“Κύκλος μνήμης…” – Του Γιώργου Χατζηδιάκου

Το βράδυ, την ώρα της χαλάρωσης όταν τα πάντα μέσα του ηρεμούν, το κεφάλι προς τη πλευρά της μέρας  που έφυγε γέρνει.

Εικόνες, λόγια και  πράξεις εναλλάσσονται με συναισθήματα, θετικά και αρνητικά  ,διαδρομές, πατήματα, άνθρωποι, όλα πλέκονται, σε μια μοναδική ιστορία.

Τα μάτια κλείνει από μέσα του να βγουν

Αν κάπνιζε θα του ήταν  απαραίτητη η ζάλη του καπνού, μα δεν καπνίζει,  ίσως σ΄ αυτές τις περιπτώσεις  ένα ποτήρι κρασί  να είναι ο ιδανικός σύντροφος, για να του φέρει  τη γλυκιά ζάλη  αυτήν που απαιτείται,  τα όμορφα  πιο όμορφα  να δει και τα  δύσκολα και τραγικά ποιο  ισορροπημένα.

Η ουτοπία μέσα σε ένα ποτήρι κρασί, η ζωή μέσα σε ένα όνειρο.

Το σκέφτεται αρκετά, τα βήματα από εδώ ως το ψυγείο φαντάζουν αμέτρητα, τον κουράζει ακόμα και η σκέψη…στο τέλος το αποφασίζει, ως εκεί φτάνει σκυφτός, λες και τον πήραν τα χρόνια. 

Χαμηλώνει ακόμα περισσότερο,  την πόρτα ν ανοίξει,  το ψάχνει κάπου  εκεί  το έχει καταχωνιάσει, κρυμμένο  είναι και πώς να μην είναι…. το παίρνει στα χέρια του σαν κάτι πολύτιμο , το κοιτά λες και το βλέπει για πρώτη φορά, το ανοίγει, εκεί στα όρθια, στη μύτη  φέρνει το στόμιο, κλίνοντας τα μάτια  μυρίζει το  περιεχόμενο, παλιά συνήθεια, να νιώσει  θέλει,  να πάρει μέσα  του αυτήν την εξαίσια μυρωδιά που αναδύεται,  διστάζει  το σκέφτεται,  στο τέλος το αποφασίζει  μισό γεμίζει  το ποτήρι.

Επιστρέφει στο σαλόνι ,κρατώντας προσεχτικά το ποτήρι  και κάθετε στην αγαπημένη του γωνιά,

Όλα  φαίνονται οικεία μα ξένα μοιάζουν, τόσο που η  ηρεμία, η απόλυτη ησυχία, αμηχανία του προκαλούν, ακίνητος  μένει με υπνωτισμένο μοιάζει.

Μόνο το βλέμμα προς το ποτήρι έχει εστιάσει, τον μαγνητίζει το  χρώμα  του περιεχομένου… 

Κάποια στιγμή, λες και ξύπνησε από τον λήθαργο το ποτήρι προς το στόμα φέρνει,  μια γουλιά να πιεί,  μα! πριν το ποτήρι στα χείλη φτάσει, πριν τη γεύση του κρασιού γευτεί, με μια απότομη κίνηση λες και κάποιος του τράβηξε το χέρι, το ποτήρι αφήνει με δύναμη στο τραπέζι, έτσι που κόκκινες κηλίδες σκορπούν ακανόνιστα πάνω  του.

Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε το πώς και το γιατί.

Τις κηλίδες κοιτάζει όπως θα κοίταζε τα χρώματα του δειλινού.

Το τσαλακωμένο χαρτί στη άκρη με  την ακαταλαβίστικη γραφή

Την απάντηση,  τις απαντήσεις , πρέπει  να  βρει

Όμηρος, του φόβου

Μιας μέρας, μιας νύχτας, μιας εποχής, του χρόνου

Όλα είναι κύκλος

Όλα είναι μνήμη

η μέρα, η νύχτα, η εποχή ,ο χρόνος

Τρέχει  γύρω από τον εαυτό του, χωρίς να ξέρει το γιατί.

Τρέχει πάνω στη  καυτή άμμο, προσπερνώντας τα κύματα  

Τρέχει και χάνεται

Τρέχει για να επιστρέψει

Ελπίζει  

Πως θα επιστρέψει

Όμως το χρόνο δεν θέλει να φέρει πίσω

Το ξημέρωμα είναι η συνέχεια, η νύχτα που μπατάρει επικίνδυνα , το παρελθόν.

Το χτες εμπόδιο ήταν, σκόνταψε πάνω του  και πόνεσε. 

Μα η συνέχεια είναι το αύριο

Το ποτήρι σηκώνει, στον ουρανίσκο κυλά η υπέροχη γεύση του κρασιού  και  στο μυαλό το νόημα της ζωής

Γιώργος Χατζηδιάκου 12079520_10208173894970195_5523940000076625549_n

Pin It on Pinterest