«Θα πρέπει να μάθω πώς να είμαι ευτυχής. Κάποτε το ήξερα-ή νόμιζα πως το ήξερα-από ένστικτο. Κάποτε ήταν πάντα άνοιξη στην καρδιά μου. Η ιδιοσυγκρασία μου ήταν στενή συγγενής της χαράς. Ξεχείλιζα το ποτήρι της ζωής μου με απολαύσεις, όπως γεμίζεις ξέχειλα μια κούπα με κρασί.»
Αυτά γράφει ο Όσκαρ Ουάιλντ μέσα από τη φυλακή του Ρέντινγκ όπου εξέτιε τη διετή ποινή του το 1896-97. Πριν 19 χρόνια, τον Απρίλη του 1877 και σε ηλικία 23 ετών, είχε επισκεφτεί την Ελλάδα σε μια προσπάθεια να ‘’ξεχειλίσει το ποτήρι της ζωής του με απολαύσεις’’.
Την 1η Απριλίου, ο Όσκαρ μαζί με τον δάσκαλό του Μαχάφφυ πήραν το πλοίο από το Μπρίντεζι για την Ελλάδα και το χάραμα ξύπνησαν και είδαν μπροστά τους την Κέρκυρα. Σκοπός του δασκάλου του ήταν να τον ‘’γλιτώσει’’ από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και να διαμορφώσει παγανιστικές απόψεις. Η θέα της Ακρόπολης, της Αρχαίας Ολυμπίας και η επίσκεψη στις Μυκήνες θα συνέβαλαν σε αυτό το σκοπό. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Όσκαρ Ουάιλντ ερχόταν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό μιας και η μητέρα του, Τζέην Φρανσέσκα Έλτζι, διάσημη ποιήτρια της εποχής, είχε μελετήσει τα ελληνικά και συνήθιζε να διαβάζει με δυνατή φωνή τον Προμηθέα του Αισχύλου καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της πλατείας Μέριον.
Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά:«Ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και το κάλλος της αρχαίας ελληνικής ζωής. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έβλεπα λευκές φιγούρες να ρίχνουν πορφυρές σκιές πάνω στις ηλιόλουστες παλαίστρες, ομάδες γυμνών νέων και νεαρών παρθένων να κινούνται μέσα σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο σαν να ήταν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα… Από αγάπη σε όλα αυτά, άρχισα να μελετώ ελληνικά με ενθουσιασμό και όσο πιο πολύ τα μελετούσα, τόσο περισσότερο μαγευόμουν… Από μικρός συνήθιζα να ταυτίζομαι με κάθε ξεχωριστό χαρακτήρα που διάβαζα στα βιβλία, αλλά, εκεί ανάμεσα στα δεκαπέντε με δεκαέξι, παρατήρησα, με κάποια απορία, ότι μου ήταν πιο εύκολο να με φαντάζομαι ως Αλκιβιάδη ή Σοφοκλή, παρά ως Αλέξανδρο ή Καίσαρα.»
Στις 3 Απριλίου πήγαν στη Ζάκυνθο και η επόμενη στάση τους ήταν στο Κατάκολο όπου τους συνάντησε ο δρ. Γκούσταβ Χίρσφιλντ διευθυντής των γερμανικών ανασκαφών στην Ολυμπία. Αργότερα ο Ουάιλντ θα έλεγε στον Τσάρλς Ρίκετς: «Ναι, ήμουν παρών κατά τη διάρκεια της ανασκαφής όπου σήκωσαν το μέγα Απόλλωνα απ ‘τον φουσκωμένο ποταμό. Είδα το λευκό τεντωμένο χέρι του να εμφανίζεται πάνω απ ‘το νερό. Το πνεύμα του θεού εξακολουθούσε να ζει μέσα στο μάρμαρο.»
Στην πραγματικότητα δεν είχε βρεθεί το χέρι του Απόλλωνα αλλά το κεφάλι του και μάλιστα στην ξηρά μερικές μέρες πριν πάει εκεί ο Ουάιλντ. Όπως όμως θα έλεγε και ο Ουάιλντ στο ‘’Ο κριτικός ως καλλιτέχνης’’ : «Το να περιγράφει κανείς με απόλυτη ακρίβεια κάτι που ουδέποτε συνέβη δεν είναι μόνο η ενδεδειγμένη ενασχόληση του ιστορικού, αλλά και το αναφαίρετο προνόμιο παντός αξιόλογου και καλλιεργημένου ανθρώπου.»
Στις 7 Απριλίου πήγαν έφιπποι στην Ανδρίτσαινα και από κει συνέχισαν στο Ναό των Βασσών. Ο Όσκαρ Ουάιλντ διέδιδε ότι η μοναδική φωτογραφία που τον εικονίζει με την ελληνική εθνική ενδυμασία, είχε τραβηχτεί στις Βάσσες της Ανδρίτσαινας. Στην πραγματικότητα λέγεται ότι η φωτογραφία λήφθηκε στο στούντιο του Πέτρου Μωραΐτη στην Αθήνα, που ήταν ο επόμενος προορισμός της παρέας.
Στο Άργος επισκέφτηκε το αρχαίο θέατρο το οποίο ερειπωμένο και μισοκατεστραμμένο όπως ήταν ενέπνευσε τον Ουάιλντ και έγραψε ένα ποίημα:«Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί: κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς, μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας, οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα, το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου, ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας, διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας, ο κόσμος γέμισε πανούκλα, αμαρτία και έγκλημα, ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!»
Μετά την επίσκεψή τους στο Άργος και το Ναύπλιο πήραν το καράβι για την Αίγινα και την Αθήνα. Για την Αθήνα ο Ουάιλντ γράφει ότι ήταν «η πόλη των πρώτων πρωινών ωρών, η οποία αναδύεται στο ψυχρό, αγνό, σταθερό φως της αυγής, μια νέα Αφροδίτη που βγαίνει μέσα από τον παφλασμό των κυμάτων». Ο Παρθενώνας ήταν«ο μόνος από τους ναούς, που ήταν τόσο πλήρης, τόσο προσωπικός, τόσο σαν άγαλμα».
Ο Ουάιλντ έκανε μια τελευταία εκδρομή στις Μυκήνες και στις 21 Απριλίου σάλπαρε για τη Νάπολη όπου μάλιστα αντιμετώπισε μια τρομακτική τρικυμία. Για το ταξίδι του αυτό στην Ελλάδα ο Όσκαρ Ουάιλντ αποβλήθηκε προσωρινά για ένα διάστημα από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επειδή άργησε να επιστρέψει κατά τρεις εβδομάδες από την προκαθορισμένη προθεσμία. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Σάμον, διακεκριμένο παραγωγό ιστορικών ντοκιμαντέρ, για την ‘’ποινή’’ αυτή ο Όσκαρ Ουάιλντ, φέρεται να είπε θυμωμένος: «Με απέβαλλαν από την Οξφόρδη επειδή ήμουν ο πρώτος προπτυχιακός φοιτητής που επισκέφθηκα την Ολυμπία».
Η αγάπη του Όσκαρ Ουάιλντ για τον Ελληνικό πολιτισμό είναι φανερή στα έργα του μιας και χρησιμοποιούσε στίχους από αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και συχνά αναφερόταν στους Έλληνες και στην κουλτούρα τους. Μάλιστα λάτρευε τις ξεχωριστές εκδόσεις βιβλίων και θεωρούσε πολύτιμη τη χαρτόδετη έκδοση του Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την οποία αφού φύλαξε για καιρό την πούλησε κατά την περίοδο των δικαστικών του αγώνων.
Στο ‘’Ο κριτικός ως δημιουργός’’ λέει χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες ήσαν έθνος τεχνοκριτών και ανακάλυψαν την κριτική της τέχνης όπως και κάθε άλλο είδος κριτικής. Σε τελευταία ανάλυση, ποιο είναι το κυριότερο χρέος μας στους Έλληνες; Το κριτικό πνεύμα, απλούστατα. Και το πνεύμα αυτό, που το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα επιστήμης και θρησκείας, ηθικής και μεταφυσικής, πολιτικής και παιδείας, το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα τέχνης. Μας άφησαν το τελειότερο, ως τώρα, σύστημα κριτικής πάνω σε δύο υπέρτατες και ευγενέστατες τέχνες….τη Ζωή και τη Λογοτεχνία….».