Η κυρία Παρασκευή Καβαλιέρου, κόρη του κυρ Κωνσταντή (μυλωνά). η οποία τώρα είναι 85 ετών και ζει στη Ρόδο με μεγάλη χαρά αλλά και συγκίνηση μας διηγείται την ιστορία του παλιού αλευρόμυλου της Κρητηνίας και τις ωραίες αναμνήσεις που έχει από το χωριό.
Ο αλευρόμυλος βρίσκεται στη Χιώτη (λίγο έξω από το χωριό) δίπλα από το μουσείο της Κρητηνίας. Σύμφωνα με την παράδοση, άνηκε σε κάποιον Κρητηνέζο, ο οποίος επειδή δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά τον έταξε στον Άη Γιώργη, τον προστάτη του χωριού και έτσι έως και σήμερα είναι στην κυριότητα της εκκλησίας. Η εκκλησία τον νοίκιαζε σε ανθρώπους που ήξεραν να τον δουλεύουν.
Το 1928 τον ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κελής, η καταγωγή του οποίου ήταν από το Κισλάμ της Μ. Ασίας. Εκεί γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια, μαθαίνοντας τη δουλειά από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φημισμένος μυλωνάς. Το 1922 διώχθηκε από το Κισλάμ, ήρθε στη Σύμη και παντρεύτηκε την κυρία Σταματία με την οποία απέκτησε 6 παιδιά. Όταν ο μύλος έμεινε χωρίς μυλωνά, ο τότε πρόεδρος του χωριού, έχοντας ακούσει για τον κυρ Κωνσταντή, τον φώναξε να δουλέψει το μύλο. Εκτός από άλεσμα του σιταριού, ήξερε να συντηρεί το μύλο, τα πανιά και τις πέτρες.
Ο Μύλος είχε τρία πατώματα. Στο πρώτο ήταν ο σουφάς και το τζάκι, οπού εκεί μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμούνταν τα παιδιά. Στο δεύτερο πάτωμα έπεφτε το αλεύρι και στο τρίτο ήταν το χωνί, από το οποίο έριχναν το σιτάρι για να αλεστεί. Επίσης στο τρίτο πάτωμα κοιμόταν ο μυλωνάς με τη γυναίκα του. Ο μύλος ήταν με πανιά, τα οποία γύριζε ο αέρας και έτσι δινόταν ώθηση στις πέτρες, οι οποίες γύριζαν και άλεθαν το σιτάρι. Ο μυλωνάς παράλληλα τιμόνευε τις πέτρες με ένα μακρόστενο ξύλο, δεμένο με σχοινί, το οποίο έφτανε και στα τρία πατώματα, έτσι ώστε να βγαίνει ψιλό ή χοντρό το αλεύρι.
Ο αλευρόμυλος τροφοδοτούσε την Κρητηνία, τα Σιάννα, το Μαντρικό, τη Χάλκη και άλλα χωριά. Ο καθένας έφερνε το αλέσιμο (Σιτάρι που προοριζόταν για αλεύρι), με τα γαϊδούρια στο τρίτο πάτωμα από την πέτρινη σκάλα και ο μυλωνάς με τη σειρά του το ζύγιζε να δει πόσες οκάδες ήταν και να κρατήσει το μερτικό του. Στις 25 οκάδες κρατούσε τη μία. Αυτή ήταν η πληρωμή του μυλωνά ” το αλέστρι”, όπως το λέγανε, το οποίο μοιραζόταν με την εκκλησία. Από αυτό που του έμενε, ζούσε την οικογένεια του.
Στο δυνατό αέρα ο μύλος ήταν αρκετά επικίνδυνος, καθώς υπήρχε κίνδυνος να καταστραφούν τα πανιά ή να φύγουν οι πέτρες από τη θέση τους και να προκαλέσουν ζημιές στο χώρο ή ακόμα και ατυχήματα στην οικογένεια του. Έτσι το χειμώνα εγκατέλειπε εντελώς τον αλευρόμυλο και δούλευε το νερόμυλο, ο οποίος βρισκόταν στην Αμγουά, περίπου 3 χλμ έξω από το χωριό. Από το νερόμυλο δεν έχει απομείνει τίποτα. Με το πέρασμα του χρόνου και λόγω του ότι δε συντηρήθηκε, καταστράφηκε ολοσχερώς.
Στον πόλεμο του 1940, είχε απαγορευτεί η λειτουργία του μύλου. Ο κυρ Κωνσταντής όμως, ακούραστος έμενε ξάγρυπνος τα βράδια και άλεθε κρυφά το σιτάρι για να μπορεί να ζήσει την οικογένεια του. Όλα αυτά βέβαια έως ότου εγκαταστάθηκε η φάμπρικα στο χωριό και μπήκαν οι μηχανές στη ζωή μας.
Ο κυρ Κωνσταντής έφυγε από το χωριό το 1946 γιατί αρρώστησε και εγκαταστάθηκε στην πόλη της Ρόδου, όπου και έμεινε εως ότου πέθανε. Από τότε σταμάτησαν να γυρίζουν τα πανιά και οι πέτρες του ανεμόμυλου.
Από τον ανεμόμυλο δεν έμεινε τίποτα. Ελπίζουμε τα ερείπια του ανεμόμυλου να μη χαθούν κι αυτά ολοσχερώς, αλλά να φροντίσουμε όλοι γι τη συντήρηση ενός κτιρίου, που κάποτε το δούλευαν για να ζήσει το χωριό…
Φύσα αεράκι δυνατά, ο μύλος να γυρίσει
να αλέσει το σιτάρι μου, να μη με καθυστερήσει.
Να γυρίσω στα παιδιά μου με ανοιχτή την αγκαλιά μου
να ζυμώσω, να τα ψήσω και όλους να ευχαριστήσω.
Κάνω κουλούρια στα παιδιά, πρόσφορα στις γιαγιάδες
το πιο μεγάλο το όμορφο, θα πάει στους παπάδες.
Θα κάνω μπόλικα ψωμιά, για όλη την εβδομάδα
να τρώει η φαμελιά, καθώς και γω αντά,α.
(Καίτη Καραγιάννη)
Το αφιέρωμα αυτό, δημοσιεύθηκε επίσης στην εφημερίδα της Κρητηνίας, “Καστελεννά Μαντάτα”, το 2006.