ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: NICK PALEOLOGOS / SOOC
Η φωτιά που ξεκίνησε από την περιοχή του Απόλλωνα στη Ρόδο, το απόγευμα της Τρίτης 18 Ιουλίου, έδειχνε να μην απασχολεί ιδιαίτερα τα μίντια τις δυο-τρεις πρώτες μέρες. Τόσο που ακόμη και εργαζόμενοι του νησιού, στα παραλιακά μέρη, δεν είχαν ιδέα για το «κύμα» της φωτιάς που ουσιαστικά τους καταδίωκε. Αυτά καταλαβαίνω από την περιγραφή του Γιάννη*, ο οποίος την τρίτη ημέρα που η φωτιά έκαιγε το νησί, βρισκόταν στο ξενοδοχείο όπου εργάζεται για σεζόν, καθώς υπήρχε σε εξέλιξη ένα μουσικό event στον εξωτερικό χώρο του συγκροτήματος. Εκείνη τη βραδιά είδε και αισθάνθηκε στην ανάσα του, τους πρώτους καπνούς.
Εργαζόμενοι και τουρίστες δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και πίστεψαν πως η φωτιά είναι μακριά. Την επόμενη μέρα, κατά το μεσημέρι, άρχισαν να κυκλοφορούν βίντεο και φωτογραφίες εκατοντάδων κόσμου που άρχισαν να εκκενώνουν την περιοχή. Όπου φύγει-φύγει. «Γενικά, όταν αποφασίσαμε -όσοι αποφασίσαμε- ότι φεύγουμε, βλέπαμε ελικόπτερα Super Puma να πετάνε από πάνω μας, ωστόσο δεν βλέπαμε τη φωτιά. Μόνο πυκνούς καπνούς από παντού».
«Δεν είχαμε καμία ενημέρωση από την εργοδοσία για το τι κάνουμε, αν εκκενώνουμε, πώς πρέπει να εκκενώσουμε, τι κάνουμε εμείς, τι κάνει ο κόσμος κ.λπ», λέει ο Γιάννης. «Η μόνη ενημέρωση από την επιχείρηση στην οποία εργάζομαι ήταν “όποιος θέλει να πάει προς την παραλία”». Όπως μου λέει, επίσης, η Πολιτική Προστασία είχε στείλει μηνύματα κάπως επιλεκτικά – σε κάποιους είχαν πάει, σε άλλους όχι. Εκείνος, μαζί με κάποιους συναδέλφους του, αποφάσισε ότι προτεραιότητα έχει η ζωή του και φορτώνοντας κάποιον εξοπλισμό που βρήκαν από το ξενοδοχείο, βγήκαν στον δρόμο μαζί με καμιά 300αριά άτομα προχωρώντας όσο πιο νότια. «Το να πάμε νότια ήταν μία ενστικτώδης αντίδραση για να μπορέσουμε να ανασάνουμε». Στόχος τους να φτάσουν όσο πιο μακριά μπορούσαν, εν μέσω καπνών και στάχτης που θόλωναν τα πάντα. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοί του έμειναν πίσω, καθώς δεν είχαν ενημέρωση από τους ανωτέρους τους και δεν πήραν τη «θαρραλέα» απόφαση να ακολουθήσουν.
Ο Γιάννης, ξέροντας σχετικά καλά το νησί, μιλά για μια πορεία τριών ωρών, από την παραλία, περνώντας βραχώδη σημεία. «Στη διαδρομή δώσαμε τις πρώτες βοήθειες σε τρεις γυναίκες που είχαν λιποθυμήσει. Μία γυναίκα, μάλιστα, είχε πάθει κρίση πανικού. Την παρέλαβε λίγο αργότερα ασθενοφόρο. Όλοι οι τουρίστες ρωτούσαν ποιο είναι το “evacuation plan”. Αλλά τι να τους πεις; Ούτε άσκηση για φωτιά δεν είχαμε κάνει ποτέ! Γενικά, για τους τουρίστες υπήρχε μια πρόληψη με λεωφορεία, ώστε να τους μεταφέρουν. Ήρθαν και κάποια καράβια και πήραν τουρίστες από την παραλία», μου λέει. «Προσωπικά, έκανα σήμα σε δύο λεωφορεία και με “έγραψαν”. Προς τα καράβια δεν πήγα. Θα μας έπαιρναν αν προλαβαίναμε να φτάσουμε στην παραλία, αλλά υπήρχε απίστευτος συνωστισμός και στιγμές κανιβαλισμού, να σπρώχνονται, να πετάνε βαλίτσες, είδα άνθρωπο να μη δίνει προτεραιότητα σε έγκυο. Κάποιοι συνάδελφοι έφυγαν με βάρκα. Με λεωφορείο, όμως, κανείς. Και δεν αρκούσαν άλλωστε ούτε αυτά. Την ώρα που φύγαμε, ήμασταν 300-400 άτομα έξω».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: NICK PALEOLOGOS / SOOC
«Εμείς ήμασταν στην απ’ έξω. Μέριμνα για την απομάκρυνση του προσωπικού δεν υπήρχε. Μόνο θάρρος και αυτοσχεδιασμός! Άλλωστε, μέχρι την τελευταία στιγμή δουλεύαμε. Και ψάχναμε τυχαία αυτοκίνητα να μπούμε, να πάρουμε τηλέφωνο κάποιους γνωστούς να δούμε πού βρίσκονται, αν είναι κοντά κ.λπ. Τελικά βρήκαμε ένα αυτοκίνητο κατά τύχη, μπήκαμε μέσα και πήγαμε προς μία παραλία, όπου διανυκτερεύσαμε. Ουσιαστικά, όμως, μας ακολουθούσε η φωτιά κι έτσι την επόμενη μέρα έπρεπε να φύγουμε ξανά από το μέρος εκείνο και αποφασίσαμε να πάμε προς τη Ρόδο, από ασφαλές δρόμο και απ’ όπου μας άφηνε η αστυνομία να περάσουμε, ώστε να βρούμε κάποιο δωμάτιο να μείνουμε. Το πρώτο 48ωρο ουσιαστικά πηγαίναμε από ‘δω κι από ‘κει ψάχνοντας στέγαση, κάποιον να μας φιλοξενήσει.
»Στο μεταξύ, να τονίσω πως το απόγευμα της ημέρας της εκκένωσης μάς έρχεται μήνυμα από την εργοδοσία, στην ομαδική συνομιλία, ότι το κατάλυμα είναι ασφαλές, ότι οι πελάτες επιστρέφουν και πως η απογευματινή βάρδια θα γίνει κανονικά – στην οποία δούλευα. Ενημέρωσα ότι δεν αισθάνομαι ασφαλής να γυρίσω και δεν πήγα».
Στην πόλη της Ρόδου, ο Γιάννης μιλά για μια κατάσταση που είτε σου έλεγαν ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο, είτε τα υπερ-χρέωναν. «Ξαφνικά, δωμάτιο που είχε 60 ευρώ τη βραδιά, είχε πάει στα 100. Επίσης άκουσα ιστορίες για νερά που χρέωναν 5 ευρώ, αλλά αυτό δεν το είδα εγώ. Τις τιμές όμως για τα δωμάτια τις άκουσα ο ίδιος ψάχνοντας».
Εν τέλει κι αφού, μετά από δύο μέρες, διευθετήθηκε το θέμα της στέγασής τους από την εργοδοσία, σύμφωνα με τον Γιάννη, πραγματοποιήθηκε μια άτυπη συνέλευση εργαζομένων και διοίκησης, όπου προϊστάμενός τους υποστήριξε ότι το σχέδιο εκκένωσης πήγε τέλεια, σύμφωνα με τις οδηγίες, για αυτό τον λόγο δεν περίμενε ή δεν του άρεσε η συμπεριφορά μας. «Εμείς, το προσωπικό, πραγματοποιήσαμε το evacuation plan κατά τύχη», λέει ο Γιάννης. «Δηλαδή κάναμε κάποια ενστικτώδη πράγματα, όπως να κλείσουμε το ασανσέρ, να ρυθμίσουμε τον συναγερμό κ.λπ, χωρίς κάποια οδηγία ή κατεύθυνση όμως».
Όπως μου λέει, κάποιοι συνάδελφοί του έμειναν πίσω. Για τον έναν, όπως υποστηρίζει, έσπασαν την πόρτα του δωματίου του για να τον βγάλουν έξω, καθώς κοιμόταν και δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι η φωτιά τους κύκλωνε.
«Τελικά το ξενοδοχείο δεν κάηκε, αν και όλα τα γύρω-γύρω είναι καμένα. Όταν επιστρέψαμε μετά από πέντε μέρες αδράνειας στο ξενοδοχείο, καθαρίζαμε στάχτες από παντού», λέει.
«Πλέον, λόγω μειωμένου τουρισμού, είμαστε και σε άλλο καθεστώς εργασίας, με τετραπλάσια ρεπό ξαφνικά, άρα μειωμένες αποδοχές», λέει ο Γιάννης. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι, σε άλλες επιχειρήσεις, που βρίσκονται υπό το καθεστώς αναστολής λαμβάνοντας το επίδομα των 534 ευρώ – όταν ξεκινώντας τη σεζόν είχαν στο μυαλό τους να βγάζουν τριπλάσια χρήματα.
Η αφήγηση του Γιάννη δυστυχώς αναδεικνύει τον κανιβαλισμό εργοδοσίας και πολιτείας μπροστά σε τέτοιες συνθήκες ζωής και θανάτου. Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε από την ασφάλεια και τη μέριμνα των εργαζομένων – πόσο μάλλον σε έναν κλάδο στον οποίο στηρίζεται η χώρα. Κι όχι μόνο να μας νοιάζει τι θα πουν οι τουρίστες στα μίντια της χώρας τους. Κλείνοντας, ο Γιάννης μού ζήτησε να κάνουμε και μια αναφορά στους εθελοντές, που χωρίς αυτούς όπως λέει τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα.
*Το όνομα έχει αλλαχτεί.
Πηγή: VICE
Διαβάστε επίσης: 10 Χρόνια Rodosreport – 10 χρόνια σταθερά στην κορυφή !