Εάν υπάρχει μία φράση που θα μπορούσε να δώσει τον ακριβή προσδιορισμό για το τι είναι σήμερα η Μεγίστη (Kαστελόριζο), η Ρω και η Στρογγύλη, θα συνοψιζόταν στο ότι τα νησιά αυτά αποτελούν το πιο ακριβό «οικόπεδο» της Ευρώπης.
Αποκομμένα από την υπόλοιπη Ελλάδα, δεκάδες μίλια μακριά από την Ρόδο και την Κάρπαθο, τα τρία αυτά νησιά συνιστούν την ελληνική ΑΟΖ που “χάνεται” στα βάθη της Ανατολικής Μεσογείου και συναντάται με την κυπριακή ΑΟΖ
Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τη Μεγίστη από την Ρόδο (135 χλμ.) και την Κάρπαθο (233 χλμ.), σε συνδυασμό με τη μόλις μερικών μιλίων απόσταση που τη χωρίζει από τις τουρκικές ακτές, καθώς και το πολύ μικρό μέγεθός της, αποτελούν τα βασικά αδύναμα σημεία της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας σε ό,τι αφορά τη Μεγίστη.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ενώ η κοινότητα του νησιού θεωρητικά αριθμεί 500 περίπου μέλη, στην ουσία στο νησί κατοικούν μόλις 200 άτομα, πολλά από τα οποία δεν είναι καν Έλληνες πολίτες.
Δυστυχώς, η εγκατάλειψη του νησιού από την πολιτεία οδήγησε πολλούς κατοίκους του νησιού να φύγουν προς την Ρόδο και την Αθήνα ή στο εξωτερικό για μία καλύτερη τύχη.
Επομένως, τα βασικά ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία των νησιών συνοψίζονται στη μεγάλη απόσταση της Μεγίστης από τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά (από την Ρόδο και από την Κάρπαθο), στη μικρή απόσταση από την Τουρκία (μόλις 2,8 χλμ. από το βόρειο σημείο του νησιού), στο μικρό μέγεθος της Μεγίστης (6,1 χλμ. μήκος και 2,7 χλμ. πλάτος) αλλά και της Ρω και της Στρογγύλης, και στον απελπιστικά μικρό αριθμό των κατοίκων, όταν πριν από αρκετές δεκαετίες η Μεγίστη έφτασε να έχει μέχρι και 12-14.000 κατοίκους και διέθετε έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους στο Αιγαίο.
Ο οικισμός του νησιού βρίσκεται στην ανατολική ακτή του, ακριβώς απέναντι από την Τουρκία, σε απόσταση 7,1 χλμ. από το λιμάνι του Κας.
Το νησί δεν διαθέτει φυσικές πηγές νερού, εκτός από τη μεγάλη υδατοδεξαμενή που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο αεροδρόμιο, ούτε κάποιες εκτεταμένες παραλίες. Το μοναδικό λιμάνι (με μήκος 370 μέτρα και πλάτος 250 μέτρα) που διαθέτει το νησί βρίσκεται στον οικισμό και «βλέπει» προς τις ακτές της Τουρκίας, καθιστώντας ευάλωτη οποιαδήποτε προσπάθεια μεταφοράς εφοδίων και ανδρών στο νησί κατά τη διάρκεια μίας κρίσης.
Η απόσταση του αεροδρομίου της Ρόδου από το αεροδρόμιο της Μεγίστης είναι 136,37 χλμ. και διανύεται μέσα σε 40 λεπτά, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου απογείωσης και προσγείωσης, με ταχύτητα πλεύσης 700 χλμ./ώρα.
Από το αεροδρόμιο της Καρπάθου (με μήκος 2,1 χλμ. και πλάτος 30 μέτρα) η Μεγίστη απέχει 233 χλμ. (απαιτούμενος χρόνος 68 λεπτά περίπου) και από την Κρήτη από το αεροδρόμιο της Σητείας, που είναι και το δυτικότερο αεροδρόμιο της Κρήτης, 330 χλμ. (μήκος διαδρόμου 2,1 χλμ. και πλάτος 30 μέτρα).
Στο κέντρο του νησιού, πριν από την είσοδο στον οικισμό της Μεγίστης, υπάρχει μία πεπλατυσμένη περιοχή μήκους 500 περίπου μέτρων και πλάτους 30-40 μέτρων, η οποία αποτελεί και το μόνο επίπεδο σημείο δίπλα στον δρόμο που συνδέει το αεροδρόμιο με τον οικισμό.
Το νησί διαθέτει μονάδα αφαλάτωσης και μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία χρησιμοποιεί ως καύσιμο το πετρέλαιο και τοποθετείται ΝΑ του οικισμού, ακριβώς απέναντι από τις τουρκικές ακτές, εκτεθειμένη στις βολές του τουρκικού πυροβολικού. Άλλες πηγές παραγωγής ενέργειας δεν υπάρχουν, άρα οποιαδήποτε ζημιά στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ, σημαίνει και πλήρη διακοπή της παροχής.
Σενάριο επιχείρησης κατάληψης της Μεγίστης
Η ελληνική στρατιωτική δύναμη επί των τριών νήσων είναι επιπέδου ενισχυμένου Λόχου αλλά δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί οποιαδήποτε περίπτωση ανταπόδοσης των πυρών από τις ελληνικές δυνάμεις, με απώλειες στον τουρκικό και αλλοδαπό πληθυσμό των τουρκικών παραλίων.
Μία τέτοια εξέλιξη θα δυσκόλευε την τουρκική κυβέρνηση, η οποία –ούτως ή άλλως– θα βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση λόγω της απόπειρας κατάληψης ελληνικού-ευρωπαϊκού εδάφους, που η ίδια η Τουρκία έχει αναγνωρίσει ότι είναι ελληνικό.
Για τους παραπάνω λόγους, η όποια τουρκική ενέργεια είναι βέβαιο ότι θα γίνει νύκτα, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν λιγότερες δυνάμεις και πάνω απ’ όλα αιφνιδιαστικά, για έγκαιρη και αθόρυνη καταστολή της ελληνικής άμυνας.
Ανάλογη απόπειρα κατάληψης της Μεγίστης είχε πραγματοποιηθεί από τους Ιταλούς στον Β’ ΠΠ, όταν βρετανική δύναμη καταδρομέων είχε καταλάβει το νησί στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1941 (επιχείρηση «Abstention») από τους Ιταλούς. Η αντίδραση των Ιταλών ήταν άμεση.
Με βάση εξόρμησης την Ρόδο και τη Λέρο, οι Ιταλοί έστειλαν στολίσκο αποτελούμενο από δύο αντιτορπιλικά, δύο τορπιλακάτους και δύο σκάφη MAS, υποστηριζόμενο από αεροσκάφη.
Οι τορπιλάκατοι αποβίβασαν τους Ιταλούς στρατιώτες στο λιμάνι της Μεγίστης και τα αντιτορπιλικά υποστήριξαν την επιχείρηση βομβαρδίζοντας τις θέσεις των 200 περίπου Βρετανών καταδρομέων που είχαν βρει προστασία εντός του οικισμού, στο κάστρο και στους λόφους του νησιού.
Παράλληλα με την ιταλική αντεπίθεση, οι Βρετανοί προσπαθούσαν να αποβιβάσουν μία νέα δύναμη, που θα αναλάμβανε τη φύλαξη του νησιού, αλλά λόγω της ιταλικής αεροπορικής υπεροχής, δυσμενών καιρικών συνθηκών και των διοικητικών-επιχειρησιακών λαθών των Βρετανών, η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε. Έτσι αποφασίστηκε η απομάκρυνση των Βρετανών κομάντο από το νησί, κάτι που συνέβη τελικά αφού αυτοί υπέστησαν αρκετές απώλειες.
Στην περίπτωση όμως των τουρκικών δυνάμεων, οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές γι’ αυτές λόγω της μικρής απόστασης των νησιών από τα παράλια, των σαφώς καλύτερων μέσων που υπάρχουν σήμερα και της αδυναμίας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων –με τις υπάρχουσες υποδομές– να μεταφέρουν με απόλυτη ασφάλεια ενισχύσεις στο νησί, μέχρις ότου παρέμβει ο διεθνής παράγοντας.
Οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις ασκούνται συστηματικά τα τελευταία χρόνια σε επιχειρήσεις κατάληψης νησιών. Διαθέτουν σημαντικές και αξιόλογες δυνάμεις εξοπλισμένες με ταχύπλοα φουσκωτά σκάφη, τα οποία στην περίπτωση της Μεγίστης, θα μπορούσαν να εξορμήσουν από τουλάχιστον δύο απομακρυσμένα σημεία που βρίσκονται απέναντι από το ελληνικό νησί, στη χερσόνησο πλησίον του λιμανιού Κας και σε απόσταση 6,4-7 χλμ.
Επιπλέον, οι Τούρκοι SAS-SAT παρέλαβαν πρόσφατα το πρώτο από τα 4 ταχύπλοα σκάφη τύπου MRTP-22U, μήκους 24 μέτρων, με εκτόπισμα 48 τόνους, τα οποία μπορούν να πετύχουν ταχύτητα 55-60 κόμβων σε κατάσταση θαλάσσης 3. Τα σκάφη αυτά μπορούν να μεταφέρουν 16 καταδρομείς και δύο ταχύπλοα φουσκωτά σκάφη στην πρύμνη, έτοιμα για χρήση.
Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με τηλεχειριζόμενο πυργίσκο STOP που φέρει πυροβόλο των 25 χλστ. και δύο πολυβόλα των 7,62 χλστ. τοποθετημένα εκατέρωθεν του σκάφους.
Τα ταχύπλοα αυτά σκάφη αυτά μπορούν να αξιοποιήσουν τη σημαντική ισχύ πυρός που διαθέτουν σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εξαπόλυσης των δύο φουσκωτών σκαφών, προκαλώντας έτσι παραπλανητικό ελιγμό μέσα στη νύκτα και διασπείροντας τις μεταφερόμενες δυνάμεις τους σε δύο διαφορετικά σημεία, ενώ το μητρικό σκάφος θα μπορεί να χτυπήσει ή να αποβιβάσει δυνάμεις σε ένα τρίτο διαφορετικό σημείο.
Δεδομένου ότι τα σκάφη αυτά μπορούν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα, ακόμα και υπό όχι και τόσο ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, τους επιτρέπει να διασχίσουν την απόσταση μεταξύ των τουρκικών ακτών και της Μεγίστης σε 10 μόλις λεπτά.
Χωρίς τη χρήση προπαρασκευαστικών βολών πυροβολικού, ώστε να μην υπάρξουν θύματα μεταξύ των αμάχων και για να μην τεθεί η ελληνική φρουρά σε εγρήγορση, οι Τούρκοι καταδρομείς με 4 μόνο μητρικά σκάφη ως πρώτο κύμα, θα μπορούσαν να αποβιβάσουν στο νησί 64 καταδρομείς, αξιοποιώντας τα συνολικά 8 φουσκωτά ταχύπλοα σκάφη που φέρουν τα MRTP-22U υπό την υποστήριξη των πυροβόλων των 4 μητρικών MRTP-22U.
Το δεύτερο κύμα των Τούρκων καταδρομέων θα μπορούσε να μεταφερθεί στο νησί με τη χρήση αριθμού σκαφών της τουρκικής Ακτοφυλακής, τύπου MRTP-33 (μήκος 35,6 μέτρα, εκτόπισμα 120 τόνους, ταχύτητα 47+ κόμβοι, ενώ μπορεί να μεταφέρει συνολικά 20 άτομα συμπεριλαμβανομένου του πληρώματος), τα οποία είναι εξοπλισμένα με τηλεχειριζόμενη πλατφόρμα οπλισμού STAMP, που διαθέτει πυροβόλο των 12,7 χλστ. και ηλεκτροοπτικό αισθητήρα που επιτρέπει τη χρήση του οπλισμού μέρα και νύκτα.
Τα σημεία στα οποία οι Τούρκοι καταδρομείς θα μπορούσαν να αποβιβαστούν, θα έχουν προεπιλεγεί από ομάδες υποβρύχιων ανιχνευτών, οι οποίοι με mini υποβρύχια σκάφη μεταφοράς 2-3 βατραχανθρώπων μπορούν να διασχίσουν χωρίς εντοπισμό τη μικρή απόσταση που χωρίζει τις τουρκικές ακτές από τη Μεγίστη.
Διαβάζοντας κανείς τον χάρτη, μπορεί να εντοπίσει τουλάχιστον τρία σημεία στα οποία οι Τούρκοι καταδρομείς θα μπορούσαν να αποβιβαστούν στο νησί, πετυχαίνοντας καίρια πλήγματα στον μηχανισμό άμυνάς του και στην υποδομή αυτού.
Αναμφίβολα, πρώτος στόχος θα είναι ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στα ανατολικά του οικισμού, εγκατεστημένος μόλις μερικά μέτρα από τις ακτές, ακριβώς απέναντι από την Τουρκία.
Δεύτερος στόχος θα ήταν ο δρόμος που συνδέει τον οικισμό με το αεροδρόμιο, με τελικά «τρόπαια» τόσο το αεροδρόμιο (το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα τη μοναδική είσοδο και έξοδο του νησιού για την ταχεία μεταφορά αγαθών, υλικών και προσωπικού) όσο και τον ίδιο τον οικισμό, ο οποίος θα μπορούσε να κυκλωθεί ως εξής:
Πρώτον, με μία μετωπική, καταδρομικού είδους, επιχείρηση μέσα στο λιμάνι της Μεγίστης (όπως αυτή που πραγματοποίησαν οι Ιταλοί στην αντεπίθεσή τους στα τέλη Φεβρουαρίου του 1941 για την ανακατάληψη της νήσου από τους Βρετανούς).
Δεύτερον, με την αποβίβαση τμήματος καταδρομέων στα ΒΔ του νησιού, πλησίον του δρόμου που συνδέει τον οικισμό με το αεροδρόμιο. Εκεί, ένα τμήμα της επιτιθέμενης ομάδας θα μπορούσε να κινηθεί προς το αεροδρόμιο και ένα άλλο προς τους στρατιωτικούς κοιτώνες και τον οικισμό, ο οποίος βρίσκεται μορφολογικά χαμηλότερα.
Μία τρίτη ομάδα θα μπορούσε να αποσπαστεί από την κύρια ομάδα, που έχει ως αντικειμενικό στόχο τον σταθμό ηλεκτροπαραγωγής και να κινηθεί προς τον οικισμό από τα ανατολικά προς τα δυτικά για την εμπόδιση οποιασδήποτε ελληνικής ομάδας που θα προσέτρεχε στην αναχαίτιση της τουρκικής ομάδας που επιτέθηκε στον σταθμό.
Με τον αιφνιδιασμό να έχει πετύχει τον στόχο του, οι τουρκικές Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίες είναι επιπέδου ενισχυμένου λόχου, θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε να μπορέσουν να κατανικήσουν οποιαδήποτε πιθανή εστία αντίστασης από την ελληνική φρουρά αλλά και από τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος άνετα μπορεί να εξοπλίσει σε περίπτωση κρίσης ακόμη ένα λόχο.
Για τον σκοπό αυτό, η τουρκική ηγεσία έχει δύο επιλογές:
α) είτε την αποστολή ελικοπτέρων στο αεροδρόμιο του νησιού (με την προϋπόθεση ότι έχει ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η κατάληψη του),
β) είτε την προσγείωση των ελικοπτέρων στο πλάτωμα που βρίσκεται πριν από την είσοδο στον οικισμό, πλησίον του δρόμου που συνδέει τον οικισμό με το αεροδρόμιο. Η άφιξη των πρώτων τριών ελικοπτέρων AS 532 UL Cougar υπό την προστασία δύο επιθετικών ελικοπτέρων θα επιτρέψει την ενίσχυση της επιτιθέμενης τουρκικής δύναμης με 50 ακόμη στρατιώτες, οι οποίοι θα μεταφέρουν και τα επιπλέον πυρομαχικά που θα χρειάζονται για την ολοκλήρωση της επιχείρησης, ενώ τα AH-1W ή τα T-129 της τουρκικής Αεροπορίας Στρατού, θα μπορούν εν συνεχεία να υποστηρίξουν τις επιθέσεις των τουρκικών Ειδικών Δυνάμεων στους θύλακες αντίστασης επί του νησιού, όπως η οχυρή τοποθεσία Παλαιόκαστρο, που ελέγχει τον δρόμο προς το αεροδρόμιο.
Η τελική κατάληψη του νησιού θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ να διαμαρτύρονται για την εισβολή και κατοχή.
Όμως, με τους ηγέτες της Ευρώπης απασχολημένους με την κρίση της ευρωζώνης και με το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας να βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας, η θέση της Τουρκίας παραμένει ισχυρή, ανεξαρτήτως των όποιων ευρωπαϊκών αντιδράσεων.
Αφού αποκτήσει τον έλεγχο των θαλάσσιων περιοχών που σχετίζονται με τη Μεγίστη, η Τουρκία θα μπορεί να επηρεάζει σε έναν βαθμό το ενεργειακό μέλλον της γηραιάς ηπείρου. Αυτό που η Ελλάδα τόσα χρόνια δεν έπραξε, ως όφειλε (δηλαδή την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της περιοχής της Μεγίστης, ώστε να αποκτήσει πολιτική επιρροή στην ΕΕ), θα το πράξει η Τουρκία.
Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης τουρκικής πολιτικής, θα είναι να αναγκαστεί η Ελλάδα από τους συμμάχους-εταίρους της να συρθεί σε μία μορφή συμβιβασμού με τη γείτονα. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την εξαναγκασμένη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, η Τουρκία θα μπορέσει να προβεί σε διανομή του ενεργειακού πλούτου της περιοχής, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον περιφερειακό της ρόλο και φυσικά τη διαπραγματευτική θέση ως προς την ένταξή της στην ΕΕ.
Προτάσεις για την ενίσχυση της άμυνας
Όσον κι αν η γεωγραφία και η διαμόρφωση του εδάφους στη Μεγίστη δεν βοηθούν τους αμυνόμενους και την ελληνική στρατιωτική ηγεσία, η χώρα μας μπορεί να αντιμετωπίσει μία τέτοια πρόκληση, αρκεί οι δυνάμεις του ΕΣ στο νησί, μαζί με τις ενισχύσεις που θα προστρέξουν, να μπορέσουν να αντέξουν για μία μόνο ημέρα, ώστε να κινητοποιηθούν η ελληνική διπλωματία και η διεθνής κοινότητα ενάντια σε μία πράξη αναμφίβολα καταδικαστέα από όλες τις πλευρές.
Με απλά λόγια, το μυστικό μίας ελληνικής επιτυχημένης αντίδρασης έγκειται στην απόκρουση της επίθεσης εν τη γενέσει της και στη διατήρηση του ελέγχου του νησιού για 24 ώρες. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να μεριμνήσει για τα ακόλουθα ζητήματα:
α) Την ενίσχυση της τοπικής άμυνας και την έγκαιρη προειδοποίηση της φρουράς για μία πιθανή εισβολή, β) τη δημιουργία μίας ειδικής ομάδας κρούσης στην Ρόδο, καθώς και τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών στην Ρόδο, την Κάρπαθο και την Κρήτη και γ) την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων του νησιού και τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών ώστε να επιστρέψουν στο νησί τους οι κάτοικοι που έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια.
Ενίσχυση της τοπικής άμυνας της Μεγίστης
Ξεκινώντας από το πρώτο πακέτο των προτάσεων, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία θα μπορούσε να ενισχύσει με μικρό αλλά ουσιαστικό αριθμό μέσων την τοπική φρουρά, η οποία, για να μπορεί να φυλάττει και τα δύο άλλα νησιά, την Ρω και Στρογγύλη, θα πρέπει να ενισχυθεί με δύο ακόμη διμοιρίες καθώς και με μία μικρή δύναμη καταδρομέων που θα παραμένει στο νησί σε μόνιμη βάση.
Αν και το νησί διαθέτει αισθητήρες που επιτρέπουν στη φρουρά να έχει μία συνολική εικόνα του νησιωτικού συμπλέγματος των τριών νησιών, η ύπαρξη τουλάχιστον δύο οχημάτων VBL εξοπλισμένων με αισθητήρες ημέρας και νύκτας θα συνέβαλε στην καλύτερη κάλυψη του νησιού και της ευρύτερης περιοχής.
Για την αξιοποίηση αυτών των μέσων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διάνοιξη νέων δρόμων –έστω και αγροτικών– σε σημεία που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να έχει πρόσβαση όχημα. Με τον τρόπο αυτό, και η φρουρά θα περιόριζε κάποια πιθανά τυφλά σημεία, αλλά και η πρόσβαση αυτοκινήτων σε διαφορετικές από το λιμάνι παράκτιες περιοχές θα συνέβαλε στην επαύξηση των δυνατοτήτων ανεφοδιασμού του νησιού, σε έκτακτη κατάσταση, από τις φίλιες δυνάμεις.
Επιπλέον, η χρήση συστημάτων mini UAV από τη φρουρά της Μεγίστης σε περιόδους έντασης θα αποτελούσε άλλο ένα πλεονέκτημα για την έγκαιρη προειδοποίηση της φρουράς. Τέλος, η εγκατάσταση συστημάτων υποκλοπών τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών (ELINT, SIGINT) κρίνεται εξίσου απαραίτητη για την αποφυγή αιφνιδιασμού.
Όσον αφορά στα οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να αυξήσουν τη μαχητική ικανότητα της φρουράς του νησιού, κεντρική ιδέα των προτάσεων είναι η μεγάλη ισχύς πυρός, η ευκινησία και η ταχύτατη αποδέσμευση των φίλιων δυνάμεων από το σημείο που εξαπολύουν την επίθεσή τους.
Η ύπαρξη δύο οχημάτων VBL εξοπλισμένων με βλήματα KORNET-E, δύο οχημάτων VBL εξοπλισμένων με πολυβόλα των 12,7 χλστ. και τεσσάρων οχημάτων Μ240 εξοπλισμένων με ΠΑΟ των 106 χλστ. θα συνιστούσε μία υπολογίσιμη ταχυκίνητη δύναμη για τη φρουρά του νησιού. Εάν σε αυτή τη δύναμη προστεθούν και τρία συστήματα ASRAD-Hellas εξοπλισμένα με βλήματα Stinger Block I, τότε η άμυνα του νησιού σαφώς αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ισχύ.
Λόγω του ορεινού εδάφους του νησιού, οι άνδρες της φρουράς θα πρέπει να εξοπλιστούν με υλικά και οπλισμό αντίστοιχο αυτών που φέρουν οι καταδρομείς, δηλαδή μικρό βάρος και μεγάλη φονικότητα.
Αν και το διαμέτρημα των 7,62 χλστ. θα έπρεπε να διατηρηθεί τόσο για τα τυφέκια επίθεσης όσο και για τα όπλα υποστήριξης, οι άνδρες της φρουράς χρειάζονται διαφορετικό οπλισμό (όπως άλλωστε και οι Έλληνες καταδρομείς, οι οποίοι έχουν παραμείνει στο ανεπαρκές για το Αιγαίο διαμέτρημα των 5,56 χλστ.).
Από την άλλη, μεγάλη σημασία έχει –εκτός από τον φορητό οπλισμό και τα λοιπά υλικά– ο εξοπλισμός των στρατιωτών με οπλικά συστήματα όπως το ελαφρύ, μίας χρήσης AT-4 των 84 χλστ. της εταιρείας Saab Bofors Dynamics. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα υπάρχοντα και βαρύτερα Carl Gustav των 84 χλστ., επίσης της ίδιας εταιρείας. Μία ακόμη πρόταση είναι το ρωσικό φορητό σύστημα SHMEL-Μ των 90 χλστ. της KBP με πυρομαχικά FAE (Fuel Air Explosive), το οποίο χαρακτηρίζεται από τον κατασκευαστή του ως όπλο φλογοβόλο και μπορεί να πλήξει στόχο σε απόσταση 1.700 μέτρων.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον εξοπλισμό της φρουράς με συστήματα νυκτερινής όρασης και θερμικές κάμερες με αποστασιόμετρα laser. Όσον αφορά τους τρόπους αποτροπής μίας απόπειρας αεραπόβασης με ελικόπτερα, είτε στο αεροδρόμιο είτε στο οροπέδιο μεταξύ του αεροδρομίου και του οικισμού, η τοπική φρουρά θα μπορούσε να αξιοποιήσει την αντι-ελικοπτερική νάρκη βουλγαρικής κατασκευής AHM-2000 της εταιρείας IMS, η οποία μπορεί να εντοπίσει με τον αισθητήρα που διαθέτει ελικόπτερο σε απόσταση 500 μέτρων και να το καταστρέψει στα 100 μέτρα.
Η συγκεκριμένη νάρκη είναι μικρού μεγέθους, μπορεί να μεταφερθεί εύκολα από δύο άτομα και τοποθετείται εντός λίγων λεπτών. Στην περίπτωση κρίσης πάντα, ανάλογη χρήση ναρκών θα μπορούσε να γίνει στα λιγοστά σημεία των ακτών του νησιού όπου υπάρχει δυνατότητα απόβασης καταδρομέων.
Το βασικότερο όμως σύστημα το οποίο αναμφίβολα θα επαύξανε τις δυνατότητες της άμυνας του νησιού αλλά και των δύο άλλων νησιών, της Ρω και της Στρογγύλης, θα ήταν η μόνιμη παρουσία 3-4 ταχύπλοων εξοπλισμένων σκαφών στη Μεγίστη, επανδρωμένων με καταδρομείς και πυραυλικά συστήματα.
Αναβάθμιση των στρατιωτικών υποδομών στην Ρόδο
Όσο και αν οι δυνάμεις πάνω στο νησί μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρώτο κύμα των εισβολέων, είναι αμφίβολο αν θα μπορούν να αντέξουν την πίεση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από μερικές ώρες μέχρι ένα 24ωρο.
Αν και η τουρκική Αεροπορία θα έχει μεριμνήσει μετά την έναρξη των επιχειρήσεων κατά του νησιού να έχει απομονώσει την ευρύτερη περιοχή, θεωρείται ως δεδομένο ότι η ελληνική στρατιωτική ηγεσία θα προσπαθήσει να στείλει ενισχύσεις στο νησί για να κρατηθεί, μέχρις ότου κινηθούν τόσο η ελληνική διπλωματία όσο και η διεθνής κοινότητα. Το κόστος μίας τέτοιας επιχείρησης θα είναι σαφώς μεγάλο, ωστόσο στην περίπτωση της Μεγίστης κρίνονται τεράστια συμφέροντα για το ελληνικό Έθνος. Για τον σκοπό αυτό, η ΠΑ θα χρειαστεί να διασπάσει αυτή τη ζώνη αποκλεισμού των τριών νησιών από την υπόλοιπη χώρα. Η ενίσχυση της παρουσίας της ΠΑ στην περιοχή της Κρήτης κρίνεται ως περισσότερο αναγκαία από κάθε άλλη φορά. Η αποφασιστικότητα της ΠΑ θα κρίνει την τύχη της Μεγίστης και το μέλλον του ελληνικού κράτους.
Ακόμη και αν δεν έχει εξασφαλιστεί ο απόλυτος έλεγχος της περιοχής από την ΠΑ, η ηγεσία των ΕΕΔ θα πρέπει να διακινδυνέψει την αποστολή των ενισχύσεων ώστε να κερδίσει χρόνο για τη διπλωματική αντεπίθεση της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς.
Οι μοναδικοί τρόποι που θα μπορούσε κάτι τέτοιο να υλοποιηθεί είναι είτε με τη μεταφορά των δυνάμεων με ελικόπτερα, είτε με την αποστολή των Ειδικών Δυνάμεων με ταχύπλοα σκάφη από την Ρόδο, που είναι και το πλησιέστερο φίλιο έδαφος. Η πρώτη λύση ενέχει σοβαρά προβλήματα, διότι τα ελικόπτερα θα είναι εκτεθειμένα στα εχθρικά πυρά από τις μικρασιαστικές ακτές και επιπλέον η περιοχή προσγείωσης των δυνάμεων δεν θα μπορεί να είναι εξασφαλισμένη.
Η δεύτερη λύση, δηλαδή η αποστολή δυνάμεων με ταχύπλοα σκάφη από την Ρόδο ενέχει επίσης κινδύνους, αφού τα τουρκικά επιθετικά ελικόπτερα θα μπορούν να πλήξουν τα σκάφη αυτά καθώς πλησιάζουν στη Μεγίστη.
Συμπερασματικά, κεφαλαιώδη σημασία για την επιτυχία και των δύο εγχειρημάτων είναι η επιτυχής προσπάθεια της ΠΑ να παράσχει την απαραίτητη προστατευτική ομπρέλα στις φίλιες δυνάμεις.
Για την υποστήριξη αυτών των αεροπορικών δυνάμεων απαιτείται η αναβάθμιση των υποδομών του αεροδρομίου στην Κάρπαθο, ώστε να μπορούν να επιχειρούν με μεγαλύτερη άνεση τα μαχητικά της ΠΑ, καθώς και η ανακατασκευή της παλιάς ιταλικής αεροπορικής βάσης στη Γαδουρά της Ρόδου, η οποία βρίσκεται 134 χλμ. από τη Μεγίστη.
Η παλιά αυτή βάση στις ανατολικές ακτές της Ρόδου βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από τις τουρκικές ακτές και πλησίον βάσης καταδρομέων. Επιπλέον, οι λιμενικές εγκαταστάσεις στην περιοχή μπορούν να υποστηρίξουν την αποστολή Ειδικών Δυνάμεων στη Μεγίστη με ταχύπλοα σκάφη.
Η μετατροπή της συγκεκριμένης δύναμης των καταδρομέων της Ρόδου σε «δύναμη κρούσης» για τη Μεγίστη θα συνέβαλε στην περαιτέρω εξειδίκευσή της με ασκήσεις εξομοίωσης των καταστάσεων που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση σύγκρουσης.
Επιπρόσθετα, η κατασκευή ενός νέου στρατιωτικού αεροδρομίου στο υπάρχον παλαιό ιταλικό στρατιωτικό αεροδρόμιο από την ΜΟΜΑ, θα μείωνε το κόστος κατασκευής και θα πρόσθετε στην άμυνα της Ρόδου μία ακόμη σημαντική υποδομή.
Χρησιμοποιώντας τη νέα αεροπορική βάση και τις λιμενικές εγκαταστάσεις της περιοχής Γαδουράς-Κάλαθου της ΝΑ Ρόδου, ο διοικητής της «δύναμης κρούσης» για τη Μεγίστη θα μπορεί να επιλέξει την αποστολή των δυνάμεών του στο νησί είτε με ελικόπτερα είτε με ταχύπλοα σκάφη, είτε συνδυάζοντας και τις δύο λύσεις.
Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της Μεγίστης
Εξίσου σημαντική με την αμυντική προπαρασκευή του νησιού είναι η εφαρμογή μέτρων που θα ξαναφέρουν τη ζωή, την ανάπτυξη και τον πληθυσμό που έχει μεταναστεύσει. Αναμφίβολα, το πιο σημαντικό από όλα είναι η συγκοινωνία σύνδεσης του νησιού με την Ρόδο και η τροφοδοσία του πληθυσμού με τα αναγκαία αγαθά σε τιμές προσιτές και όχι «ληστρικές», που συχνά αναγκάζουν τους κατοίκους να κατευθυνθούν προς την Τουρκία.
Μία ακόμη πρόταση θα ήταν η γενναιόδωρη επιχορήγηση του νησιού από την κυβέρνηση για την τουριστική και αγροτική ανάπτυξή του, αφού η Μεγίστη είναι πραγματικά εκπληκτικής ομορφιάς και, σε μεγάλο βαθμό, αναξιοποίητη.
Η προβολή του νησιού στην Αυστραλία όπου διαβιούν πολλοί πρώην κάτοικοι της Μεγίστης, θα μπορούσε να αναπτύξει όχι μόνο τον τουρισμό, αλλά και οδηγήσει στην επανεγκατάσταση πολλών συνταξιούχων στα πάτρια εδάφη.
Τέλος, η ίδρυση μίας σχολής Λιμενοφυλάκων ή Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού θα έφερνε στο νησί νέους ανθρώπους, δίνοντάς του ζωή και κατά τους χειμερινούς μήνες.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr