Στη μνήμη αντηχεί
ένα κάλεσμα
αυτών, που τη ψυχή μου / γύρευαν
δική τους να κάμουν
να ξεφύγω πάλευα / όχι να κρυφτώ
μάχες και μάχες έδινα / μερόνυχτα
ίσως και χρόνια
τα χέρια μου ήταν γυμνά
μα πάλευα
με μένα, και τους γύρω δαίμονες
μπας και σωθώ
βλέπετε, εκείνοι είχαν τη δύναμη
εγώ, /τότε
μόνο το δικό μου το εγώ
χρειάστηκα βοήθεια, το ομολογώ
και ήρθε / σαν από μηχανής θεός
ένα χέρι, μεταξένιο, με άγγιξε
μια απαλή, αντήχησε ουράνια φωνή
να σβήσει από τη μνήμη τους το όνομα
των λουλουδιών ένοιωσα το άρωμα / πλεγμένο σε ένα γλυκό φιλί
στην αγκαλιά, της σκέψης της, κοιμήθηκα / για να αναστηθώ
έτσι πιστεύω πως
βγήκα νικητής
από τη μάχη που έδινα
με τον περίεργο / δύστροπο
δικό μου εαυτού.
Γιώργος Χατζηδιάκου