Περίμενε να ‘ρθει το βράδυ˙
ένα κτύπημα, σα σύνθημα
στην πόρτα ν ακουστεί˙
κάποιον σίγουρα περιμένει
ποιον ;
δεν του ‘ρχεται στο μυαλό
μα μέσα του το πιστεύει
πως κάποιον θα δει.
κάποιος μετά από καιρό
ποιος ξέρει
στη θύμηση του θα ήρθε
Ίσως τον πεθύμησε
η ίδια η ζωή.
Το πρόσωπο του
άστραψε
αίφνης χαμογέλασε˙
για την πόρτα ξεκίνησε˙
εκεί και θα περίμενε
εκεί θα σταθεί
γεμάτος αγωνία˙
δυο βήματα
να κάμει πρόλαβε˙
δυο μικρά βήματα
και τότε θυμήθηκε
πως πόρτα δεν είχε,
κανέναν δε περίμενε˙
μόνος ήταν
στη ζωή,
ζωή, ίσως και να μην είχε.
Γιώργος Χατζηδιάκου