Προφυλακιστέος κρίθηκε μετά την απολογία του ο 59χρονος ομογενής από τη Γεωργία, ο οποίος κατηγορείται για κατασκοπεία στην Αλεξανδρούπολη.
Ο 59χρονος απολογήθηκε σχετικά με τη βιντεοσκόπηση και φωτογράφιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων αλλά και για το γεγονός πως έστελνε τις συγκεκριμένες φωτογραφίες και βίντεο μαζί με επεξηγήσεις μέσω κρυπτογραφημένης εφαρμογής στον άνθρωπο που τον στρατολόγησε.
Πώς έγινε στρατολόγησή του
Η στρατολόγησή του έγινε, σύμφωνα με πληροφορίες, στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου στην Αλεξανδρούπολη. Ο στρατολόγος, με ποινικό παρελθόν και δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα, είχε τεθεί στο μικροσκόπιο της ΕΥΠ ήδη από τον Αύγουστο του 2024 και μέχρι τον Φεβρουάριο εντοπιζόταν στη Θεσσαλονίκη.
Έπειτα εξαφανίστηκε από τη χώρα, ενώ αργότερα συνελήφθη στη Λιθουανία. Οι Αρχές της Βαλτικής δεν επιβεβαιώνουν αν πρόκειται για συνεργάτη της GRU, ωστόσο οι ελληνικές υπηρεσίες έχουν ενδείξεις για τον ρόλο του.
Ο 59χρονος δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις Αρχές στο παρελθόν. Από την έρευνα στο κινητό του, όμως, προέκυψε ότι επισκεπτόταν επίμαχες στρατιωτικές περιοχές στην Αλεξανδρούπολη κάθε δύο με τέσσερις ημέρες, παριστάνοντας τον τουρίστα και καταγράφοντας οπτικό υλικό με φορτία που προορίζονταν για την Ουκρανία. Δεν χρησιμοποίησε άλλο εξοπλισμό, μόνο το τηλέφωνό του. Εμφανιζόταν ιδιαίτερα πρόθυμος, δηλώνοντας ότι θέλει να βοηθήσει «τη μαμά πατρίδα», αδιαφορώντας για το ποσό της αμοιβής.
Έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμα υποθέσεις
Η υπόθεση αυτή έρχεται να προστεθεί σε άλλες δύο που είχαν ήδη προκαλέσει ανησυχία στις ελληνικές αρχές.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», το 2023 αποκαλύφθηκε ότι μια γυναίκα με το όνομα «Μαρία Τσάλλα» που ζούσε στο Παγκράτι και διατηρούσε κατάστημα με είδη πλεξίματος, ήταν στην πραγματικότητα η Ρωσίδα κατάσκοπος, Ιρίνα Σ. Ζούσε στην Ελλάδα με πλαστά στοιχεία και ελληνικά ταξιδιωτικά έγγραφα, τα οποία είχε αποκτήσει με δόλιο τρόπο, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία νεκρού βρέφους από το ληξιαρχείο Αμαρουσίου. Όταν η υπόθεσή της ήρθε στο φως, είχε ήδη επιστρέψει στη Ρωσία μαζί με τον σύντροφό της, επίσης κατάσκοπο, ο οποίος είχε βρεθεί στη Βραζιλία.
Την ίδια χρονιά, ο υπουργός Εσωτερικών της Αυστρίας ανακοίνωσε τη σύλληψη «Ρώσου κατασκόπου» στα περίχωρα της Βιέννης. Επρόκειτο για τον 39χρονο Αλέξανδρο, Ελληνορώσο, γιο πρώην πράκτορα που δρούσε με διπλωματική κάλυψη. Είχε λάβει ελληνική ιθαγένεια το 2005, ενώ η μητέρα του είχε εγγραφεί ως παλιννοστούσα ήδη από το 1998. Κατά την έρευνα στο σπίτι του εντοπίστηκαν συσκευές αντιπαρακολούθησης, κοριοί και αλεξίσφαιρο γιλέκο.
Η ΕΥΠ φαίνεται πλέον να αντιμετωπίζει έναν νέο τύπο απειλής: όχι τον εκπαιδευμένο κατάσκοπο με τον χαρτοφύλακα, αλλά τον καθημερινό πολίτη που στρατολογείται χωρίς υποψίες – με κινητό στο χέρι και έναν πρόθυμο σκοπό.
Εγείρεται θέμα εθνικής ασφάλειας
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Λιθουανοί ενημέρωσαν την Αθήνα πως βρήκαν ύποπτα στοιχεία στο κινητό τηλέφωνο του συλληφθέντα τους και κατόπιν ενημερώθηκε και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών η οποία έφθασε με τη σειρά της στα ίχνη του ομογενή. Μάλιστα το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν κενά ασφαλείας καταδεικνύεται και από την πληροφορία ότι ο συλληφθείς στη Λιθουανία διέμενε και αυτός για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών στην Ελλάδα.
Ο 59χρονος Γεωργιανός φέρεται να διατηρούσε χαμηλό προφίλ στις κοινωνικές του συναναστροφές, ενώ κατοικούσε μόνιμα στην Αλεξανδρούπολη, έχοντας την ευχέρεια να φωτογραφίζει με ευκολία υποδομές εντός του λιμανιού της πόλης, πέραν του στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Θυμίζουμε ότι από την ακριτική περιοχή τα τελευταία δύο χρόνια μεταφέρεται συνεχώς εξοπλισμός από τη Δύση για το μέτωπο της Ουκρανίας.