Γενικότερα, η σφεντόνα εμφανίζεται πρώτη φορά περίπου το 10.000 π.Χ. και τα πρώτα βλήματα σε χρήση ήταν σφαιρικά. Αργότερα απέκτησαν δικωνικό σχήμα ή ωοειδές. Το υλικό των βλημάτων ήταν πέτρα, πηλός, σίδερο, και μολύβι. Μεγάλη αποτελεσματικότητα είχε η χρήση τους κυρίως σε πολιορκίες αφού σαν τηλεβόλα όπλα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα από μακριά. Η πρώτη απεικόνιση σφενδονητών στον ελληνικό χώρο βρίσκεται σε ένα ρητό που χρονολογείται το 1500 π.Χ και προέρχεται από τις Μυκήνες.
Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ανάμεσα στα έθνη που είχαν παράδοση στους σφενδονήτες και συχνά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο πεδίο της μάχης ήταν οι Αχαιοί, οι Αιτωλοί, οι Ακαρνανείς, οι Αργίτες, οι Πέρσες, οι Ρόδιοι, οι Σικελιώτες, οι Σύριοι, οι Θεσσαλείς και οι Θρακιώτες. Τα βλήματα που εκτόξευε ένας σφενδονήτης έφθαναν ακόμα και ταχύτητα 60χλμ/ώρα και πολύ πιο μακριά σε σχέση με τα τόξα και τα ακόντια, έτσι ώστε πολύ εύκολα μπορούσαν να φέρουν πλήγμα στον εχθρό.
Γενικότερα, οι σφενδονήτες εμπλέκονταν στη μάχη αρκετά νωρίς ακριβώς γιατί ο τρόπος που πολεμούσαν μπορούσε να επιφέρει άμεση σύγχυση και αποδιοργάνωση στις γραμμές του αντιπάλου και για αυτό το λόγο βρίσκονταν συνήθως μπροστά από τη φάλαγγα. Μετά το αρχικό κύμα της επίθεσης, συνήθως υποχωρούσαν στα μετόπισθεν όπου και τα φύλαγαν.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στην αρχαία Ελλάδα όσοι συμμετείχαν στον πόλεμο ήταν υποχρεωμένοι με δικά τους έξοδα να αγοράζουν τον εξοπλισμό τους τότε καταλαβαίνουμε και το λόγο που όσοι έπαιρναν μέρος στη μάχη στο σώμα των σφενδονητών ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ο εξοπλισμός ενός σφενδονήτη ήταν απλός και χωρίς μεγάλο κόστος.
Τις παραμονές της Αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία το 415 πΧ, ο στρατηγός Νικίας ζήτησε να έρθουν μαζί του περισσότεροι σε αριθμό σφενδονήτες (700) από τους τοξότες που τελικά στάλθηκαν μαζί του (400).
Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το άριστο ιππικό σώμα που διέθετε ο αντίπαλος στο οποίο η ρίψη βλημάτων μπορούσε να το αποδιοργανώσει άμεσα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στην τελική σύγκρουση του Αθηναϊκού στόλου εναντίον του Σικελικού το 413 π.Χ. και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν αμφίβιους-καταδρομείς σφενδονήτες. Εκείνοι, είτε έφεραν πλήγματα στον αντίπαλο πάνω από πλοίο, ή πλησίαζαν μυστικά μέσα στο νερό το εχθρικό πλοίο.
Ο Ξενοφώντας τους τοποθετεί στην κατώτερη θέση των δυνάμεων ξηράς και στο έργο του Κύρου Παιδεία σημειώνει ότι η σφεντόνα είναι το όπλο που αρμόζει σε έναν δούλο (το όπλον δουλικώτατον). Να σημειώσουμε ότι μαζί με τους πελταστές, ακοντιστές, τοξότες και εκείνοι που συμμετείχαν ρίχνοντας λίθους στον εχθρό, οι σφενδονήτες ανήκαν στα ελαφρά οπλισμένα σώματα μάχης.
Ο Πλάτωνας στο έργο του Νόμοι (8.8.34α) θεωρεί ότι θα ήταν καλό για τις πόλεις να θεσπίσουν αγώνες ρίψης λίθων, είτε με το χέρι είτε με τη χρήση σφεντόνας σαν εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες.
Ο Δημοσθένης για να αμαυρώσει το προφίλ του αντίδικού του Χαρίδημου, αναφέρει στο δικαστήριο ότι στην αρχή της καριέρας του είχε υπηρετήσει στο σώμα των σφενδονητών.
Η χρήση της σφενδόνας για πολεμικούς σκοπούς απαιτούσε μαζικότητα, μαζικές βολές και μεγάλα σώματα που να μπορούν να ρίχνουν, κατ ουσίαν, ομοβροντίες…Η σφενδόνη αποτελείτο από έναν δερμάτινο ιμάντα, πεπλατυσμένο στη μέση. Στο πεπλατυσμένο σημείο τοποθετούνταν το βλήμα. Κατόπιν ο σφενδονήτης περιστρέφει τη σφενδόνη με ταχύτητα και την κατάλληλη στιγμή άφηνε τη μία άκρη του ιμάντα. Το βλήμα, χάρις στην φυγόκεντρο δύναμη έφευγε με μεγάλη ταχύτητα προς τον εχθρό. Αρχικά τα βλήματα ήταν λίθινα ή από ψημένο πηλό. Αργότερα όμως υιοθετήθηκαν μολύβδινα προκατασκευασμένα σε ελλειψοειδές σχήμα βλήματα, τα οποία είχαν καλύτερη αεροδυναμική και άρα μεγαλύτερο βεληνεκές και φονική ικανότητα. Ένας καλός σφενδονήτης ήταν ικανός να πλήξει αντίπαλο σε απόσταση ως και 100 μέτρων με μεγάλη ακρίβεια. Το βάρος του βλήματος της σφενδόνης έφτανε αρχικά τα 30 γραμμάρια. Ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας αύξησε το βάρος στα 80 γραμμάρια. Οι σφενδονήτες ήταν ο πλέον επικίνδυνος για το βαρύ πεζικό τύπος ψιλών.
Ήταν ιδιαιτέρως δραστικό όπλο κατά του βαρέως πεζικού, ικανό να διαπεράσει τις ασπίδες, αλλά και τους θώρακες των Ρωμαίων λεγεωνάριων, εναντίον των οποίων κυρίως χρησιμοποιήθηκε. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ιδιαίτερα τα μολύβδινα βλήματα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρά τραύματα, ακόμα και το θάνατο.
Εξίσου αποτελεσματικό ένα σώμα σφενδονητών μπορούσε να είναι σε δύσβατες ή βραχώδεις περιοχές όπου το πεζικό είχε δυσκολία να πάρει γρήγορα στρατηγική θέση μάχης. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους το ίδιο σώμα είχε μεγάλες επιτυχίες σε εκείνες τις μάχες που έπαιρναν μέρος ελέφαντες αφού μπορούσαν να φέρουν σοβαρά πλήγματα στα ζώα ή να τα τρομάξουν και να τα θέσουν εκτός μάχης πολύ γρήγορα και από μακριά.
Η σφενδόνη συνέχισε να χρησιμοποιείται ως όπλο για πολλούς αιώνες, τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα μ.Χ. από τους Έλληνες.’
Αναφορά για τους Ρόδιους σφενδονιστές γίνετε από τον Ξενοφών, στην Κάθοδο των Μυρίων σελίδα 48 του Παντελή-Καρύκα :
“Mπορούσαν να ανταποδώσουν τα πλήγματα γιατί οι ψιλοί Κρήτες τοξότες και πίσω από τους οπλίτες ευρίσκοντο – αρά μόνο υπερκείμενη βολή μπορούσαν να εκτελέσουν – και τα τόξα τους έριχναν μικρότερα βέλη – έχοντα άρα μικρότερο των περσικών βεληνεκές. Για να ανακουφιστούν λίγο οι Έλληνες της οπισθοφυλακής εξόρμησαν κατά των εχθρών.Όπως ήταν λογικό όμως δεν μπόρεσαν να έρθουν σε επαφή με τους ταχύτερους εχθρούς, οι οποίοιόμως εξακολουθούσαν να βάλουν και να πλήττουν τους Έλληνες ακόμα και κατά την υποχώρηση τους. Λόγω της παρενόχλησης των εχθρών, λοιπόν,οι Έλληνες μόλις 5 χιλιόμετρα κατόρθωσαν να διανύσουν εκείνη την ημέρα. Επιτέλους, αργά το απόγευμα ο στρατός έφτασε σε μια συστάδα χωριών, στα οποία θα μπορούσαν να αναπαυθούν. Την ώρα που οι στρατιώτες προσπαθούσαν να συνέλθουν και να ξεκουραστούν οι στρατηγοί τους αγρυπνούσαν. Αφού εντόπισαν τις αδυναμίες τους αποφάσισαν να συγκροτήσουν τμήματα σφενδονητών, από τους υπηρετούντες στο στράτευμα Ρόδιους – οι Ρόδιοι ήταν οι καλύτεροι σφενδονήτες του αρχαίου κόσμου – και τμήμα ιππέων. Αμέσως μετά τη λήψη των αποφάσεων οι στρατηγοί έσπευσαν να τις υλοποιήσουν. Έτσι συγκροτήθηκε ένα σώμα 200 Ροδίων σφενδονητών και 50 ιππέων. Διοικητής των τελευταίων ορίστηκε ο Αύκιος ο Αθηναίος. Οι Ρόδιοι σφενδονήτες χρησιμοποιούσαν μολύβδινα βλήματα, επιτυγχάνοντας μεγαλύτερο βεληνεκές και ακρίβεια βολής από τους Πέρσες συναδέλφους τους, οι οποίοι έρριπταν λίθινα βλήματα….”
Και στην σελίδα 49 διαβάζουμε την μεγάλη ευστοχία των Ρόδιων σφενδονητών…
“Ο κίνδυνος για τους Έλληνες ήταν μεγάλος. Ο Τισσαφέρνης, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατο για τους ιππείς του να διασπάσουν το ελληνικό τετράπλευρο, δεν διακινδύνευσε να δώσει μάχη. Αρκέστηκε να παρενοχλεί τους Έλληνες με το ελαφρύ του ιππικό και τους ψιλούς του. Σε αυτούς όμως απάντησαν οι Ρόδιοι σφενδονήτες και οι Κρήτες τοξότες. Ήταν δε τόσο το πλήθος των εχθρών, ώστε και να ήθελαν οι Έλληνες να αστοχήσουν δεν θα μπορούσαν. Οι Ρόδιοι έκαναν θραύση στους εχθρούς με τα μολύβδινα βλήματα τους και οι Κρήτες, έχοντας διαπιστώσει ότι τα βέλη τους υστερούσαν στην επίτευξη μεγάλου βεληνεκούς, έπαιρναν τα περσικά βέλη, τα οποία ήσαν μακρύτερα και τα ξανα έστελναν στους αποστολείς τους! Οι Κρήτες έβαλλαν υπερκείμενες βολές, σε καμπύλη τροχιά, εκμεταλλευόμενοι…”