Περισσότερα από 450 καινούργια ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων και άλλα 244 τριών αστέρων έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν την τελευταία πενταετία μαρτυρώντας την αλματώδη ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού. Αριθμός που αντιστοιχεί σε τρία καινούργια ξενοδοχεία σχεδόν κάθε εβδομάδα από το 2019 έως σήμερα. Πρόκειται για μια αλματώδη ανάπτυξη που ναι μεν έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας, πλην όμως δημιουργεί και σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με τη χωροθέτηση αυτών των μονάδων, τις υποδομές που απαιτούνται για να τις υποστηρίξουν, αλλά και το αποτύπωμά τους στο περιβάλλον, στις τοπικές κοινωνίες και εντέλει στον χαρακτήρα των προορισμών στους οποίους αναπτύσσονται. Η αξία αυτών των επενδύσεων, για την κατασκευή καινούργιων κτιρίων ή την αναβάθμιση υφισταμένων, εκτιμάται στα 2,5 δισ. ευρώ ετησίως περίπου ή κοντά στα 12 δισ. στην πενταετία.
Αλλά το ίδιο διάστημα διέκοψαν οριστικά τη λειτουργία τους 570 μικρότερες μονάδες, ενός και δύο αστέρων. Γεγονός που δείχνει ότι ο κλάδος κινείται σε μια κατεύθυνση όπου ο χώρος για τους μικρούς ξενοδόχους είναι όλο και λιγότερος, ενώ τα επενδυτικά κεφάλαια εστιάζουν σε ξενοδοχειακά ακίνητα που μπορούν να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες και επομένως να αξιώσουν πολύ υψηλότερες τιμές από τους πελάτες τους.
Τα μεγέθη αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία για το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας στα τέλη του 2024 που έχει επεξεργαστεί το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, στα τέλη του 2024 στην Ελλάδα υπήρχαν σε λειτουργία 10.104 ξενοδοχεία συνολικά όλων των κατηγοριών έναντι 9.971 ξενοδοχείων στα τέλη του 2019. Και τα 10.104 αυτά ξενοδοχεία διαθέτουν 447.363 δωμάτια, με 894.854 κρεβάτια. Στην πραγματικότητα από το 2019 έως το 2024 οι διαθέσιμες κλίνες έχουν αυξηθεί μόλις κατά 38.507 κρεβάτια.
Στα τέλη του 2024 στην Ελλάδα ήταν σε λειτουργία 10.104 ξενοδοχεία συνολικά όλων των κατηγοριών έναντι 9.971 στα τέλη του 2019.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2024 επισκέφθηκαν την Ελλάδα 35,951 εκατομμύρια ταξιδιώτες. Ωστόσο όλοι αυτοί οι τουρίστες δεν κατέληξαν σε ξενοδοχεία. Ενα πολύ μεγάλο ποσοστό τους φιλοξενήθηκε σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπου η ανάπτυξη την τελευταία πενταετία είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν στα ξενοδοχεία. Οι προσφερόμενες κλίνες σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης τον Αύγουστο, μήνα κορύφωσης της δραστηριότητας, ξεπέρασαν το 1 εκατ. και συγκεκριμένα έφθασαν στις 1,022 εκατ., όταν το σύνολο των κλινών στα ξενοδοχεία ανέρχεται στις 894.854. Κάποιες από αυτές βρίσκονται σε καινούργια καταλύματα που εισήλθαν στην αγορά με αποκλειστικό σκοπό αυτού του είδους την εκμετάλλευση, αλλά η συντριπτική πλειονότητά τους αφορά τη μετατροπή κανονικών οικιστικών ακινήτων ή ξενοδοχειακών μονάδων χαμηλότερων κατηγοριών.
Με απλά λόγια, στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου είναι διαθέσιμα σε ταξιδιώτες και παραθεριστές σε ελληνικούς προορισμούς κοντά στα 2 εκατ. κρεβάτια. Και θα είναι ακόμη περισσότερα το 2025 καθώς δεκάδες ξενοδοχεία βρίσκονται στη φάση αποπεράτωσης και έναρξης λειτουργίας φέτος, ενώ επιπλέον μονάδες αναμένεται να ανοίξουν το 2026.

«Τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί μια δομική αλλαγή στο μείγμα κατηγοριών των ελληνικών ξενοδοχείων, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των δεδομένων του 2019 με το 2024. Η μεταβολή αυτή σηματοδοτεί τη βελτίωση της ποιότητας των υποδομών των παρεχόμενων υπηρεσιών, η οποία για να είναι όμως οικονομικά ανταποδοτική προϋποθέτει την προσέλκυση πελατείας αντίστοιχα υψηλής δαπάνης. Αυτό απαιτεί οι υψηλής ποιότητας υποδομές αφενός να συνοδεύονται και από υψηλής ποιότητας υπηρεσίες και αφετέρου αντίστοιχα υψηλού επιπέδου να είναι και οι προορισμοί συνολικά και οι ευκολίες και οι δυνατότητες που παρέχουν», επισημαίνει ο επιστημονικός διευθυντής του ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), Αρης Ικκος. Είναι όλες οι καινούργιες μονάδες των ανώτερων κατηγοριών όμως πράγματι ικανές να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες; Στην Ελλάδα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η ταξινόμηση των ξενοδοχείων στις κατηγορίες αστέρων γίνεται κυρίως με βάση παραμέτρους όπως το εμβαδόν των δωματίων και των χώρων υποδοχής, και δεν αξιολογούνται επαρκώς η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και άλλοι δείκτες, όπως ο αριθμός των εστιατορίων που εξυπηρετούν την κάθε μονάδα κ.ά. Ούτε υπάρχει ακόμη σαφής αξιολόγηση και ακόμη περισσότερο υποχρέωση διαβάθμισης με βάση το περιβαλλοντικό και κοινωνικό τους αποτύπωμα.
Σε κάθε περίπτωση, η στροφή από τα χαμηλότερης στα υψηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία είναι σαφής: συγκεκριμένα, σε σχέση με το 2019, ενώ ο συνολικός αριθμός κλινών έχει αυξηθεί κατά μόλις 4%, στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων η αύξηση είναι 23%, στα τεσσάρων αστέρων είναι 9%, στα τριών αστέρων είναι 2%, ενώ παράλληλα ο αριθμός κλινών στα ενός και δύο αστέρων έχει μειωθεί σημαντικά, και ειδικότερα κατά -13% και -12% αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, σήμερα μία στις τέσσερις ξενοδοχειακές κλίνες είναι σε μονάδες πέντε αστέρων, έναντι μιας στις πέντε το 2019, ενώ έχει αυξηθεί –σε μικρότερο βαθμό– και το ποσοστό των κλινών σε τεσσάρων αστέρων ξενοδοχεία.
Μαζί με τη μετατόπιση προς τις ακριβότερες κατηγορίες αυξάνονται βέβαια και οι τιμές σε όλο το φάσμα: το 2024 ο κύκλος εργασιών των ξενοδοχείων όλων των κατηγοριών αυξήθηκε κατά 11% σύμφωνα με την GBR Consulting, εξειδικευμένη εταιρεία ερευνών στον τουριστικό κλάδο, η οποία συνεργάζεται τόσο με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος και τον ερευνητικό του βραχίονα, το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), όσο και με την Ενωση Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ). Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης αυτής αποδίδεται στην αύξηση των τιμών στα ξενοδοχεία και μόνον έως ένα βαθμό στην αύξηση των διανυκτερεύσεων. Τα οριστικά στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, αλλά εκτιμάται πως ο τζίρος των ξενοδοχείων όλων των κατηγοριών αθροιστικά πέρυσι ξεπέρασε τα 11,5 δισ. ευρώ.
Σήμερα μία στις τέσσερις ξενοδοχειακές κλίνες είναι σε μονάδες πέντε αστέρων, έναντι μιας στις πέντε το 2019.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις της χώρας από τον εισερχόμενο τουρισμό αυξήθηκαν το 2024 σε νέο ιστορικό ρεκόρ και συγκεκριμένα κατά 1,108 δισ. ευρώ ή 5,4% και διαμορφώθηκαν στα 21,7 δισ. σε σχέση με το 2023. Η δε εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση κατέγραψε άνοδο κατά 9,8% και διαμορφώθηκε σε 35,951 εκατομμύρια ταξιδιώτες, έναντι 32,735 εκατομμυρίων το 2023. Ομως η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 5,1%, ανοίγοντας και πάλι τη συζήτηση για το κατά πόσον η χώρα χρειάζεται λιγότερους τουρίστες, που θα αφήνουν όμως περισσότερα χρήματα. Τα περισσότερα χρήματα, όπως και οι αφίξεις ήρθαν από τη Γερμανία. Ειδικότερα, οι εισπράξεις από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 3,5% στα 3,696 δισ. ευρώ.
Με δεδομένη αυτή τη δυναμική, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό αλλά και επενδυτών που θέλουν να τοποθετηθούν σε αυτόν προχωρούν σε αναβαθμίσεις των υποδομών τους και σε εξαγορές. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες τουριστικές επιχειρήσεις, όπως τα αεροδρόμια, όπου η εταιρεία Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών αλλά και η Fraport Greece επενδύουν εκατοντάδες εκατ. για την αύξηση της δυναμικότητάς τους και τη βελτίωση των υπηρεσιών τους. Υπολογίζεται πως αθροιστικά η αξία των δρομολογημένων επενδύσεων ειδικά σε πολυτελή ξενοδοχεία που θα ανοίξουν τα επόμενα χρόνια ξεπερνάει τα 4 δισ. ευρώ, ενώ κυοφορούνται και νέα projects. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της επενδυτικής αυτής δραστηριότητας είναι τα νέα projects των ομίλων ΤΕΜΕΣ, Sani/Ikos, Μήτση, ΓΕΚ, AGS, Grivalia Hospitality, ΤΕΡΝΑ και HardRock, Goldman Sachs και HIG, αλλά και κινήσεις που δρομολογούν επενδυτικά κεφάλαια όπως η Goldman Sachs και το ελληνικό SMERemediumCap. Την ίδια ώρα προχωρούν και εξαγορές υφιστάμενων τέτοιων μονάδων, με πιο πρόσφατη την εξαγορά από τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου του ομίλου Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης, στο συγκρότημα του οποίου λειτουργεί το Four Seasons Astir Palace Hotel Athens.
Πηγή: kathimerini.gr