Σήμερα υπάρχουν δεκάδες συμβουλές και «κόλπα» που υπόσχονται καλύτερο ύπνο. Όταν όμως τίποτα δεν λειτουργεί, πολλοί στρέφονται στη δοκιμασμένη λύση: τα υπνωτικά χάπια.
Τα πιο κοινά είναι οι βενζοδιαζεπίνες και τα αντιισταμινικά, τα οποία στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο ότι ήρθε η ώρα να «κλείσει». Όπως όμως κάθε φάρμακο, έτσι και αυτά έχουν παρενέργειες – από υπνηλία την ημέρα μέχρι δυσκολία στη συγκέντρωση.
Η κυρίαρχη αντίληψη μέχρι σήμερα ήταν πως οι περισσότερες από αυτές τις παρενέργειες είναι προσωρινές. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα δημοσιευμένη στο επιστημονικό περιοδικό Sleep Health αναφέρεται σε κάτι πολύ πιο σοβαρό: Τη σύνδεση των υπνωτικών χαπιών με πρόωρο θάνατο.
Τα ανησυχητικά ευρήματα της μελέτης
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 484.916 άτομα (μέσος όρος ηλικίας 40,3 ετών, περισσότερες από τις μισές γυναίκες), από το 1994 έως το 2011. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν πόσο καλά κοιμούνται, πόσες ώρες κοιμούνται και αν παίρνουν υπνωτικά χάπια. Ιατρικοί έλεγχοι διασφάλισαν ότι δεν υπήρχαν ήδη προβλήματα υγείας που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες με βάση τη διάρκεια ύπνου τους:
- Εξαιρετικά λίγος ύπνος (λιγότερο από 4 ώρες τη νύχτα)
- Λίγος ύπνος (4–6 ώρες)
- Μέτριος ύπνος (6–8 ώρες)
- Πολύς ύπνος (πάνω από 8 ώρες)
Τα άτομα που κοιμόντουσαν 6 έως 8 ώρες χωρίς να παίρνουν χάπια είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας. Όμως, μια ανησυχητική διαπίστωση ήταν ότι όσοι κοιμόντουσαν 6 έως 8 ώρες και έπαιρναν υπνωτικά, είχαν 55% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από όσους δεν τα έπαιρναν.
«Τα αποτελέσματα μας είναι συγκλονιστικά. Πολλοί βασίζονται στα υπνωτικά για να κοιμηθούν, κι όμως φαίνεται πως μπορεί να διπλασιάζουν τον κίνδυνο θανάτου», δήλωσε ο Δρ. Yu Sun, επικεφαλής της έρευνας από το En Chu Kong Hospital στην Ταϊβάν.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι χρήστες υπνωτικών έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής: κατά 5,3 χρόνια μικρότερο για τους άνδρες και κατά 5,7 χρόνια για τις γυναίκες. Επιπλέον, είχαν και υψηλότερα ποσοστά θανάτων από καρκίνο, σε σύγκριση με άτομα που κοιμόντουσαν 6-8 ώρες χωρίς χάπια.
Πώς μπορεί να επηρεάζουν τα υπνωτικά χάπια τη θνησιμότητα;
Οι επιστήμονες, παρότι διαπίστωσαν τη σύνδεση, δεν είναι ακόμη βέβαιοι για την αιτιώδη σχέση και τον μηχανισμό, Ειδικοί στο Parade επισημαίνουν ότι οι άνθρωποι που βασίζονται σε υπνωτικά συνήθως έχουν και άλλα προβλήματα υγείας, όπως κατάθλιψη, άγχος ή αναπνευστικά προβλήματα – καταστάσεις που συνδέονται από μόνες τους με μειωμένη υγεία και πρόωρο θάνατο.
Αν όμως ευθύνονται όντως τα χάπια, υπάρχουν πιθανές εξηγήσεις: Πολλά υπνωτικά περιέχουν βενζοδιαζεπίνες (π.χ. Klonopin ή Xanax), ουσίες που επιβραδύνουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Η μακροχρόνια χρήση τους συνδέεται με προβλήματα μνήμης και συγκέντρωσης, αλλά και αλλαγές στη συμπεριφορά και την ψυχολογία.
Αυτές οι επιδράσεις μπορούν να αυξήσουν έμμεσα τον κίνδυνο θανάτου, επηρεάζοντας την καθημερινή λειτουργία και αυξάνοντας τον κίνδυνο ατυχημάτων, ιδίως στους ηλικιωμένους. Έρευνες δείχνουν επίσης ότι η χρήση βενζοδιαζεπινών αυξάνει κατά 66% τις πιθανότητες νοσηλείας ή θανάτου.
Όταν οι βενζοδιαζεπίνες συνδυάζονται με άλλα φάρμακα που επιδρούν στους ίδιους υποδοχείς του εγκεφάλου, ο κίνδυνος για σοβαρές παρενέργειες σχεδόν τετραπλασιάζεται.
Πρέπει να σταματήσετε τα υπνωτικά χάπια;
Παρότι τα ευρήματα είναι ανησυχητικά, υπάρχουν και περιορισμοί στη μελέτη. Όπως προαναφέρθηκε, οι ερευνητές κατέγραψαν μόνο συσχετισμούς. Δεν αποδεικνύεται από την έρευνα ότι τα υπνωτικά προκαλούν απευθείας τον πρόωρο θάνατο.
Επίσης, τα δεδομένα βασίστηκαν στη μνήμη των συμμετεχόντων, ενώ χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα στοιχεία από την πρώτη χρονιά συμμετοχής. Αυτό σημαίνει πως πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά ύπνου αγνοήθηκαν.
Οι ειδικοί που μίλησαν στο Parade συμβουλεύουν να μην διακόψει κανείς τα χάπια χωρίς ιατρική καθοδήγηση. «Το να σταματήσετε μόνοι σας μπορεί να είναι επικίνδυνο. Ορισμένα υπνωτικά χρειάζονται σταδιακή διακοπή, αλλιώς ο ύπνος θα επιδεινωθεί».
Ο στόχος, εξηγούν, είναι να εντοπιστεί η αιτία της αϋπνίας: είναι το άγχος; η υπνική άπνοια; προβλήματα στους πνεύμονες; Αν γνωρίζουμε την αιτία, τότε μπορούμε να τη θεραπεύσουμε – όχι απλώς να τη σκεπάσουμε με ένα χάπι.