Ανανεωμένη μέσα από το νέο της ρόλο ως διευθύντρια μάρκετινγκ της Celestino και έχοντας ανακτήσει τις ισορροπίες της μέσα από την εργασιοθεραπεία, η Χρυσάνθη Ντάφλα εξηγεί γιατί κατάφεραν να διατηρήσουν μια υπέροχη σχέση με τον πρώην σύζυγό της και ομολογεί πως το φλερτ στην αυθεντική του εκδοχή είναι το καλύτερο ελιξίριο καλής διάθεσης.
Aν και στα μέσα του Αυγούστου βρέθηκε στη μαγευτική Σαρδηνία, στο Porto Cervo, για ολιγοήμερες διακοπές παρέα με τον καλό της φίλο Χάρη Σιανίδη, η Χρυσάνθη Ντάφλα, ακόμα και αγναντεύοντας το μαγικό θαλασσινό τοπίο από το μπαλκόνι της σουίτας της, είχε στο μυαλό της τη δουλειά. Ξεφύλλιζε τα περίφημα (και εκατοντάδων σελίδων!) September issues της γαλλικής και της ιταλικής Vogue, αναζητώντας τις πιο δυνατές τάσεις της νέας σεζόν για να εμπνευστεί τις καμπάνιες για την εταιρεία ρούχων Celestino, στην οποία έχει αναλάβει τη διεύθυνση του μάρκετινγκ εδώ και λίγους μήνες. Φέτος πήγε πολύ σύντομες διακοπές. Λίγες μέρες στην αγαπημένη της Ρόδο, στο ξενοδοχείο που συνήθως προτιμά, το Rodos Palace, όπου τη συναντήσαμε για τη φωτογράφιση του People, και λίγες μέρες στο διάσημο ιταλικό θέρετρο. Και μετά ξανά με τα μούτρα στη δουλειά. Εργασιοθεραπεία, όπως λέει, καθώς η νέα της δραστηριότητα τη βοήθησε να περάσει τη μεταβατική φάση μετά το διαζύγιο με τον επί τέσσερα χρόνια σύζυγό της, επιχειρηματία Αλέξη Λούβαρη.
«Έχω έρωτα με τη δουλειά. Θυμάμαι ότι από 14 χρόνων, όταν όλα τα άλλα παιδιά σχεδίαζαν σε ποιο νησί θα πάνε διακοπές, εγώ άνοιγα μια Χρυσή Ευκαιρία και έψαχνα τι θα έκανα για να έχω το δικό μου χαρτζιλίκι. Άρχιζα τα τηλέφωνα και όταν με ρωτούσαν πόσων χρόνων είμαι, έλεγα 18, ψέμα, για να με πάρουν» λέει η Χρυσάνθη.
Μπορεί τελειώνοντας το Λύκειο να έδωσε εξετάσεις για τη σχολή πολιτικών μηχανικών –περνώντας στη Θεσσαλονίκη–, αλλά αυτό δεν ήταν το όνειρό της. «Το έκανα από θαυμασμό στον μπαμπά μου, που ήταν πολιτικός μηχανικός, και νόμιζα πως θα μου άρεσε να το κάνω κι εγώ. Ο μπαμπάς μου ήταν πάντα ο θεός μου, γιατί, πέρα από φανταστικός πατέρας, είναι και ένας χαρισματικός άνθρωπος, με φοβερές γνώσεις και τρομερή έμπνευση» ομολογεί. Τελικά, γράφτηκε σε ένα ιδιωτικό κολέγιο, με σκοπό να σπουδάσει οικονομικά και μάρκετινγκ (να που τελικά κέρδισε το επάγγελμα της μαμάς, που είναι οικονομολόγος) και ο λόγος που αποφάσισε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ ήταν για να πληρώνει μόνη της τα δίδακτρα. Γιατί, παρόλο που μεγάλωσε στην εστέτ Βουλιαγμένη, ξεκαθαρίζει πως προέρχεται από μια μεσοαστική οικογένεια, χωρίς μεγάλη οικονομική άνεση.
Παιδί-σάντουιτς στην οικογένεια –έχει μία μεγαλύτερη αδελφή, φυσικοθεραπεύτρια, που έχει δύο παιδάκια, και ένα μικρότερο αδελφό, χρηματιστή– είχε πάντα την ανάγκη, ως γνήσια Τοξότης, να γίνεται η καλύτερη σε ό,τι καταπιάνεται και να νιώθει πως μπορεί να σταθεί γερά στα δικά της πόδια. Όταν αναρωτιέμαι αν η απόφασή της να μην παρακολουθήσει τη σχολή πολιτικών μηχανικών στη Θεσσαλονίκη επηρεάστηκε από κάποιον έρωτα της εποχής, η Χρυσάνθη ξεκαθαρίζει πως ουδέποτε η προσωπική της ζωή επηρέασε τις αποφάσεις της για σπουδές ή δουλειά, που ήταν και είναι προτεραιότητα για εκείνη. Κάτι που οι περισσότεροι σύντροφοί της μέχρι σήμερα σεβάστηκαν. «Ξέρεις, μπορεί στην αρχή να αρέσει σε έναν άντρα η λογική πως “το κορίτσι μου κάνει ό,τι θέλω εγώ”, αλλά γρήγορα το βαριούνται. Τους αρέσουν περισσότερο οι γυναίκες που έχουν άποψη και προσωπικότητα».
Μόνο την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Αλέξη Λούβαρη –ένας γάμος που τελείωσε φιλικά πριν από λίγους μήνες– δεν δούλευε. «Κι αυτό συνέβη γιατί είχα αποφασίσει να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στο BCA, στο αγγλόφωνο μάλιστα τμήμα, γιατί θεωρώ πως, αν σπουδάσεις οικονομικά, πρέπει να είναι στα αγγλικά. Ήταν για μένα πολύ σημαντικό που το έκανα και ο πρώην άντρας μου με στήριξε, όπως ακόμα με στηρίζει στα πάντα». Πώς γίνεται ένα ζευγάρι να διατηρεί τόσο φιλικές και ζεστές σχέσεις μετά από ένα τόσο φρέσκο διαζύγιο; «Εγώ θα σου κάνω μια άλλη ερώτηση: Πώς γίνεται δύο άνθρωποι που έχουν αγαπηθεί, έχουν ζήσει μαζί, έχουν περάσει χαρές και λύπες, ξαφνικά να πάψουν να μιλιούνται;» μου λέει. Συνήθως, όμως, για να χωρίσεις, έχει συμβεί κάτι. «Υπάρχει και η φθορά της καθημερινότητας, η ρουτίνα, το ότι απομακρύνεσαι, χωρίς να έχεις σταματήσει να αγαπάς τον άλλο» λέει, διευκρινίζοντας πως με τον πρώην σύζυγό της μιλούν σχεδόν κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Όπως και με παλαιότερους συντρόφους της παραμένει ακόμα και σήμερα στενή φίλη, καθώς, όπως εξηγεί, υπήρχε ουσιαστική αγάπη. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να ελέγξεις αυτή την κτητικότητα του έρωτα, που συχνά πλανάται στον αέρα ακόμα κι όταν ο έρωτας έχει τελειώσει; «Κοίτα, εγώ πιστεύω πως σε όλες τις φιλικές σχέσεις, ακόμα και με τα κορίτσια, υπάρχει μια μορφή “έρωτα”. Μια χημεία. Μπορεί, λοιπόν, να υποβόσκει κάτι ερωτικό σε μια φιλία γυναίκας με άντρα, αλλά αν έχεις θέσει τα όριά σου και το ελέγχεις, είναι αποδεκτό».
Μιλά για το διαζύγιό της με απόλυτη ηρεμία, χωρίς καμία πικρία, και είναι εμφανές πως διανύει μια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή της. Ήταν τόσο εύκολη αυτή η μετάβαση στη νέα της ζωή; «Ήταν κάτι που το συζητούσαμε καιρό, το παλέψαμε πολύ με τον Αλέξη, δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν σου κρύβω πως εκείνες τις μέρες ήταν δύσκολο, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ το ότι ξεκίνησα τη δουλειά. Είχα μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές μου, είχα μόλις ξεκινήσει το μεταπτυχιακό μου, Master of Βusiness Αdministration, χωρίζω και τότε έρχεται αυτή η πρόταση δουλειάς, που ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Μου ταίριαζε, γιατί μπορούσα σε αυτήν να εξαργυρώσω και την προϋπηρεσία μου στο μόντελινγκ. Έτσι, το έριξα στην εργασιοθεραπεία».
Πώς ένα κορίτσι, με όραμα τις σπουδές και μεγαλωμένο σε μια οικογένεια που μέχρι τα 16 δεν είχε βάλει φούστα με μήκος πάνω από το γόνατο και δεν επέστρεφε ποτέ σπίτι μετά τη δύση του ηλίου, τόλμησε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ; «Στο μόντελινγκ ξεκίνησα για ένα χαρτζιλίκι. Είχα πολλά ξεκινώ-σταματώ μέχρι να το δω πιο σοβαρά, γιατί στην αρχή αγριεύτηκα και λίγο με το χώρο. Δεν μου έτυχε κάτι πολύ κακό, αλλά ήταν πιο ελεύθερα τα πράγματα από αυτά που είχα μάθει στο σπίτι μου, όπου τα όρια ήταν πολύ αυστηρά». Βρήκε, όμως, σύντομα το δρόμο της, αλλά και πρακτορεία που την εμπιστεύτηκαν και εμπιστεύτηκε. Δεν έλειψαν, βέβαια, και περιπέτειες που ακόμα θυμάται, όπως όταν πήγε στο Μιλάνο με 300 ευρώ στην τσέπη, χωρίς κανείς να της έχει εξηγήσει πως από το αεροδρόμιο Melpensa πρέπει να πάρει λεωφορείο και όχι ταξί για την πόλη, με αποτέλεσμα να δώσει τα πρώτα της 100 ευρώ στο ταξί! «Έμεινα με 200 ευρώ για όλο το μήνα. Έφτασα στο σημείο να έχω τα τελευταία μου 5 ευρώ στην τσέπη και να σκέφτομαι αν θα πάρω τσιγάρα ή σάντουιτς. Και έκλαιγα από το κρύο, γιατί κανείς δεν μου είχε πει πως Νοέμβριο μήνα στο Μιλάνο έχει -10 βαθμούς». Η αρχή ήταν δύσκολη, αλλά η συνέχεια συναρπαστική. Η διάκρισή της ως playmate, παρόλο που δεν ενθουσίασε αρχικά τους ιδιαίτερα συντηρητικούς γονείς της, της άνοιξε πολλές πόρτες. «Τότε, για να μπορέσεις να κάνεις καριέρα, έπρεπε να διακριθείς σε ένα διαγωνισμό. Υπήρχαν τα Σταρ Ελλάς και τα Playmate, που εκείνη την εποχή παραδοσιακά έβγαζαν μοντέλα, ενώ τα Σταρ Ελλάς πιο τηλεοπτικά πρόσωπα» λέει για το θεσμό μέσα από τον οποίο αναδείχθηκαν σημαντικές Ελληνίδες, όπως και η Κάτια Ζυγούλη. Τα σχεδόν τέσσερα χρόνια που πέρασε on and off στις ΗΠΑ, όπου πήγε το 2004, έβαλαν πολλά «παράσημα» στο book της: Ένα αποκλειστικό συμβόλαιο με τα πολυκαταστήματα Macy’s, συμβόλαιο με τα Neiman Marcus, συνεργασία με το αντίπαλο δέος της Victoria’s Secret, Frederick’s of Hollywood. Aκόμα και μια πρόταση για συμμετοχή σε ταινία, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο Johnny Depp. «Ζούσα σε εξοντωτικούς ρυθμούς, μέσα σε αεροπλάνα τρεις φορές την εβδομάδα. Όταν το ζεις όλο αυτό, το απομυθοποιείς και λίγο. Είχα φτάσει σε ένα καλό σημείο, όπου για να κάνω μια δουλειά κοίταζα ποια είναι η εταιρεία και αν μ’ αρέσει και πόσα λεφτά θα πάρω σήμερα. Αυτό με τον κινηματογράφο, όμως, δεν το πίστεψα κιόλας βαθιά μέσα μου και έπαιξε και ρόλο η νοσταλγία για την Ελλάδα. Γύρισα για μια χαζοδουλειά κι έμεινα και με έπαιρνε ο σεναριογράφος και μου έλεγε: “Δεν είναι δυνατόν, πάρε ένα αεροπλάνο και γύρνα στη Νέα Υόρκη”. Δεν γύρισα ποτέ» λέει.
Θυμάμαι μια παλιότερη δήλωσή της για το φλερτ, που μου είχε κάνει εντύπωση: «Με εκνευρίζουν οι γυναίκες που τσατίζονται όταν τους μιλάνε στο δρόμο. Εμένα μου αρέσει, μου φτιάχνει τη μέρα. Μια φορά, βέβαια, ένας τύπος μού έβαλε χέρι και τον χαστούκισα επιτόπου. Δεν έχω κανένα δισταγμό να βρίσω αν ο άλλος το παρατραβήξει». Γελάει. «Όχι απλά τον χαστούκισα, άρχισα να τον χτυπάω με το book μου! Να σου πω, όμως, κάτι; Δεν είναι ωραίο που έχουν τρομοκρατήσει οι γυναίκες τους άντρες, ειδικά την πιο νέα γενιά, που έχει μόρφωση και δεν φλερτάρει χυδαία. Όμως, τους έχουμε τρομάξει και οι μεν γυναίκες λένε πως οι άντρες δεν φλερτάρουν, οι δε άντρες σκέφτονται “πού να φλερτάρω τώρα, αφού θα με γειώσει”. Το φλερτ, όμως, δεν είναι απαραίτητο να καταλήξει κάπου. Το φλερτ είναι ζωή. Αν μου κάνουν ένα ωραίο κομπλιμέντο, θα πω ευχαριστώ, γιατί μου φτιάχνει τη διάθεση. Το φλερτ, όταν γίνεται πολιτισμένα, είναι θετική ενέργεια. Και αυτοί που νομίζω πως φλερτάρουν ωραία και αντρικά, όπως οι Έλληνες το ’80, με σεβασμό προς τη γυναίκα, είναι οι Τούρκοι. Αν πας μια βόλτα στο μεγάλο παζάρι, σου φτιάχνει το κέφι» λέει με την ευθύτητα που πάντα τη χαρακτηρίζει. Απολαμβάνει το φλερτ. Είναι, όμως, έτοιμη για μια νέα σχέση; «Όχι, θα σου πω. Όσο κλισέ και να ακούγεται, αυτή τη στιγμή είμαι ερωτευμένη με τη δουλειά μου. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, γιατί όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.