ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΟΔΟΥ, ΕOΡΤΑΖΕΙ 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος έζησε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τόπος γέννησης του και τόπος που τον φιλοξένησε στα πρώτα χρόνια της ζωής του υπήρξε το νησί της Ύδρας. Οι γονείς του ήταν ευλαβείς πιστοί και τον γαλούχησαν με τις αρχές και τα πιστεύω του χριστιανισμού και με περίσσια αγάπη για το Χριστό.
Μεγαλώνοντας και εξαιτίας των κακουχιών της σκληρής ζωής, ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να μεταβεί στη Ρόδο, ώστε να δουλέψει και να προσφέρει κάποια βοήθεια στο σπίτι του.
Όπως ήταν τίμιος και εργατικός δεν δυσκολεύτηκε να διεισδύσει στην κοινωνία της Ρόδου και να γίνει αγαπητός σε αυτή. Κάποιος τον γνώρισε στο διοικητή τής Ρόδου Χασάν Καπιτάν, ο όποιος του έδωσε εργασία στο σαράι του.
Κάποιο βράδυ ο Κωνσταντίνος σε ένα γλέντι του Χασάν Καπιτάν μέθυσε και εκείνος κάλεσε τους χοτζάδες για να του κάνουν περιτομή. Έτσι και έγινε, επίσης του φόρεσαν το άσπρο σαρίκι και τον ονόμασαν Χασάν, όπως και το διοικητή του.
Όταν ξύπνησε και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ήρθε σε δύσκολη θέση και δεν αντέδρασε αμέσως. Μα στεναχωρήθηκε ακόμα περισσότερο όταν με τα λεφτά που έστειλε στη μάνα του, έφτασε και το μαντάτο ότι αλλαξοπίστησε. Εκείνη δε δέχθηκε τα λεφτά, τα πέταξε και έκλαιγε απαρηγόρητη μέρες ολόκληρες.
Το ίδιο συνέβη όμως και στη Ρόδο, όλοι του οι φίλοι τον απαρνήθηκαν, αποξενώθηκε απ’ αυτούς γιατί τον θεωρούσαν γενίτσαρο.
Όταν πήγε στην Ύδρα να επισκεφθεί τη μητέρα του, στο δρόμο κουράστηκε και ζήτησε λίγο νερό. Μια γυναίκα του έδωσε να πιει, μα μόλις εκείνος προχώρησε λίγο η γυναίκα έσπασε το σταμνί απ’ όπου ήπιαν νερό τα χείλη του προδότη. Φθάνοντας στο σπίτι του κτύπησε την πόρτα και στην ερώτηση της μητέρας του ποιος είναι απάντησε, «Εγώ είμαι ο γιος σου ο Χασάνης πού ήρθα από την Ρόδο». Με τσακισμένη την φωνή από τον πόνο του άπαντα: «Δεν σου ανοίγω. Εγώ δεν έχω κανένα γιο Χασάνη. Έχω γιο μόνο Κωνσταντίνο».
Το νεαρό παιδί στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που γύρισε αμέσως στη Ρόδο και επισκέφθηκε ένα ασκητή πνευματικό σε μια σπηλιά στο Ροδίνι. Γονάτισε μπροστά του και εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ο πνευματικός του διάβασε την συγχωρητική ευχή και τον συμβουλεύει για το τι έπρεπε να πράξει από ‘κει και πέρα.
Πέταξε το σαρίκι και τα τούρκικα ρούχα και παίρνοντας ένα πλοίο πήγε πρώτα στην Κριμαία και στην συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος ο Ε ‘ τον συμβούλεψε να πάει στο Άγιο Όρος και να μείνει εκεί για πάντα.
Έζησε στην Μονή των Ιβήρων με πολλή προσευχή και μετάνοια ζώντας με πολλή μετάνοια, προσευχή και άσκηση, όπου έλαβε το Σχήμα του Μονάχου. Λίγο καιρό αργότερα με την άδεια τοΰ Πνευματικού του γύρισε στην Ρόδο αποφασισμένος να πάει στον Χασάν Καπιτάν και να του πει ότι είναι Χριστιανός και Χριστιανός θα πεθάνει.
Να και έφτασε η στιγμή! Βρίσκεται μπροστά στο παλιό αφεντικό του, τον ατρόμητο διοικητή της Ρόδου, τον Χασάν. Με πίστη και απερίγραπτη τόλμη του λέγει: «Χασάν μπέη είμαι ο άλλοτε υπηρέτης σου Κωνσταντίνος από την Ύδρα πού με δόλο με κάνατε Μουσουλμάνο. Σου επιστρέφω την ψεύτικη θρησκεία σου και σου λέγω ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω».Ό Χασάν βλέποντας τον Κωνσταντίνο να του πετάει με θράσος το μουσουλμανικό σαρίκι θύμωσε αφάνταστα και όρμησε κατά πάνω του χτυπώντας τον με γροθιές και κλωτσιές. Στο παλάτι των Ιπποτών υπήρχε ένα σκοτεινό υπόγειο πού το έλεγαν φυλακή του Ζυνταντοΰ. Εκεί μέσα άρχισαν τα βασανιστήρια του. Τελευταία τον έδεσαν σε ένα κορμό δέντρου βάζοντας τα πόδια του σε δύο τρύπες. Τα υπομένει όλα με αδιάλειπτη προσευχή. Μία νύχτα έλαμψε ή φυλακή από φως που ήρθε απ’ τον ουρανό και τα πόδια του ελευθερώθηκαν από τα δεσμά. Τούρκοι και Χριστιανοί φυλακισμένοι θαύμασαν. Μετά από πέντε μήνες τον ξαναφέρνουν πάλι μπροστά στον τούρκο διοικητή και αφού με την ίδια πίστη και θάρρος ομολόγησε ξανά την χριστιανική του πίστη ξαναμπαίνει στην φυλακή και στις 14 Νοεμβρίου του 1800 μετά από διαταγή του Σουλτάνου θανατώθηκε με απαγχωνισμό κατ’ άλλους στην θέση Κολώνα και κατ’ άλλους στο Μανδράκι. Φιλούσε το σταυρουδάκι του και προσευχόταν και όταν ο δήμιος πήγε να του το πάρει ο Κωνσταντίνος το έριξε στον πλάτανο, για να μην πέσει σε βέβηλα χέρια. Ήταν 30 χρονών ο Κωνσταντίνος όταν υπέστη το μαρτυρικό θάνατο. Διηγούνται δε Τούρκοι και Χριστιανοί ότι την νύχτα εκείνη του μαρτυρίου του Κωνσταντίνου μεγάλος φωτεινός Σταυρός έλουζε με το φως του τον πλάτανο.
Ό τότε Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος ζήτησαν το άγιο λείψανο και το έθαψαν πίσω από το ιερό του Ναού των Εισοδίων στο Νιοχώρι. Αργότερα ανακαλύφθηκε ή μαρμάρινη πλάκα πού είχε βάλει επάνω από το μνήμα του Αγίου ο συμπατριώτης του Κωνσταντίνος Καφάς πού σήμερα είναι εντοιχισμένη στον ίδιο Ναό.
«Τούτο το μνήμα υπάρχει του Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου Νυδριώτη, συνδρομή Κωνσταντίνου Υδριώτη Καφά».
Αυτά είχε γράψει ο συμπατριώτης του Αγίου στην πλάκα του τάφου του. Μετά τρία χρόνια ήλθε στην Ρόδο ή μητέρα του Αγίου και πήρε το λείψανο του γιου της μαζί με συστατική επιστολή του Μητροπολίτου Ρόδου Αγαπίου και το μετέφερε στην Ύδρα τοποθετώντας το στο Μοναστήρι της Παναγίας όπου υπάρχει μέχρι σήμερα σε χρυσή θήκη. Ό τότε Ιερέας του Νιοχωρίου Παπαγιάννης κράτησε την ωλένη του χεριού του μάρτυρα πού φυλάγεται σε ασημένια θήκη μέχρι σήμερα στο ιερό της Εκκλησίας.
Μετά από ένα αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε επίσημα τον Κωνσταντίνο στην χορεία των αγίων Νεομαρτύρων και όρισε ή μνήμη του να εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου, ημέρα του απαγχονισμού του.
Την πρώτη ακολουθία και το μαρτύριο του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου συνέταξε ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ακολουθία για τον πολιούχο άγιο της Ρόδου συνέταξε επίσης και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος.
Απολυτίκια
. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Παλαιόν.