Τρεις Έλληνες καθηγητές του εξωτερικού αναλύουν γιατί η χώρα δεν πρέπει να παραμείνει αγκυλωμένη στην Τουριστική Βιομηχανία

Από τον τουρισμό στην οικονομία της καινοτομίας

Οι τουριστικές εισπράξεις της χώρας έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Από 9,5 δισ. ευρώ το 2010 αυξήθηκαν στα 20,5 δισ. το 2023, ενώ αναμένεται αύξηση 10% το 2024. Ο τουρισμός προσέφερε πολύτιμα έσοδα στη χώρα κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ η αναμενόμενη αύξηση των εισπράξεων θα ενισχύσει την αύξηση του φετινού ΑΕΠ.

Η εξάρτηση της οικονομίας μας από τον τουρισμό παραμένει όμως υψηλή. Το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο είναι τριπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) και υπερδιπλάσιο από άλλες τουριστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία και η Πορτογαλία.

Ποια θα πρέπει να είναι η θέση του τουρισμού στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας; Είναι η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό συνέπεια των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων ως χώρα, και επομένως η κατεύθυνση στην οποία μας οδηγούν οι δυνάμεις της αγοράς; Η απάντησή μας είναι αρνητική, για δύο λόγους που εξηγούμε παρακάτω. Το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο θα πρέπει να μειωθεί σταδιακά, προς όφελος άλλων κλάδων της οικονομίας. Παράλληλα, το τουριστικό προϊόν θα πρέπει να αναβαθμιστεί ποιοτικά και να γίνει φιλικότερο προς το περιβάλλον και τη φέρουσα ικανότητα των περιοχών.

Ο πρώτος λόγος είναι περιβαλλοντικός. Η τουριστική ανάπτυξη έχει σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, όπως αναδεικνύεται από τα προβλήματα κορεσμού και περιβαλλοντικής υποβάθμισης σε δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Η τουριστική ανάπτυξη επίσης επιδοτείται έμμεσα από τη χαλαρότητα της περιβαλλοντικής και πολεοδομικής νομοθεσίας. Η νομοθεσία για την προστασία ευαίσθητων περιοχών, όπως τα παράκτια οικοσυστήματα και οι ζώνες Natura, είναι από τις πιο αδύναμες στην Ευρώπη και συνεχώς αποδυναμώνεται για πελατειακούς λόγους. Οι υπηρεσίες που ελέγχουν τη συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία είναι επίσης αδύναμες, σε πόρους και ανεξαρτησία, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Χωροταξικά σχέδια δεν υπάρχουν σε πολλές περιοχές της χώρας και η δόμηση εκτός σχεδίου είναι ανεξέλεγκτη. Η νομοθεσία για τις στρατηγικές επενδύσεις επιδοτεί τουριστικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας με ποσά εκατομμυρίων ευρώ και με πολεοδομικές διευκολύνσεις. Η κατάσταση αυτή ευνοεί τη συνεχή υλοποίηση νέων τουριστικών επενδύσεων, χωρίς κανένα όραμα για τη βιώσιμη αξιοποίηση του φυσικού μας περιβάλλοντος.

Ο δεύτερος λόγος είναι οικονομικός. Η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο είναι χαμηλή. Τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και στη χώρα μας, η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο είναι υποδιπλάσια από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία. Η χαμηλή παραγωγικότητα σχετίζεται με τη χαμηλή μέση εξειδίκευση στον κλάδο, καθώς και με την εποχικότητα του προϊόντος του και την αδράνεια του εργατικού δυναμικού εκτός της τουριστικής περιόδου. Παράλληλα, όπως τονίσαμε στην έκθεση Πισσαρίδη, στρεβλώσεις στην οικονομία μας, όπως η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας, το ρυθμιστικό βάρος και οι αδυναμίες των ελεγκτικών μηχανισμών, ευνοούν τις επιχειρήσεις μικρού μεγέθους και χαμηλής παραγωγικότητας, καθώς μπορούν να λειτουργούν στην παραοικονομία. Οι τουριστικές επιχειρήσεις, όντας συχνά μικρές και χαμηλής παραγωγικότητας, επιδοτούνται έμμεσα από τις παραπάνω στρεβλώσεις.

Το ζήτημα της παραγωγικότητας είναι κομβικό. Η Ελλάδα είχε το 2023 τη δεύτερη χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., μόλις πάνω από τη Βουλγαρία. Η κατάταξη της χώρας μας χειροτερεύει διαρκώς τα τελευταία 20 χρόνια. To 2007 η Ελλάδα ήταν 13η, το 2014 έπεσε στη 19η θέση, το 2019 έπεσε στην 25η και μέχρι το 2023 έχασε ακόμα μία θέση. Η πτώση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οφείλεται εν μέρει στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Οφείλεται όμως και στη δυσκολία της χώρας μας να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, το οποίο είναι βασισμένο σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός.

Ο μεταποιητικός κλάδος, αντιθέτως, απασχολεί ποσοστό των εργαζομένων σχεδόν ίσο με το 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. Συγχρόνως, η παραγωγικότητα του μεταποιητικού κλάδου –ο οποίος σημειωτέον συμπεριλαμβάνει και μεταποίηση γεωργικών προϊόντων– είναι σχεδόν 30% υψηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία.

Παρόμοιες συγκρίσεις ισχύουν για άλλους κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες (παραγωγικότητα 50% υψηλότερη από τη μέση, ενώ ποσοστό εργαζομένων στην Ελλάδα 75% του μέσου όρου της Ε.Ε.) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (παραγωγικότητα 250% υψηλότερη από τη μέση, ενώ ποσοστό εργαζομένων στην Ελλάδα 70% του μέσου όρου της Ε.Ε.).

Η παραγωγικότητα του μεταποιητικού κλάδου είναι σχεδόν 30% υψηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία, ωστόσο στην Ελλάδα απασχολεί ποσοστό των εργαζομένων σχεδόν ίσο με το 60% του μέσου όρου της Ε.Ε.

Γενικεύοντας από τα παραπάνω παραδείγματα, η Ελλάδα έχει ισχνή παρουσία σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας και καινοτομίας, όπως η μεταποίηση και η τεχνολογία, και υπερβολικά μεγάλη παρουσία σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός.

Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου απαιτεί συνδυασμένες δημόσιες πολιτικές, πολλές από τις οποίες προτείναμε στην έκθεση Πισσαρίδη. Οι πολιτικές αυτές εστιάζουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς και στην εκπαίδευση και στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτά θα καταστήσουν το έδαφος πιο πρόσφορο για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων υψηλής παραγωγικότητας και καινοτομίας. Τυχόν αναπτυξιακά κονδύλια και επιδοτήσεις θα πρέπει να κατευθύνονται μόνο σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, και μόνο εφόσον υπάρχουν οικονομίες κλίμακας ή συσσωμάτωσης.

Παράλληλα, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει σημαντικά τους μηχανισμούς προστασίας του περιβάλλοντος, ώστε να πλησιάσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό θα έχει διπλό όφελος. Το περιβάλλον μας θα προστατευθεί, προς όφελος των τωρινών και μελλοντικών γενεών. Επίσης, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες πολιτικές, μέρος του εργατικού δυναμικού θα κατευθυνθεί σε κλάδους της οικονομίας με υψηλότερη παραγωγικότητα από τον τουρισμό, με συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας σε επίπεδο οικονομίας.

Η ανάπτυξη κλάδων υψηλής παραγωγικότητας απαιτεί χρόνο, ενώ η συνέχιση του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου μπορεί να φαίνεται πιο ελκυστική βραχυπρόθεσμα. Συνεχίζοντας όμως έτσι και αναλώνοντας τον φυσικό μας πλούτο, θα ξυπνήσουμε μια μέρα και όλα για τα οποία υπερηφανευόμαστε θα έχουν εξαφανιστεί, ενώ ακόμη δεν θα έχουμε μια οικονομία που θα υποστηρίζει το βιοτικό επίπεδο σε στερεή βάση.

*Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics.

*Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale.Unmute

*Ο κ. Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι καθηγητής Οικονομικών στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Οικονομικών.

Πηγή: Kathimerini.gr

Pin It on Pinterest