Οταν οι Ελληνες ξεριζώνονταν από το μικρασιατικό χωριό που τώρα πουλάει ολόκληρο η Τουρκία –Ιστορίες από το ταξίδι της προσφυγιάς [εικόνες]
Οδοιπορικό μνήμης, ιστορίας και πολιτισμού στο χωριό που πωλεί σήμερα η Τουρκία. Το Λιβίσι που μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 ήταν ένα ελληνικό χωριό, σήμερα «ρημάζει» και διατίθεται προς πώληση.
Η εφημερίδα «Καθημερινή» σε ρεπορτάζ της στη γειτονικής Τουρκία, αλλά και στη Νέα Μάκρη όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από τη Μάκρη (Φέτιγιε) και το Λιβίσι (Καγιάκιοϊ), φέρνει στο φως μνήμες που οι κοινωνίες και των δύο χωρών έχουν κρύψει κάτω από το χαλί.
Στη Νέα Μάκρη, η 72χρονη Δέσποινα Μαυρίκου ζει με τις ιστορίες της Λιβισιανής γιαγιάς που τη μεγάλωσε. Η μητέρα της εγκατέλειψε το χωριό σε ηλικία επτά ετών. Η ίδια ένιωθε πάντα να είναι δεμένη με έναν τόπο που δεν είχε ποτέ επισκεφθεί, παρά μόνο μία φορά, το 2009. «Η γιαγιά μου δεν μιλούσε για αυτά, στεναχωριόνταν και έκλαιγε. Έλεγε “μας έδιωξαν από την πατρίδα μας χωρίς να φταίμε για κάτι”» εξομολογείται στον δημοσιογράφο της Καθημερινής.
Στις διηγήσεις των δικών της, το Λιβίσι ήταν ένα ονειρεμένο μέρος. «Είχε πολλές γειτονιές, πολλές εκκλησιές (…). Είχε και Τούρκους, τα περνούσαν πολύ καλά με τους γείτονές τους». Τα προβλήματα για τους κατοίκους της περιοχής ξεκίνησαν λίγα χρόνια πριν από τη μικρασιατική καταστροφή. Ακόμα και τότε, όμως, οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στο χωριό παρέμειναν πολύ ισχυρές. «Η γιαγιά μου ήταν χήρα (…). Είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο. Κάποια στιγμή την έστειλαν εξορία με τη μάνα μου (σσ. που ήταν μωρό). Τις άλλες δύο κόρες – η τρίτη ήταν παντρεμένη- τις άφησε στον Τούρκο (σσ. γείτονα). Που να τις πάει, φοβόταν. Της λέει “εγώ θα τις κρατήσω και θα τις έχω σαν παιδιά μου”. Τις κράτησε, ντυθήκαν τουρκαλίτσες και έμεναν στο σπίτι του Τούρκου. Και είχε πάει ένας φίλος του γιου του και τις κοίταξε. Ήξερε ότι έχει δύο κόρες, πώς είχαν γίνει τέσσερις; Και του λέει εκείνος, ο πατέρας “αυτό που είδες να το ξεχάσεις”. Γύρισε η γιαγιά μετά από 6 μήνες και τις μάζεψε πάλι».
Το 1922 ανακοινώθηκε στον ελληνικό πληθυσμό του Λιβισίου ότι θα έπρεπε να το εγκαταλείψει. «Τους είπαν, “θα πάτε στην πατρίδα σας και θα φάτε μακαρόνια με τρύπες κι εμείς θα σας περιμένουμε, θα ξαναγυρίσετε. Να κλειδώσετε τα σπίτια σας και να φύγετε”. Η γιαγιά έβαλε μια “τύπωση”, που κάνουν το πρόσφορο, το κλειδί και μια αλλαξιά ρούχα σε ένα μπόγο και τον κρέμασε στο λαιμό της. Είχε μια Τουρκάλα που ήταν 20 χρόνια συνέταιροι στα χωράφια. Τα είχανε πάρα πολύ καλά. Της λέει εκείνη “Δέσποινα, άμα αργήσεις την κατσίκα σου τι να την κάνω;” “Να την αρμέγεις να παίρνεις το γάλα”. “Να πάρω και την τριανταφυλλιά σου;”. “Να την πάρεις”».
Γνωρίζοντας ότι δεν επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους πολύτιμα αντικείμενα, οι Έλληνες τα άφησαν στους Τούρκους γείτονές τους. «Ο παππούς δούλευε πολλές φορές στη Σύμη και μάλιστα τη θεία μου την είχε βαφτίσει μια Συμιακιά. Ήξερε ο Τούρκος ότι η γιαγιά είχε νταλαβέρια με τη Σύμη. Και όταν έφυγε του άφησε ένα σακούλι με τα χρυσά. Ατσίζ Αγά τον λέγανε. Της είπε, “Δέσποινα, αν ζήσω και δεν πεθάνω, τα χρυσά σου θα τα πάρεις”. Και της είπε “ράφτα με μια κλωστή κόκκινη, για να ξέρεις ότι είναι με τα δικά σου τα ραψίματα”. Και την ειδοποίησαν (σσ. μετά από καιρό) τη γιαγιά και πήγε και τα πήρε από τη Σύμη τα χρυσά της. Ο Τούρκος της τα πήγε, δεν πήρε ο άνθρωπος τίποτα».
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. «Η γιαγιά μου (σσ. με τις 4 κόρες) κατέβηκε στη Μάκρη με τα πόδια, 8 χιλιόμετρα και έφυγε την άλλη μέρα με ναυλωμένο καράβι (…). Ήταν οι πρώτοι που φύγανε (…). Η μάνα μου με μια πρώτη της ξαδέρφη -που είχε και αυτή το όνομα Σεβαστή- μπήκαν στη σειρά (σσ. για το πλοίο) γιατί μια γυναίκα έψαχνε τις γυναίκες αν είχαν χρυσά πάνω τους και έναν άντρα που έψαχνε τους άντρες. Και έβλεπε ότι έπαιρναν ό,τι χρυσό είχανε. Και λέει η μάνα μου, “Σεβαστή, τα σκουλαρίκια μας θα τα πάρουν. Τα βγάζουμε να τα πετάξουμε στη θάλασσα”; Τα έβγαλαν λοιπόν, τα έκαναν κρίκους, τα πέταξαν στη θάλασσα και τα κοίταζαν καθώς βυθίζονταν, μέχρι να κατέβουν στον πάτο».
Το πλοίο έφυγε από τη Μάκρη για τον Πειραιά. «Το εισιτήριο ήταν μια λίρα το άτομο (…). Ήρθαν στον Πειραιά (…) Ένας από την επιτροπή την προσφυγική ήθελε μια θεία μου. Και λέει στη γιαγιά, αν μου δώσεις (σσ.για γυναίκα) την κόρη σου, θα σας πάω σε ένα μέρος που θα ζήσει καλά γιατί έχει θάλασσα. Του λέει εκείνη: “μόνο τα ρούχα που φοράει έχει. Δεν έχει τίποτα άλλο. Λέει αυτός, “γιατί, έχω εγώ;”. Κι έτσι ήρθαν εδώ τη Νέα Μάκρη (…). Δεν ήρθαν όλοι μαζί, πρώτα ήρθαν 93 οικογένειες (…). Ήταν τυχεροί γιατί έγινε η αποκατάσταση σύντομα. Τους έδωσαν μια σκηνή και μια κατσίκα για να πίνουν γάλα. Και μετά, άρχισαν το Γολγοθά».
Το πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής στο Λεβίσι για την κ. Μαυρίκου έγινε το 2009, τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της. «Πετούσα, δεν περπατούσα. Πέρασαν μέσες, πέρασαν πόδια, έγινα περδίκι, πρώτη πήγαινα (…), μαζί με τον εγγονό μου τον Αντώνη. Εγώ βρήκα τη βρύση. Πήγαμε, πλυθήκαμε, ήπιαμε νερό, τρελαθήκαμε από τη χαρά μας (…). Μου τα έλεγαν τόσο αυτά, που ήξερα πώς θα πάω, πού θα περπατήσω». Το σπίτι της οικογένειάς της βρισκόταν δίπλα στη μεγάλη εκκλησία του χωριού, τον Ταξιάρχη. «Κάπου σε ένα σημείο βρήκα μια πόρτα, βγαίνω και το βλέπω μπροστά μου. “Αντώνη έλα να με βγάλεις μια φωτογραφία στο σπίτι”, λέω στον εγγονό μου. “Πού το ξέρεις καλέ γιαγιά;”. Πού το ξέρω, αφού έλεγε (σσ. η γιαγιά) ότι είχε τη συκιά μπροστά και να η συκιά. Με αξίωσε ο Θεός και πήγα».
πηγή: Iefimerida.gr