Mια καινούργια επαναστατική θεραπεία κατα του καρκίνου συρρίκνωσε τον όγκο στον εγκέφαλο ενός Βρετανού ασθενή, στο μισό, μετά από μόλις λίγες εβδομάδες στοχευμένης επέμβασης.
Ο όγκος στον εγκέφαλο του άνδρα, συρρικνώθηκε μέσα από μια μια θεραπεία που οι ειδικοί ελπίζουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική ανακάλυψη για την αντιμετώπιση του καρκίνου.
Ο Paul Read, ένας 62χρονος μηχανικός από το Λούτον, παρατήρησε ότι είχε έντονο πονοκέφαλο τον περασμένο Δεκέμβριο. Δύο εβδομάδες αργότερα, η σύζυγός του Pauline ανησύχησε ότι είχε πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς το πρόσωπό του φαινόταν να έχει πέσει στη μία πλευρά.
Διαγνώστηκε με υποτροπιάζον γλοιοβλάστωμα -έναν τύπο καρκίνου του εγκεφάλου που σκοτώνει τους περισσότερους ασθενείς μέσα σε 18 μήνες-, καθώς οι γιατροί βρήκαν μια μεγάλη μάζα στον εγκέφαλό του. Παρά το γεγονός ότι υποβλήθηκε σε εγχείρηση στις 27 Δεκεμβρίου, ακολουθούμενη από ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία, ο Read πληροφορήθηκε τον Ιούλιο ότι ο όγκος του μεγάλωνε ξανά.
«Περίμενα πλήρως ότι ο όγκος θα επέστρεφε λόγω της επιθετικής του φύσης», δήλωσε. «Γνωρίζω ότι το αποτέλεσμα δεν είναι σπουδαίο και ήμουν ευτυχής να διερευνήσω οτιδήποτε άλλο».
Τότε του προσφέρθηκε η ευκαιρία να γίνει ο πρώτος ασθενής σε μια κλινική δοκιμή με στόχο τη θεραπεία της νόσου, που διεξάγεται από το University College London Hospitals NHS Foundation Trust (UCLH).
Στη δοκιμή CITADEL-123, οι χειρουργοί αφαιρούν όσο το δυνατόν περισσότερο όγκο πριν εμφυτεύσουν μια μικρή ιατρική συσκευή που ονομάζεται δεξαμενή Ommaya κάτω από το τριχωτό της κεφαλής, η οποία συνδέεται με τον όγκο μέσω ενός μικρού σωλήνα.
Το φάρμακο σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα, αλλά αφήνει ανεπηρέαστο τον υγιή ιστό
Η ομάδα πυρηνικής ιατρικής στο UCLH εγχέει στη συνέχεια ένα φάρμακο, το ATT001 -το οποίο βοηθά στην αποκατάσταση των βλαβών στο DNA των κυττάρων-, απευθείας στον όγκο, παραδίδοντας μικρές ποσότητες ραδιενέργειας.
Το φάρμακο, που χορηγείται εβδομαδιαίως για τέσσερις έως έξι εβδομάδες, σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα, αλλά αφήνει ανεπηρέαστο τον υγιή ιστό. Από την έναρξη της πειραματικής θεραπείας, ο Read είδε τον όγκο του να συρρικνώνεται κατά το ήμισυ μέσα σε λίγες μόνον εβδομάδες.
«Αυτή η δοκιμή ήταν σανίδα σωτηρίας, καθώς η πιθανότητα επιβίωσης -σύμφωνα με τα δεδομένα- ήταν ένα έτος ή λιγότερο για μένα», δήλωσε.
«Είμαι ευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω σε αυτή τη δοκιμή και δεν έχω βιώσει καμία παρενέργεια από τις ενέσεις. Αισθάνομαι πολύ καλά», πρόσθεσε ο 62χρονος. Είπε επίσης ότι δεν φοβάται μήπως η θεραπεία αποτύχει να θεραπεύσει τον καρκίνο του, αν μπορεί να βοηθήσει και άλλους.
«Σε όλους μας μοιράζονται χαρτιά και δεν ξέρεις ποια θα σου τύχουν», είπε. «Θα είναι υπέροχο αν αυτή η θεραπεία με βοηθήσει – και αν δεν με βοηθήσει, δεν θα με βοηθήσει. Είμαι περισσότερο από ευτυχής – ακόμη και αν δεν ωφελήσει εμένα, μπορεί να ωφελήσει κάποιον άλλον στη συνέχεια. Έτσι, δεν έχω τίποτα να χάσω και έχω να ελπίζω για όλα».
Ο Δρ Paul Mulholland, ογκολόγος του UCLH που σχεδίασε τη δοκιμή, δήλωσε ότι η μείωση του όγκου του Read «είναι πραγματικά αξιοσημείωτη για κάποιον του οποίου ο όγκος είναι τόσο επιθετικός». «Πρέπει να στοχεύσουμε στη θεραπεία αυτής της νόσου», είπε. «Οι πρωτοπαθείς όγκοι του εγκεφάλου δεν κάνουν μεταστάσεις στο σώμα και γενικά παραμένουν στην ίδια θέση στον εγκέφαλο. Δεν εξαπλώνεται στο υπόλοιπο σώμα, οπότε η χρήση μιας στοχευμένης -απευθείας στον όγκο- προσέγγισης έχει νόημα».
Πρώτη μελέτη σε άνθρωπο για θεραπεία του καρκίνου
Ένας δεύτερος ασθενής υποβάλλεται επί του παρόντος στην ίδια διαδικασία κάθε μήνα από την ομάδα, και ο Δρ Mulholland δήλωσε ότι η δοκιμή έχει ως στόχο να λάβουν τη θεραπεία έως και 40 ασθενείς.
Η δόση της ακτινοβολίας θα αυξάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμής και οι ερευνητές σχεδιάζουν να συνδυάσουν την ATT001 με ανοσοθεραπεία, η οποία εκπαιδεύει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού να σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα.
Αν και είπε ότι τα πρώτα σημάδια είναι ελπιδοφόρα, ο Δρ Mulholland σημείωσε ότι η δοκιμή είναι μια «πρώτη μελέτη στον άνθρωπο, οπότε είμαστε προσεκτικοί στην προσέγγισή μας και θεραπεύουμε τους ασθενείς μόνο για έξι εβδομάδες».