Μία ανάλυση του μη δικανικού λόγου που αναπτύχθηκε από δικαστικούς λειτουργούς μέσα από ανακοινώσεις δικαστικών ενώσεων και δικαστηρίων αναφορικά με την υπόθεση της Πολεοδομίας της Ρόδου.
Δανείζομαι τον τίτλο από το τελευταίο, πολύ σημαντικό βιβλίο του Κώστα Δουζίνα (εκδόσεις Παπαζήση). Θα ήταν ευχής έργο να το διάβαζαν όλοι οι λειτουργοί της δικαστικής εξουσίας. Δυστυχώς, το έλλειμμα πραγματικής κριτικής στη νομολογία και, γενικότερα, κριτικού νομικού λόγου έχει οδηγήσει μέρος των δικαστικών λειτουργών στο είδος της διανοητικής νωθρότητας που απορρέει από την αυτοαναφορικότητα: τα διαβάσματά τους περιορίζονται συχνά στο έργο των ίδιων, τη νομολογία, και το είδος του (ψευδο)επιστημονικού λόγου που απλώς την αναπαράγει άκριτα.
Αντικείμενο του σημειώματος αυτού είναι η ανάλυση του, μη δικανικού, λόγου που αναπτύχθηκε από δικαστικούς λειτουργούς μέσα από ανακοινώσεις δικαστικών ενώσεων και δικαστηρίων αναφορικά με την υπόθεση της Πολεοδομίας της Ρόδου.
Σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν έχω άποψη για την ουσία της υπόθεσης, την οποία δεν γνωρίζω, αλλά εξετάζω μόνο τον λόγο (discourse) που διατυπώνεται στις ανακοινώσεις. Συμπληρώνω όμως επίσης ότι θα προσυπέγραφα τη θέση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων πως η προσωρινή κράτηση είναι ένα έσχατο μέτρο που πρέπει να επιβάλλεται με φειδώ.
Το χρονικό
Τα γεγονότα περιληπτικά: στελέχη της Πολεοδομίας της Ρόδου κατηγορούνται για σοβαρά αδικήματα σε μια υπόθεση που πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Οι δικαστικοί λειτουργοί που χειρίζονται την υπόθεση επέβαλαν στους κατηγορούμενους διάφορα περιοριστικά μέτρα, αλλά όχι και προσωρινή κράτηση μέχρι να γίνει η δίκη. Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου παρήγγειλε πειθαρχική έρευνα των δικαστικών λειτουργών για την απόφασή τους αυτή.
Η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος αντέδρασε με ανακοίνωσή της όπου διατυπώνει τη θέση πως «[σ]ε κάθε περίπτωση, η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού […] πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών». Προσοχή: αυτή είναι μια θέση επί της αρχής. Η Ενωση δεν λέει ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πειθαρχικής έρευνας ή ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Λέει ότι ποτέ, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικά δικαστικός λειτουργός για κρίση που εξέφερε, όποια κι αν είναι αυτή.
Γιατί όμως; Γιατί να μην ελέγχεται δικαστικός λειτουργός που υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή που εξέφερε μια κραυγαλέα παράνομη ή παράλογη ή εξωφρενική κρίση; Η Ενωση επικαλείται τον νόμο. Το άρθρο 109 του Οργανισμού Δικαστηρίων λέει ότι δεν αποτελεί παράπτωμα η κρίση που εξέφερε δικαστικός λειτουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί; Και είναι άραγε άσκηση καθηκόντων η υπέρβαση δικαιοδοσίας ή η εξωφρενική κρίση;
Την Ενωση δεν φαίνεται να την απασχολούν τέτοια ερωτήματα. Αντιθέτως, νιώθει την ανάγκη να κλείσει την ανακοίνωσή της με τη «διαβεβαίωση» –«για πολλοστή φορά», όπως μας υπενθυμίζει– ότι «οι Ελληνες εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, […] αλλά και με απόλυτη ευσυνειδησία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε». Σοβαρά τώρα; Ολοι οι Ελληνες εισαγγελείς ανεξαιρέτως; Κανείς δεν αισθάνθηκε ποτέ πίεση ή φόβο; Κανείς δεν δέχθηκε οποιαδήποτε επιρροή; Είναι δυνατόν να διατυπώνονται, επανειλημμένα, προτάσεις η διαψευσιμότητα των οποίων είναι αυταπόδεικτη;
Με μια πολύ προσεκτικότερα διατυπωμένη ανακοίνωση, που αποφεύγει τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και τις θέσεις αρχής, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων επέκρινε επίσης την παραγγελία πειθαρχικής έρευνας. Στην ανακοίνωση επικαλείται ομοίως το άρθρο 109 του Οργανισμού Δικαστηρίων για το πειθαρχικά ανέλεγκτο της δικανικής κρίσης. Και εξηγεί ότι έτσι διασφαλίζεται πως η κρίση των δικαστικών λειτουργών «είναι ελεύθερη» και «διαμορφώνεται μόνο από τα στοιχεία της δισκογραφίας, τον νόμο και τη συνείδησή τους». Τι γίνεται όμως στην, έστω σπάνια αλλά καθόλου απίθανη, περίπτωση που η κρίση δικαστικού λειτουργού δεν είναι ελεύθερη ούτε βασίζεται μόνο στα στοιχεία και τον νόμο, αλλά είναι προϊόν επιρροής ή προκατάληψης ή χρηματισμού ή οτιδήποτε άλλο; (Συμβαίνουν αυτά, ακόμα και στον αγγελικό κόσμο των ημίθεων που περιγράφει η Ενωση Εισαγγελέων.) Το ερώτημα επομένως παραμένει: Γιατί να μην ελέγχεται πειθαρχικά, έστω σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δικανική κρίση; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ότι το λέει ο νόμος. Γιατί οδηγεί στο ίδιο ερώτημα: Γιατί πρέπει να το λέει (αν το λέει) ο νόμος;
«Ελευθερία γνώμης»
Ανταπαντώντας στις ανακοινώσεις των δικαστικών ενώσεων, ο Αρειος Πάγος σε δική του ανακοίνωση διακηρύσσει –«προς κάθε κατεύθυνση» μάλιστα, όπως σπεύδει να δηλώσει– πως «η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του […] δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο». Επιτέλους κάποιος το είπε!, θα αναφωνούσε κάποιος. Που θα ήταν, για τον λόγο αυτό, διατεθειμένος να παραβλέψει ότι ελευθερία –γενικά, επομένως και γνώμης– έχουν μόνον οι πολίτες, όχι οι κρατικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δηλαδή όταν ασκούν κρατική εξουσία. (Δεν είναι τυχαίο ότι για την ελευθερία γνώμης βουλευτών και πανεπιστημιακών χρειάστηκε ειδική συνταγματική διάταξη.) Οταν ασκούν τα καθήκοντά τους, οι λειτουργοί της δικαστικής εξουσίας ασκούν κρατική εξουσία. Δηλαδή ασκούν αρμοδιότητα, όχι ελευθερία.
Προσγείωση
Η συνέχεια της ανακοίνωσης έρχεται, ωστόσο, να μας προσγειώσει. Ο έλεγχος αν η γνώμη δικαστικού λειτουργού «εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής [του] ευχέρειας», λέει ο Αρειος Πάγος, «ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα αρμόδια […] δικαστικά όργανα». Η φράση αυτή αναιρεί την αμέσως προηγούμενη για την ελευθερία –ακριβέστερα, διακριτική ευχέρεια– που δεν σημαίνει ανέλεγκτο. Αν ο έλεγχος περιορίζεται στον εσωτερικό αυτοέλεγχο της ίδιας της δικαστικής εξουσίας –στον οποίο, «συμπτωματικά», κεντρικό ρόλο έχει η ηγεσία της, δηλαδή ο Αρειος Πάγος– τότε δεν είναι πραγματικός έλεγχος. Αφενός, γιατί από τον έλεγχο αυτόν εκφεύγει η ηγεσία του Σώματος. Αφετέρου, γιατί η άσκησή του επαφίεται στην πρωτοβουλία της τελευταίας. Και, κυρίως, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος επιλεκτικής ή στοχευμένης άσκησής του – που είναι και το χειρότερο από δικαιοκρατική άποψη.
Συμπερασματικά, κάποιες θέσεις:
1. Βεβαίως και πρέπει να ελέγχεται πειθαρχικά η δικανική κρίση. Προφανώς με φειδώ, σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, όταν εκφεύγει των ακρότατων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, όπως σωστά λέει η ανακοίνωση του Αρείου Πάγου. Κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω. Και βεβαίως πρέπει να ελέγχεται η αδικαιολόγητη ή καταχρηστική άσκηση, όπως και η μη άσκηση, της πειθαρχικής αρμοδιότητας.
2. Ο νόμος, το άρθρο 109 του Οργανισμού Δικαστηρίων, δεν αποκλείει –και δεν θα μπορούσε να αποκλείει– απολύτως κάθε πειθαρχικό έλεγχο δικανικής κρίσης. Αυτό που εννοεί είναι το αυτονόητο: έρεισμα του πειθαρχικού ελέγχου δεν μπορεί ποτέ να είναι η διαφωνία για την κρίση, όσο εσφαλμένη κι αν τη θεωρεί αυτός που διαφωνεί. Ελεγχος δικαιολογείται μόνον όταν υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας, επιρροής, συναλλαγής κ.λπ.
3. Το πρόβλημα της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα δεν είναι το πλεόνασμα ελέγχων των λειτουργών της και των πράξεών τους, αλλά το ακριβώς αντίθετο: το έλλειμμα ελέγχου. Από τις τρεις κρατικές εξουσίες, η δικαστική υπόκειται σε έλεγχο στον μικρότερο βαθμό. Ο πειθαρχικός έλεγχος είναι μικρό κλάσμα μόνο του εσωτερικού αυτοελέγχου της δικαστικής εξουσίας. Ο μόνος έλεγχος που λειτουργούσε με κάποια επάρκεια ήταν τα ένδικα μέσα, δηλαδή ο έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων από δικαστήριο ανώτερου βαθμού (που, βεβαίως, αφήνει στο απυρόβλητο τα ανώτατα). Που όμως εδώ και χρόνια συστηματικά ολοένα και δυσχεραίνεται. Η αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, για παράδειγμα, έχει περίπου εξαϋλωθεί. Ο έλεγχος της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία, που στο Σύνταγμα προβλέπεται ως κατευθυντήριος και συμβολικός μόνο με την επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, έχει εκφυλιστεί σε μηχανισμό χειραγώγησης και συναλλαγής: Οταν οι προς επιλογή θέσεις είναι έντεκα ή δώδεκα σε δικαστήρια των πενήντα περίπου δικαστών, δεν πρόκειται για επιλογή ηγεσίας αλλά για μια, νεοφεουδαρχικής λογικής, διανομή οφικίων. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι παντελώς ανύπαρκτος, παρότι θα μπορούσε και θα όφειλε να ασκείται για μη δικαιοδοτικές ενέργειες των επιλεγμένων από την κυβέρνηση. Ο επιστημονικός έλεγχος τείνει να είναι πλαδαρός, επιδερμικός, κομφορμιστικός. Αυστηρή, ακόμα και οξεία, κριτική στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, για παράδειγμα, έχουμε να δούμε από την εποχή του Φαίδωνα Βεγλερή, πολλές δεκαετίες πριν. Η δημόσια κριτική των δικαστικών αποφάσεων, η κορωνίδα του συνταγματικού ελέγχου της δικαστικής εξουσίας και το πραγματικό θεμέλιο της δημοκρατικής νομιμοποίησής της, αποθαρρύνεται και απαξιώνεται από το δικαστικό σώμα, που δεν χάνει την ευκαιρία να τη στοχοποιεί ως επίθεση στην ανεξαρτησία του με το σκεπτικό ότι δεν είναι «επιστημονική» κριτική από «ειδικούς».
Κλείνω με μια προτροπή: Στο τέλος του χρόνου οι δικαστικές ενώσεις ας μοιράσουν στα μέλη τους, αντί ημερολογίου, το βιβλίο του Κώστα Δουζίνα – είναι ευσύνοπτο και ευκολοδιάβαστο. Θα ωφεληθούν πολλαπλά.
Ακρίτας Καϊδατζής
Αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
Διαβάστε επίσης: Πόσο κόστισε τελικά η εξέδρα; Έστω και σε άλλη …ημερομηνία
Διαβάστε επίσης: “Ναι” της Περιφέρειας για πλωτή προβλήτα μπροστά απο τα ξενοδοχεία του ομίλου Mitsis στο Φαληράκι – Αναστατωμένοι οι κάτοικοι