτές που είχαν η Κόρινθος και οι Συρακούσες. Άλλη άποψη θεωρεί ότι ήταν οι Τύριοι αυτοί που παρέλαβαν τα νέα σκάφη από την Καρχηδόνα η οποία είχε απομιμηθεί με την σειρά της τη συρακουσιανή εφεύρεση. Τέλος, αναφέρθηκε ο μεγάλος στόλος πολυήρων που διέθεταν οι Συρακούσιοι το 290 π.Χ.
Η μεγάλη ώθηση στην χρήση και τη τελειοποίηση της πεντήρους και γενικά των πολυήρων, δόθηκε από τους Διάδοχους του Αλεξάνδρου, που τις χρησιμοποίησαν ευρέως στους πολέμους τους (321 π.Χ.-αρχές του 3ου αι π.Χ.).
Οι Διάδοχοι και οι Επίγονοι τους, ναυπήγησαν στόλους αποτελούμενους από πολυάριθμα μεγάλα πλοία, φτάνοντας μέχρι την κατασκευή κολοσσιαίων σκαφών όπως η εικοσήρης και η τεσσαρακοντήρης. Όπως θα δούμε, επρόκειτο για πραγματικά πλωτά φρούρια που θύμηζαν αναλογικά τα σύγχρονα θωρηκτά και αεροπλανοφόρα πλοία. Εγκαταλείφθηκαν, όμως, σταδιακά λόγω του μεγάλου κόστους συντήρησης και της δυσκολίας πλοήγησης τους. Τα μόνα πραγματικά εύχρηστα ήταν η τετρήρης, η πεντήρης, η εξήρης, η επτήρης, η οκτήρης και η δεκήρης, κυρίως όμως οι δύο πρώτες. Η τετρήρης υστερούσε συγκριτικά με την πεντήρη, για αυτό τον λόγο υποσκελίστηκε από αυτήν μέχρι τις αρχές του 3ου αι π.Χ. Μόνο οι Ρόδιοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν περισσότερο την τετρήρη, επειδή ήταν καταλληλότερη για την δράση τους εναντίον των πειρατών. Οι εξήρης, επτήρης, οκτήρης και δεκήρης υστερούσαν έναντι της πεντήρους λόγω του μεγάλου όγκου τους, ο οποίος ελάττωνε την ταχύτητα και τη δυνατότητα πλοήγησης τους. Φαίνεται ότι η πεντήρης ήταν η ιδανική πολυήρης.
Στους στόλους του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου και του γιου του (Δημητρίου Πολιορκητη), του Πτολεμαίου, του Λυσιμάχου και των αλλων Διαδόχων, η πεντήρης ήταν μία από τις βασικές πολεμικές μονάδες, αν όχι η βασικότερη. Στους μεταγενέστερους ελληνικούς στόλους, η πεντήρης ήταν το κυρίαρχο πολεμικό αλλά τα ποσοστά των άλλων πολυήρων (τετρήρεις, εξήρεις, επτήρεις, οκτήρεις κ.α.) παρέμειναν υψηλά. Στους στόλους της Καρχηδόνας και της Ρώμης, οι πεντήρεις αποτελούσαν το 70-80 % των πολεμικών, όπως έχει εκτιμηθεί από τις αρχαίες αναφορές της σύνθεσης τους.
Τα μεγάλα πολεμικά πλοία της Ελληνιστικής
Ρωμαϊκή πολυήρης με πολεμικούς πυργίσκους στο κατάστρωμα της.
Από τις ναυμαχίες και τις άλλες θαλάσσιες συρράξεις μεταξύ των πρώιμων ελληνιστικών κρατών ξεχωρίζουν η ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου (306 π.Χ.) και η επακόλουθη πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Οι πολυήρεις χρωστούν πολλά στον πολυμήχανο Δημήτριο που συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη τους.
Μετά το 280 π.Χ. η πολιτική κατάσταση αποκρυσταλλώθηκε και σχηματίστηκαν οι νέες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις. Το κράτος των Λαγιδών (Πτολεμαίων) με τις 336 πεντήρεις του και τα 2.000 σκάφη μικρότερου εκτοπίσματος ήταν η μεγαλύτερη δύναμη, όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων αλλά και συγκριτικά με την Ρώμη και την Καρχηδόνα, παρά την υπερπροσπάθεια των δύο τελευταίων στον μεταξύ τους ναυτικό πόλεμο. Προκειμένου να επανδρωθεί ο πτολεμαϊκός στόλος απαιτούνταν 150.000 άντρες-χωρίς τους «επιβάτες» (πεζοναύτες).
Οι περισσότεροι προέρχονταν από τους ικανότερους ναυτικούς του τότε γνωστού κόσμου, τους Έλληνες και τους Φοίνικες. Με βάση το εκτόπισμα των πλοίων, τον αριθμό και την ικανότητα των πληρωμάτων της ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της αρχαιότητας, ανώτερη φυσικά και από την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Μερικοί ερευνητές έχουν αμφισβητήσει τον αριθμό των 336 πεντήρων καθώς και αυτούς των μικρότερων σκαφών και των συνολικών πληρωμάτων που χρειάζονταν για την επάνδρωση τους (αντίθετα ο Ταρν υπεραμύνθηκε αυτών των αριθμών). Αρκεί ένας κατάλογος των παράκτιων χωρών, πόλεων και νήσων που ήλεγχαν οι Πτολεμαίοι περί τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να αποδειχθεί η ορθότητα των αριθμών: Αίγυπτος, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου (με πολλούς Έλληνες και Φοίνικες κατοίκους), Κυρηναϊκή, Φιλισταία, σχεδόν ολόκληρη η Φοινίκη, Σελεύκεια του Ορόντη, Κύπρος, Τραχεία Κιλικία, Λυκία, Αλικαρνασσός, Μίλητος, Έφεσος, Σάμος, Κως, Χίος, Λέσβος, Ερυθραί, Κυκλάδες, Ίτανος Κρήτης, Θρακική χερσόνησος μαζί με την Λυσιμάχεια, Άβυδος, Θάσος και αρκετές μικρότερες ναυτικές πόλεις.
Πρόκειται για τις ίδιες σχεδόν περιοχές που έδωσαν το 480 π.Χ. τα πλοία τους προκειμένου να σχηματιστεί ο κολοσσιαίος στόλος των 1.200 τριήρων με τις οποίες ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα. Στα μέσα του 3ου αιώνα αυτές οι περιοχές ανήκαν στους Πτολεμαίους με λίγες μόνο εξαιρέσεις (οι ακτές του Ισσικού κόλπου ανήκαν στους Σελευκίδες ενώ αρκετές πόλεις της Ιωνίας και της Προποντίδας ήταν ανεξάρτητες). Επιπροσθέτως, ο πληθυσμός τους θα είχε αυξηθεί σημαντικά μετά από δύο και πλέον αιώνες (από το 480), καθώς και με τις νεοϊδρυθείσες μεγαλουπόλεις (Αλεξάνδρεια, Σελεύκεια, κα.). Είναι προφανές ότι αυτές οι χώρες μπορούσαν να δώσουν χωρίς υπερπροσπάθεια 336 πεντήρεις, 2.000 μικρότερα σκάφη και 150.000 άνδρες ως πληρώματα.
Το μόνο πρόβλημα για τον πτολεμαϊκό στόλο θα ήταν η δυσκολία να συγκεντρωθούν όλες αυτές οι δυνάμεις (οι Πέρσες τις συγκέντρωσαν μόνο μια φορά). Οι πτολεμαϊκές ναυτικές δυνάμεις θα επιχειρούσαν καλύτερα ως αυτόνομοι στόλοι ή στολίσκοι όχι πολύ μακριά από τους λιμένες προέλευσης τους. Τέλος, οι 336 «πεντήρεις» θα πρέπει να εκληφθούν μάλλον ως γενικά πολυήρεις. Η πλειοψηφία τους θα ήταν αναμφίβολα πεντήρεις, αλλά θα υπήρχαν και αρκετές μεγαλύτερες και μικρότερες (οι μικρότερες ήταν ειδικά τετρήρεις).
Εμπρόσθια όψη και τομή, κάτοψη και πλάγια όψη μίας δεκήρους (με δέκα ερέτες ανά κάθετη σειρά κουπιών). Η δεκήρης ήταν μία από τις βαρύτερες πολυήρεις. Στο μικρό διαγραμμα αναπαρίσταται μία ρωμαϊκή λιβυρινίδα/liburna (Copyright: John Warry/Salamander)
Αντίθετα, οι Σελευκίδες δεν διέθεταν αρχικά αξιόλογο ναυτικό, στηριζόμενοι στις 30-40 πολυήρεις της φοινικικής Αράδου και των ελληνικών πόλεων της Συρίας-Κιλικίας (Λαοδίκεια, Μαλλός, κ.α.). Από το 198 π.Χ. απέκτησαν ναυτική ισχύ, όταν αφαίρεσαν από τους Πτολεμαίους τις φοινικικές πόλεις με τις 100 περίπου πολυήρεις τους. Οι άλλες Ελληνίδες θαλασσοκράτειρες της εποχής της πεντήρους ήταν η Ρόδος (η «νέα Αθήνα» όσον αφορά τη ναυτική ισχύ), οι Συρακούσες, η Αντιγονιδική Μακεδονία και το Περγαμηνό κράτος (των Ατταλιδών).
Η πεντήρης δοκιμάστηκε περισσότερο στο πεδίο του Α΄ Καρχηδονιακού πόλεμου (264-241 π.Χ.), της σκληρότερης ναυτικής σύρραξης της αρχαιότητας. Η ναυτική παράδοση της Καρχηδόνας ξεκινάει από την ίδρυση της (8ος αιώνας π.Χ.). Το 264 ο στόλος της αποτελείτο από 130 πεντήρεις, αλλά η ρωμαϊκή επιμονή δεν καμπτόταν από τη ναυτοσύνη των Καρχηδονίων.
Οι Ρωμαίοι –ως άλλοι Σπαρτιάτες εναντίον των Αθηναίων- αποτόλμησαν να αντιμετωπίσουν τους Καρχηδονίους στο στοιχείο τους, την θάλασσα, ναυπηγώντας έναν στόλο πεντήρων. Επειδή οι Ρωμαίοι δεν ήταν θαλασσινός λαός, ναυπηγοί του στόλου ήταν οι Ιταλιώτες Έλληνες σύμμαχοι τους (socii navales) και, όπως θεωρείται, οι Ετρούσκοι (αν και οι τελευταίοι ουδέποτε ναυπήγησαν ή χρησιμοποίησαν πεντήρεις). Επιπροσθέτως, οι Έλληνες έδωσαν μεγάλο μέρος των πληρωμάτων, εντούτοις οι Ρωμαίοι, προκειμένου να συμπληρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό ερετών (κωπηλατών), επιστράτευσαν όλους τους Ιταλούς, ακόμη και τους ορεσίβιους Σαμνίτες.
Η ρωμαϊκή παράδοση ισχυρίζεται ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν ως πρότυπο ναυπήγησης του στόλου τους μια αιχμαλωτισμένη καρχηδονιακή πεντήρη. Αυτή η αναφορά τείνει να απορριφθεί ως ρωμαϊκό «πατριωτικό σόφισμα» προκειμένου να μειωθεί η αποφασιστική συνεισφορά των Ελλήνων στην ρωμαϊκή θαλάσσια ισχύ. Είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπερπατριώτες Ρωμαίοι ιστορικοί (Τ. Λίβιος, κ.α.) ή εγνωσμένοι φιλορωμαίοι (Πολύβιος κ.α.) στρέβλωσαν την ιστορική αλήθεια εις βάρος των Ετρούσκων, των Ελλήνων, των Σαμνιτών, των Καρχηδονίων και άλλων εχθρών της πόλης της Λύκαινας.
Όπως παρατηρούν, ορθά, σύγχρονοι ιστορικοί (Φρανκ, Ουόρμινγκτον κ.α.) οι Ρωμαίοι δεν χρειάζονταν κάποια καρχηδονιακή πεντήρη ως μοντέλο ναυπήγησης, επειδή δεν είχαν παρά να ζητήσουν μια από τις πολλές πεντήρεις του πιστού συμμάχου τους Ιέρωνος των Συρακουσών (269-215 π.Χ.). Εξάλλου, ίσως να μην χρειαζόταν ούτε αυτό, επειδή θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι Ταραντίνοι ναυτικοί σύμμαχοι τους γνώριζαν πώς να ναυπηγούν πεντήρεις.
5reme
Διαγράμματα πλάγιας όψης και κάτοψης πεντήρους σύμφωνα με τον Τζ. Φ. Κόουτς (Copyright: J.F. Coates).
Υπολογίστηκε από τον Ταρν ο οποίος διόρθωσε τους παραδιδόμενους αριθμούς, ότι κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο οι Ρωμαίοι έχασαν περί τα 500 σκάφη, ενώ η καρχηδονιακή πλευρά απώλεσε 450. Το σύνολο των νεκρών των δύο αντιμαχομένων στην θάλασσα έφθασε τους 310.000 άντρες (άλλες 80.000 περίπου χάθηκαν στον χερσαίο αγώνα). Τα πλοία που ναυπηγήθηκαν συνολικά ήταν 1.300 –πεντήρεις στη συντριπτική πλειοψηφία τους – από τα οποία τα 700 κατασκευάστηκαν από τους Ρωμαίους και τα 600 από τους Καρχηδόνιους.
Οι αριθμοί των στόλων που αναφέρεται ότι αντιπαρέταξαν οι δύο αντίπαλοι στη ναυμαχία του Εκνόμου (256 π.Χ.), η οποία αντιστοιχεί στη μέγιστη ναυτική κινητοποίηση τους, έχουν απορριφθεί από πολλούς σύγχρονους μελετητές ως υπερβολικοί. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι οι Καρχηδόνιοι διέθεταν 350 πολεμικά –κυρίως πεντήρεις- στον Έκνομο ενώ οι Ρωμαίοι είχαν 330. Ο W.W. Tarn απέδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να παρατάξει στόλους αυτού του μεγέθους. Οι αριθμοί δημιουργήθηκαν από την ρωμαϊκή παράδοση (με «παρασπονδίες» στους υπολογισμούς), που έπρεπε να παρουσιάσει τη νίκη στον Έκνομο ως αποτέλεσμα μιας θαλάσσιας τιτανομαχίας στην οποία, επιπροσθέτως, ο εχθρός (Καρχηδόνιοι) υπερτερούσε σε αριθμό σκαφών.
Στην πραγματικότητα η Καρχηδόνα μπορούσε να επανδρώσει με υπερπροσπάθεια 200 πολεμικά, από τα οποία το 70-80 % ήταν πεντήρεις και τα υπόλοιπα τετρήρεις και τριήρεις, κάτι που επιτύγχανε μόνο με την παροχή πληρωμάτων από τις φοινικικές αποικίες της δυτικής Μεσογείου και του Ατλαντικού. Η Ρώμη μπορούσε να επανδρώσει στόλο 280 πολεμικών σύμφωνα με την υψηλότερη εκτίμηση (τα οποία ήταν κατά 80% πεντήρεις), ένας αριθμός που πλησιάζει αρκετά αυτόν των 330 πλοίων που της αποδίδει ο Πολύβιος στον Έκνομο (1).
Κατά τον Β΄ και τον Γ΄ Καρχηδονιακό πόλεμο δεν έγιναν σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις. Στην ανατολική Μεσόγειο ξεχωρίζει κατά την ίδια περίοδο, η ναυμαχία της Χίου (201 π.Χ.) μεταξύ Αντιγονιδών, Ατταλιδών και Ροδίων.
Συμπερασματικά, οι Συρακούσιοι προχώρησαν στη ναυπήγηση πλοίων μεγαλύτερων από την τριήρη, προκειμένου να υπερκεράσουν αποφασιστικά την καρχηδονιακή ναυτική δύναμη. Οι πολυμήχανοι Σικελιώτες επινόησαν τις τετρήρεις και τις πεντήρεις, όπως και τους καταπέλτες και άλλες βαλλιστικές μηχανές.
Οι άλλες ναυτικές δυνάμεις ακολούθησαν τις ναυπηγικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας αγώνας εξοπλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τη ναυπήγηση διαρκώς μεγαλύτερων πολεμικών σκαφών. Αυτός ο αγώνας διήρκεσε σχεδόν τέσσερις αιώνες, τελειώνοντας το 31 π.Χ. με τη μεγάλη ναυμαχία του Ακτιου.