Πρόγραμμα Erasmus+
- Η ιδέα, το πρόγραμμα, η εφαρμογή. Ποιος είναι ο αντίκτυπος
- Γιατί οι φοιτητές καλούνται να απαλλαγούν από τις σωστικές τους τοποθετήσεις;
Γράφει ο Καστανάκης Κωνσταντίνος
Δημοσιογράφος
Η ιδέα για τη δημιουργία του πρωτοποριακού προγράμματος Erasmus+ ήταν πραγματικά ονειρική και επιτυχημένη. Ξεκίνησε το 1987 με τη συμμετοχή 3.200 μαθητών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Βασίστηκε στην ιδέα της προώθησης της κινητικότητας, της διαπολιτισμικής ικανότητας και της ευρωπαϊκής διάστασης και εξακολουθεί να θεωρείται ακόμη και σήμερα το κορυφαίο πρόγραμμα συνεργασίας στην εκπαίδευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει επεκταθεί σε περισσότερα από 30 κράτη μέλη και επιτρέπει στους φοιτητές να σπουδάσουν ένα ή δύο εξάμηνα σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και να λάβουν οικονομική ενίσχυση κατά την παραμονή τους. Το πρόγραμμα προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για ανταλλαγή προσωπικού μεταξύ πανεπιστημίων, επιτρέποντας τη δημιουργία συνεργασιών, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και την ανάπτυξη κοινών ερευνών.
Το Erasmus+ μετράει 36 χρόνια «ζωής» και έχει χρησιμοποιηθεί από 12 εκατομμύρια συμμετέχοντες, ενώ σήμερα επωφελούνται περίπου 300.000.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να αποκτήσει τη σημερινή της οντότητα, πέρασε από διάφορα στάδια, μέρος μίας μακράς διαδικασίας που χρονολογείται από το 1946. Τότε καταγράφεται η πρώτη ιστορική προσπάθεια, με νωπές τις μνήμες του 2ου παγκοσμίου πολέμου από τον Άγγλο πολιτικό, Γουίνστον Τσόρτσιλ. Στον ιστορικό λόγο που εκφώνησε το 1946 στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης στην Ελβετία, αναφέρθηκε «στην ανάγκη συνεργασίας των λαών και τη δημιουργία δομής, ικανή να εξασφαλίσει την ειρήνη». Δύο χρόνια αργότερα και αφού προηγήθηκε η εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, για την ανοικοδόμηση της καταστρεμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης, προϋπόθετε τη συνεργασία των κρατών για τη σωστή και δίκαιη διαχείριση των χρημάτων. Όμως το πρώτο ουσιαστικό βήμα καταγράφεται το 1948 με τη δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Ακολούθησαν τρεις ακόμη σημαντικές συνθήκες, μεταξύ αυτών η συνθήκη της Ρώμης 1957, ωσότου φτάσουμε στη συνθήκη του Μάαστριχτ 1992, που έδωσε «σάρκα και οστά» σε αυτό που λέμε σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συνθήκη που δημιούργησε την ΕΕ υποστήριξε την ιδέα της ελεύθερης κυκλοφορίας φοιτητών και ερευνητών στην ευρύτερη σφαίρα της Ευρώπης. Αργότερα, η αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ για το 2020 υπογράμμισε τη σημασία της επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και της διεθνοποίησης, με την κινητικότητα να αποτελεί ένα από τα «κλειδιά» για τον Ευρωπαϊκό χώρο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό το πρόγραμμα αποτελεί μία δημοφιλή και επιτυχημένη πρωτοβουλία της ΕΕ, που χορήγησε υποτροφίες για την προώθηση της κινητικότητας των φοιτητών και του προσωπικού, για την ανάπτυξη διαπολιτισμικών ικανοτήτων, όπως και για την προώθηση της ευρωπαϊκής διάστασης. Η μεγάλη ώθηση που δόθηκε στο Erasmus+ του προσέδωσε τεράστια δημοτικότητα και αναγνώριση εντός και εκτός των συνόρων της ευρωζώνης. Παράλληλα, ενθάρρυνε τους συμμετέχοντες να εξοικειωθούν με διαφορετικούς πολιτισμούς, ήθη, έθιμα, να μάθουν ξένες γλώσσες και να γνωρίσουν έναν διαφορετικό από τον δικό τους τρόπο ζωής. Η δημιουργία μίας περισσότερο συνεκτικής και ανοιχτής κοινωνίας, η διεθνοποίηση των πανεπιστημίων και γενικότερα της εκπαίδευσης και η δημιουργία μίας περισσότερο ανταγωνιστικής οικονομίας στα όρια της ευρωζώνης, είναι ορισμένα από τα οφέλη της συμβολής του προγράμματος σύμφωνα με έρευνες του τμήματος Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Pablo de Olavide της Σεβίλλης. Ο προσανατολισμός της ΕΕ για την προώθηση της διεθνούς κινητικότητας και της συνεργασίας των ευρωπαϊκών κρατών στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διακρίνεται και μέσα από την αύξηση του προϋπολογισμού του προγράμματος 2021-2027 που δίνει έμφαση στην κοινωνική ένταξη, στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και στην προώθηση και συμμετοχή των νέων στον δημοκρατικό βίο.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του προγράμματος, η Ισπανία βρίσκεται στην κορωνίδα των δημοφιλέστερων χωρών του Erasmus+. Ειδικότερα την περίοδο 2014-2020, έλαβε το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας και συγκεκριμένα 1,68 δισεκατομμύρια ευρώ, που έδωσαν τη δυνατότητα σε φοιτητές από όλο τον κόσμο να ταξιδέψουν για σπουδές ή πρακτική άσκηση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η Εθνική Μονάδα Υλοποίησης του προγράμματος Erasmus+ στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι μόνο για την περίοδο 2014-2020 η χώρα μας έλαβε περισσότερα από 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ για την υλοποίηση δράσεων του προγράμματος, όπως ανταλλαγές φοιτητών, καθηγητών και νέων επαγγελματιών και συμμετοχή σε εταιρικές σχέσεις και συναντήσεις.
Η επίδραση του προγράμματος στη διαπολιτισμική ικανότητα των φοιτητών, έχει αναδείξει την ικανότητά τους να αλληλεπιδρούν και να αφομοιώνουν στοιχεία των πολιτισμών και τις κουλτούρας των χωρών που διαμένουν. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές καταγραφές που τονίζουν ότι το Erasmus+ δεν είναι απόλυτα αποτελεσματικό στους στόχους διαπολιτισμικής ικανότητας.
Αρκετοί ερευνητές για να κατανοήσουν και να εξηγήσουν την στάση και την συμπεριφορά των φοιτητών και γενικότερα των κοινωνικών ομάδων, δηλαδή πως αυτές βιώνουν και εμπλέκουν την πολιτισμική διαφορά, χρησιμοποιούν το Μοντέλο Διαπολιτισμικής Ευαισθησίας (DMIS) του Δρ. Milton Bennet (1986,1993,2004,2013). Διακρίνεται σε έξι επίπεδα και αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο μέτρησης των στάσεων αυτών. Διότι, λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στις προκαταλήψεις και τον κοινωνικό ρατσισμό, στην αλληλεπίδραση που ασκείται από τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν το πλαίσιο των σύγχρονων «ανοικτών» διαπολιτισμικών κοινωνιών, όταν δηλαδή συνυπάρχουν σε μία κοινή γεωγραφική περιοχή. Ακόμη, λειτουργεί και ως διεπιστημονικό εργαλείο, για να διερευνηθούν και να εξηγηθούν επιστημονικά, οι συμπεριφορές των ανθρώπων και οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους κατά την πρόσμιξή τους, με αναγκαία προϋπόθεση την υιοθέτηση της δημοκρατικής αρχής του πλουραλισμού. Κάποιες άλλες μελέτες, υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα Erasmus+ δεν επιτυγχάνει πάντα τους στόχους του για διαπολιτισμική ικανότητα. Και αυτό συμβαίνει, διότι κάποιοι φοιτητές επηρεάζονται περισσότερο από την κουλτούρα των συμφοιτητών τους (πιθανόν να είναι και από την ίδια χώρα), παρότι από τη χώρα που τους φιλοξενεί. Σε αυτή την περίπτωση η επίδραση του προγράμματος στη διαπολιτισμική ικανότητα αναφέρεται ως περιορισμένη, όμως δεν αφορά εξ ολοκλήρου το πρόγραμμα, αλλά περισσότερο τη στάση των φοιτητών.
Αυτή η άντληση συμπεράσματος, δε σημαίνει ότι το πρόγραμμα δεν αποτελεί μία σημαντική πρωτοβουλία διεθνούς κινητικότητας και διάδοσης πολιτισμικών αξιών εντός της Ευρώπης και έξω από αυτήν. Σημαίνει πως οι φοιτητές πρέπει να κατανοήσουν τη διαφορετικότητα των άλλων κατασκευών και την αμοιβαία κατανόηση της συνύπαρξης. Αυτός ο αναστοχασμός μπορεί να μην είναι ό, τι πιο εύκολο θα τους έχει συμβεί, διότι καλούνται να σταθούν έξω από τον εαυτό τους και να κατανοήσουν ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα περιβάλλοντα, με τον πιο αντικειμενικό τρόπο. Όμως, πράγματι αξίζει να γίνει αυτή η προσπάθεια, διότι πρόκειται για μία διαδικασία στην οποία οφείλουν να εισέλθουν, ώστε να βιώσουν κάτι απαλλαγμένο από τις σωστικές τους τοποθετήσεις.
Πηγές:
- Bennett, M. (1986). A developmental approach to training for intercultural sensitivity. International Journal of Intercultural Relations 10, no.2: 179-95.
- European Commission. (2014). Erasmus+ statistics and factsheets. https://erasmus-plus.ec.europa.eu/el/resources-and-tools/statistics-and-factsheets