Του Γιώργου Τούλα
Παλιά ήμουν φαν μπορώ να πω των επιθεωρήσεών του. Οι χαρακτήρες που έπλαθε κάποτε ήταν καθρέφτης της ελληνικής πραγματικότητας. Η μάνα με τη γούνα πάνω στο τελεφερίκ είναι από κείνα τα κείμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Η εισβολή του στην τηλεόραση με τους εμβληματικούς “Δέκα μικρούς Μήτσους” αποτέλεσε την ακτινογραφία μιας δεκαετίας που το χρήμα, το λάιφ στάιλ και η γκλαμουριά σκίασαν τις ζωές πτωχών και πλουσίων. Εύστροφος, παρατηρητικός, οξυδερκής, έπλασε ήρωες εμπνευσμένους, αντάξιους με κείνους του παλιού ελληνικού σινεμά που άλλωστε λατρεύει. Γι’ αυτό και καλούσε τους ζωντανούς ήρωες του συχνά στις εκπομπές του. Κάποτε παρακολούθησα και ένα σεμινάριο γραφής που έκανε εδώ στο Μύλο και ήταν αληθινό μάθημα.
Μετά έκανε ένα άνοιγμα στο σινεμά ενώ άρχισε και ένα προσωπικό life style ελαφρώς κόντρα σε όσα υποστήριζε. Προσπαθούσε να συνδυάσει το ποιοτικό με το εμπορικό που λένε και στις ντεμεκιές του Σμαραγδή και στα μπουζούκια τα βράδια με λαϊκά σταρ για ξεκάρφωμα. Παράλληλα κάτι ιστορίες σε κότερα, το στρατιωτικό και το τρελόχαρτο που έγινε σίριαλ στα μεσημεριανά, αλλά και δηλώσεις επί παντός του επιστητού και καλεσμένος σε όλα τα πάνελ τα βράδια των εκλογών, αγαπημένος καλεσμένος του Γιάννη Πρετεντέρη. Είχε αρχίσει να δίνει γραμμή. Εκεί τον έχασα. Είχε περάσει την όχθη.
Ήρθε ο καιρός του Τσαντιριού. Το μεγάλο κοινό. Ο λαϊκισμός. Οι μεγάλες κουβέντες. Όσα ήθελε ο κόσμος να ακούει. Και όσα ήθελε ο Λάκης να περάσει. Και τα πάρε δώσε με τον καλό κόσμο. Αυτούς που κορόιδευε στα φανερά τους συναναστρέφονταν στα κρυφά. Και ένας λόγος στα όρια του χυδαίου. Με ανέκδοτα, σαλούς του τηλεοπτικού χωριού, εύκολα θύματα για κοροϊδία, διδακτισμό, κόντρες της συμφοράς με τον Κούγια, την Άτζελα, τον Καρβέλα και άλλα φαιδρά πρόσωπα της ελληνικής τηλεοπτικής σφαίρας, ηρωισμοί, ψευδοκουλτούρα, τραγουδιστικά ντελίρια και προπαγάνδα. Χοντροκομμένη προπαγάνδα για μια σειρά ζητήματα και ηθελημένη αποσιώπηση άλλων σοβαρών θεμάτων.
Το εκλεπτυσμένο χιούμορ και σάτιρα της εποχής της Ελεύθερης Σκηνής έδωσε τη θέση του σε έναν επιτηδευμένο λόγο που θέριευε μαζί με τα νούμερα, που χάιδευε αυτιά και δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της κοινωνικής εγρήγορσης του μεγάλου κοινού. Τρίχες κατσαρές. Κάθε φορά που έπεφταν τα νούμερα μας αποχαιρετούσε με πόνο ψυχής για πάντα. Και κάθε φορά που έπεφταν αναδουλειές “υπέκυπτε” στις πιέσεις των κοινωνικών αναγκών και επέστρεφε. Και επιστρέφει με καλεσμένο το Σάκη Ρουβά για να δέσει το σιρόπι της αφύπνισης με λίγο μπανιστήρι. Δεν έχει θέματα άλλωστε να θίξει; Ετοιμάζονται οι μαθητές για το πλατό, σηκώνουν ένα πανό, Λύκειο Άνω-Κάτω Μαγούλας, η κάμερα κάνει ζουμ, τα παιδιά παραληρούν, η Ανθούλα χαχανίζει, τα τσίπουρα σερβίρονται, τα νησιώτικα, ψάχνουν τον επόμενο σαλό στη λαϊκή αγορά της Καλιδρομίου.
Και μετά έρχεται ο Χατζάκης, φίλοι από παλιά, τον φωνάζει και στο Εθνικό, γιατί καλή η κατακραυγή εναντίον της εξουσίας από τηλεοράσεως, αλλά και λίγο δημόσιο χρήμα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, και που να αφήσεις χώρο μωρέ τώρα σε κανέναν νέο σκηνοθέτη να σηκώσει κεφάλι, δώσε μια παράσταση στο Λάκη. Και τότε ο Σταύρος Ξαρχάκος φρίττει και παραιτείται καταγγέλοντας τα συμφέροντα!
Φέτος επέλεξε κάτι ακόμα πιο γκλάμουρ. Το ανακαινισμένο δημοτικό θέατρο Πειραιά. Και άρχισε μια ακόμα σεζόν, καθυστερημένα με το ίδιο τροπάριο.
Ξέρω, δεν κάνει να λέγονται αυτά δημόσια, πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στο δημόσιο λόγο, ιδιωτικά στις παρέες επιτρέπονται οι απόψεις… Θα μου επιτρέψετε, όμως, την άποψη που έχω πια για τους ανθρώπους να τη βγάζω από μέσα μου χωρίς ένοχες. Είναι το καλύτερο μέσο πρόληψης πριν την ψυχοθεραπεία.
Πηγή : parallaximag.gr