Κανείς δεν ξεκινά να ζωγραφίζει με σκοπό να κρατήσει ζωντανή την Ιστορία. Κι όμως, αυτό έκανε ο Βάλιας Σεμερτζίδης. Ο μικρός πρόσφυγας από το Κρασνοντάρ, που έφτασε στην Ελλάδα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, πέρασε από τις αίθουσες της Σχολής Καλών Τεχνών και τα μαθήματα του Παρθένη, στη φωτιά της Αντίστασης και στη σιωπή των βουνών, όπου το κάρβουνο έγινε μνήμη και η στέρηση μορφή.
Στην Κατοχή δεν ζωγράφιζε για να εκθέσει. Ζωγράφιζε για να μη χαθούν. Τα μάτια του αποτύπωναν πείνα, αντίσταση, θάνατο. Οι άνθρωποι που ποζάρουν στα σκίτσα του δεν ήταν μοντέλα – ήταν άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα, λίγα λεπτά μετά το πέρασμα του μολυβιού. Ο Σεμερτζίδης βρέθηκε στην καρδιά του ΕΑΜ, ζωγραφίζοντας τον ίδιο τον λαό που προσπαθούσε να επιβιώσει, ακόμα και με λίγη ελπίδα.
Στις Κορυσχάδες, την ώρα που συνέρχεται το Εθνικό Συμβούλιο, εκείνος δεν οπλοφορεί. Αντί για όπλο, κρατάει το μολύβι. Σκίτσαρε τους αγωνιστές, τους απλούς ομιλητές, τον κόσμο. Έβαλε ημερομηνίες, ονόματα, τοποθεσίες – σαν να ήξερε ότι κάποιος, κάποτε, θα θελήσει να θυμηθεί. Τα σχέδια του Σεμερτζίδη από εκείνες τις μέρες θεωρούνται σήμερα από τις σημαντικότερες ιστορικές μαρτυρίες της Αντίστασης.
Μετά τον Πόλεμο, πήρε όλα εκείνα τα πρόσωπα και τα έκανε συνθέσεις. Τα έργα μεγάλωσαν, πήραν χρώμα, έγιναν λαδοτέμπερες, χαρακτικά. Τα μαύρα περιγράμματα του τσίγκου και του χαλκού μετουσιώθηκαν σε μορφές γεμάτες φως. Εκείνος όμως δεν ξέχασε ποτέ. Ο αντάρτης και ο εργάτης έγιναν για πάντα οι ήρωες της ζωγραφικής του.
Κι ύστερα, σαν να ήθελε να εξαγνίσει το βλέμμα του, έφυγε για τη Ρόδο. Εκεί, όλα ήταν φως. Ο ουρανός, τα νησιώτικα σπίτια, τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ζωγράφιζε λιόδεντρα, θάλασσες, δρόμους χωρίς αίμα. Αλλά στο χέρι του υπήρχε πάντα κάτι από εκείνο το πένθιμο μολύβι που είδε τον λιμό, την παγωμένη ανάσα του θανάτου, τον βουβό αποχαιρετισμό στην Αθήνα του 1943.
Ο Βάλιας Σεμερτζίδης πέθανε στην Αθήνα, αλλά η ψυχή του έμεινε κάπου ανάμεσα στα Άγραφα και στο ροδιακό φως. Ένας ζωγράφος που δεν διάλεξε στρατόπεδο για δόξα, αλλά για να αποτυπώσει με σκληρή αγάπη τον άνθρωπο την ώρα που ζει ή που φεύγει.
Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
Πηγή: sportime.gr