Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο σκηνοθέτης Μιχάλης Γαζιάδης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έστησε κινηματογραφική μηχανή στο νησί της Ρόδου για τα γυρίσματα μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας. Η ταινία ήταν η «Αννα Ροδίτη», της οποίας η δράση τοποθετείται στα χρόνια της ιταλικής κατοχής στη Ρόδο. Κεντρικός ήρωας είναι ένας έλληνας κατάσκοπος αξιωματικός (Λάμπρος Κωνσταντάρας) που παριστάνει τον φασίστα και τελικά ερωτεύεται μια αντιστασιακή (Καίτη Πάνου). Η «Αννα Ροδίτη» παίχθηκε στις αίθουσες το 1948. Δώδεκα χρόνια αργότερα και ενώ είχαν μεσολαβήσει γυρίσματα αρκετών ταινιών στη Ρόδο, ελληνικών και ξένων, μια άλλη ταινία, της οποίας η ιστορία επίσης εκτυλίσσεται στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα γινόταν εκείνη που θα συνδεόταν όσο καμία άλλη με το νησί των Δωδεκανήσων: «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» του Τζέι Λι Τόμσον.
Το πόσο φιλόδοξη υπήρξε αυτή η παραγωγή σε σχέση με την Ελλάδα και την αντιμετώπισή της από το Χόλιγουντ δεν φαίνεται μόνο από το υπέρογκο κόστος της (6 εκατ. δολάρια ήταν ποσό απίστευτα μεγάλο για εκείνα τα χρόνια) όσο από τις προθέσεις του στούντιο της Columbia που είχαν επισήμως καταγραφεί ως εξής: «”Τα κανόνια του Ναβαρόνε” φιλοδοξούν να γίνουν ένας σύγχρονος μύθος ή, πιο σωστά, μια αναπαράσταση των αρχαίων ελληνικών μύθων σε σύγχρονη περιπέτεια. Ας αναλογισθούμε την “Οδύσσεια”, την “Ιλιάδα”, τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες, τον Θησέα και τον Μινώταυρο. Ο χώρος είναι ο ίδιος, το σκηνικό υπέροχο, τα εμπόδια και οι επιδιώξεις γιγαντιαία. Οι τύποι είναι ηρωικοί στην κυριολεξία της λέξεως».
«Παιδί» του σπουδαίου παραγωγού Καρλ Φόρμαν, ο οποίος έκανε ο ίδιος τη διασκευή σε σενάριο του μπεστ σέλερ του Αλιστερ Μακ Λιν, «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» είναι μία από τις πιο άρτια φτιαγμένες σε επαγγελματικό επίπεδο ξένες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ σε ελληνικό έδαφος. Και όλα είχαν να κάνουν με το είδος της πολεμικής περιπέτειας που εκπροσωπεί. Η πλοκή αναφέρεται στη δράση μιας ομάδας κομάντος των συμμαχικών δυνάμεων (ανάμεσά τους ο Γκρέγκορι Πεκ, ο Ντέιβιντ Νίβεν, ο Αντονι Κουίν και ο Στάνλεϊ Μπέικερ) η οποία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναλαμβάνει μια αποστολή-αυτοκτονία εναντίον των Γερμανών στο Αιγαίο: να κυριέψει το οχυρωμένο από τους Γερμανούς νησί Ναβαρόνε (στοιχείο μυθοπλασίας φυσικά), τα κανόνια του οποίου είναι πανίσχυρα. Ακολουθούν σκληρές μάχες, μεσολαβεί ένα ειδύλλιο και εν τέλει η νίκη ανήκει στους Συμμάχους.
Η τέλεια πολεμική επιχείρηση
«Ποτέ στην ιστορία της Ρόδου ένας… πόλεμος δεν ωφέλησε τόσο πολύ το νησί όσο ο πόλεμος για “Τα κανόνια του Ναβαρόνε”» έγραψε ο «Ταχυδρόμος» στις 16 Απριλίου 1960, προτού ολοκληρωθεί η ταινία. «Και πρόκειται για πραγματικό πόλεμο, μια και μετακινήθηκαν προς τη Ρόδο, εκτός από τη στρατιωτική δύναμη, άρματα μάχης, αεροπλάνα, ελικόπτερα και πυροβολικό παντός είδους». Στοχεύοντας στην τελειότητα όλων των σκηνών της ταινίας, ο Καρλ Φόρμαν φρόντισε να εξασφαλίσει προνόμια από την ελληνική κυβέρνηση αλλά και από το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό για την αποστολή πολεμικών σκαφών του Εκτου Στόλου. Επίσης ο παραγωγός είχε την ευφυΐα να εξασφαλίσει συμβούλους οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εμπειρία και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, των Συμμάχων και των Γερμανών. Συνεπώς κάλεσε ως συμβούλους πρώτο τον βρετανό ταξίαρχο Τέρνμπελ, ο οποίος είχε παρασημοφορηθεί από την ελληνική κυβέρνηση για τη δράση του ως οργανωτή των επιδρομών στα κατεχόμενα νησιά του Αιγαίου στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και δεύτερο τον γερμανό στρατηγό Φριτς Μπόγερλαϊν, ο οποίος στο διάστημα του πολέμου υπηρετούσε ως αρχηγός του επιτελείου του στρατάρχη Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική. Η εμπειρία του Μπόγερλαϊν άλλωστε είχε ήδη βοηθήσει στην υλοποίηση δημοφιλέστατων πολεμικών ταινιών όπως «Η αλεπού της ερήμου» και «Ποντικοί της ερήμου» που αναφέρονταν στον πόλεμο της Αφρικής.
Στην πολεμική μηχανή της παραγωγής δεν αγνοήθηκε το ελληνικό σκέλος. Ολοι οι γερμανοί στρατιώτες που εμφανίζονται στην ταινία ήταν οπλίτες του ελληνικού στρατού. Η ελληνική κυβέρνηση έθεσε στη διάθεση της παραγωγής περίπου 1.000 άντρες των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων. Αυτό το στρατιωτικό «απόσπασμα» βρισκόταν υπό τις διαταγές των ταγματαρχών Πέτρου Λαζαρίδη και Γεωργίου Μπαλάσκα, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως τεχνικοί σύμβουλοι. Δώδεκα ελληνικά αντιτορπιλικά μετείχαν στις επιχειρήσεις με σκηνές που κινηματογραφήθηκαν στα ανοιχτά του Λαυρίου, ενώ άντρες των ΛΟΚ ήταν οι αντικαταστάτες των ηθοποιών σε δύσκολες σκηνές όπως οι αναρριχήσεις στα απότομα βράχια του Ναβαρόνε.
Το σενάριο προέβλεπε επίσης τρεις αποβάσεις συνοδεία αμερικανικών πολεμικών πλοίων στην Κάμειρο, στο Φαληράκι και στη Λίνδο, καθώς επίσης και μια οδομαχία στην πόλη της Ρόδου. Σε έναν λόφο της Κοινότητας Καλάθου όπου τα παλαιότερα χρόνια είχαν υπάρξει αποθήκες και αεροδρόμιο κατασκευάστηκε ένα οχυρό.
Σε αυτόν τον οργασμό δραστηριοτήτων συμμετείχαν και οι πολίτες του νησιού. Στα εργαστήρια των δημοτικών τεχνικών σχολών της Ρόδου ετοιμάστηκαν γύψινα ομοιώματα βράχων, μικρογραφίες βουνών, πολεμίστρες γέφυρες, ξύλινα φυλάκια, προσόψεις σπιτιών, προχώματα σε σχήμα αμμόσακων και βεβαίως ψεύτικα κανόνια φτιαγμένα από γύψο. Επίσης στο φινάλε της ταινίας ο λαός της Ρόδου έσειε τις σημαίες της παρέλασης ραίνοντας με λουλούδια τους νικητές.
Η υποστήριξη της Ολυμπιακής
Δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν ότι ο ρόλος της Ολυμπιακής Αεροπορίας στα γυρίσματα της ταινίας στην Ελλάδα υπήρξε πολύ σημαντικός. Η παραγωγή των «Κανονιών» συνάντησε την άρνηση των ξένων αεροπορικών εταιρειών για τη μεταφορά έμψυχου και άψυχου υλικού από τα διάφορα μέρη του κόσμου (και κυρίως το Λονδίνο) προς την Ελλάδα και συγκεκριμένα τη Ρόδο. «Το πρόβλημα ήταν τόσο σοβαρό που παρ’ ολίγον να ματαιωθεί το γύρισμα» διαβάζουμε στο ρεπορτάζ του «Ταχυδρόμου». «Η Ολυμπιακή Αεροπορία υπελόγισε τότε την τουριστική ζημιά που θα είχε η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Ρόδος αν χανόταν η ευκαιρία και εδέχθη να βοηθήσει στο πρόβλημα όχι μόνο της μεταφοράς αλλά και των τελωνειακών και άλλων διατυπώσεων που προέκυπταν κάθε τόσο». Από την πλευρά του το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Μιραμάρε» στο οποίο εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο του κινηματογραφικού συνεργείου των «Κανονιών του Ναβαρόνε» προσέφερε κάθε άνεση «έναντι μικρής σχετικώς δαπάνης» αναφέρει το ρεπορτάζ του Ορέστη Λαζαρίδη. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας διέμειναν στα μπάνγκαλοου υπερπολυτελείας και οι ηθοποιοί των δεύτερων ρόλων σε μικρότερα.
Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα η πρεμιέρα των «Κανονιών του Ναβαρόνε» στην Αθήνα έλαβε διαστάσεις καλλιτεχνικού γεγονότος παγκοσμίου κλίμακος. Πραγματοποιήθηκε στο κινηματοθέατρο «Παλλάς» την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 1961 και οι εισπράξεις της προβολής διατέθηκαν υπέρ της «Βασιλικής Πρόνοιας» καθ’ ότι η προβολή τελούσε υπό την προστασία των βασιλέων. Η αθηναϊκή πρεμιέρα των «Κανονιών» ήταν η πέμπτη βασιλική του έργου έπειτα από αυτές που έγιναν στο Λονδίνο, στο Αμστερνταμ, στο Μονακό και στις Βρυξέλλες. Το φορτωμένο επαγγελματικό πρόγραμμα των Γκρέγκορι Πεκ και Αντονι Κουίν τους ανάγκασε να μην παρευρεθούν στην πρεμιέρα. Απών ήταν επίσης ο Ντ. Νίβεν, ο οποίος νοσηλευόταν στην Ελβετία λόγω της σταφυλοκοκκίασης που έπαθε στα γυρίσματα της Ρόδου. Παρόντες όμως ήταν ο Φόρμαν, ο Στάνλεϊ Μπέικερ, η Αν Βέρνον και η Μιλέν Ντεμονζό.
Παραλίγο και η Κάλλας
Η πιο ευφάνταστη ιδέα του Καρλ Φόρμαν, όμως, η οποία δεν υλοποιήθηκε, είχε να κάνει με τη διανομή του ενός από τους μόλις δύο βασικούς γυναικείους ρόλους της ταινίας, της αντιστασιακής Ροδίτισσας Μαρίας. «Ο αγγλικός Τύπος πληροφορείται ότι η διάσημος αοιδός Μαρία Κάλλας απεδέχθη πρότασιν του αμερικανού κινηματογραφικού παραγωγού Καρλ Φόρμαν όπως πρωταγωνιστήση εις την ταινίαν του “Τα κανόνια του Ναβαρόνε”» διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Βήματος» της 6ης Αυγούστου 1959. Στο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι ο Φόρμαν είχε μεταβεί αεροπορικώς στη Ρόδο για να συναντήσει την Κάλλας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε κρουαζιέρα με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Μάλιστα ο αγγλικός Τύπος βιάστηκε να εντυπωσιάσει γράφοντας τίτλους όπως π.χ. «Η πρώτη ταινία της Κάλλας!».
Εν τέλει βέβαια η πρώτη (και τελευταία) ταινία της Μαρίας Κάλλας, η «Μήδεια», θα γυριζόταν αρκετά χρόνια αργότερα από έναν εντελώς διαφορετικής αντίληψης σκηνοθέτη, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ο Φόρμαν δεν κατάφερε να πείσει την υψίφωνο και έτσι ο ρόλος της Μαρίας δόθηκε στην Ειρήνη Παπά.
Πηγή : tovima.gr