Όταν ρώτησε με τη γνωστή κινηματογραφική του αφέλεια «Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια;» στα «Κίτρινα γάντια», έφτανε και περίσσευε για να σφραγίσει την ελληνική κωμωδία με την πιο αστεία ίσως σκηνή που μας χάρισε το παλιό καλό σινεμά.
Ο λόγος φυσικά για τον μοναδικό Γιάννη Γκιωνάκη, έναν από τους στυλοβάτες της παλιάς φουρνιάς των μεγάλων κωμικών μας και άνθρωπο πληθωρικό, τόσο εντός όσο και εκτός οθόνης, έναν σπουδαίο καρατερίστα ηθοποιό με αστείρευτη κωμική φλέβα που ψυχαγώγησε γενιές και γενιές.
Ο γεννημένος λες θεατράνθρωπος με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο και το στόμα που εκτόξευε συνεχώς βωμολοχίες ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, ένας φτασμένος κωμικός ήδη από τις αρχές της καριέρας του. Αφού έλαμψε στην επιθεώρηση και σφράγισε το ελληνικό ρεπερτόριο με τις ερμηνείες του (ιδιαίτερα τα έργα του Δημήτρη Ψαθά), ο Γκιωνάκης έβαλε κατόπιν σκοπό να μαγέψει και το σινεμά, πράγμα που έκανε με τη γνώριμη απλότητα και φυσικότητα που έχουν συνήθως τα ιερά τέρατα της τέχνης.
Παθιασμένος ως άνθρωπος, ξεκίνησε από μικρός για να γίνει γιατρός, ακολουθώντας τα πατρικά χνάρια, αν και στην πορεία θα ανακάλυπτε την υποκριτική, και η υποκριτική βέβαια εκείνον. Κι έτσι φορτώνει τις σπουδές στον κόκορα για να σπουδάσει θεατρίνος και να μετατραπεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της γενιάς του!
Ο Γκιωνάκης ήταν δυναμικός χαρακτήρας και εκτός μεγάλου πανιού και σε μια τέτοια εκδήλωση των παθών του πυροβόλησε το 1984 τη σύντροφό του, σε μια πολύκροτη υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Γκιωνάκης γεννιέται στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 στην Αθήνα ως γιος γιατρού. Πριν καλά καλά καταλάβει τον εαυτό του θα βρεθεί μαγεμένος με την ιατρική και ως παιδί σουλάτσαρε στο ιατρείο του πατέρα του, όταν σε ηλικία 15 ετών θα αποφασίσει να ακολουθήσει τα πατρικά χνάρια. Ο πιτσιρικάς θέλει να γίνει γιατρός και να διατηρήσει την οικογενειακή παράδοση στο λειτούργημα κι έτσι μετά το σχολείο θα γίνει δεκτός στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας.
Μέχρι τα 21 του δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί πώς θα γινόταν κάτι άλλο από γιατρός, τόσο ταγμένος ήταν στην επιστήμη. Και τότε, το 1943, παρακολουθεί από σπόντα την παράσταση «Αγριόπαπια» του Ερρίκου Ίψεν και συνειδητοποιεί επιτόπου ότι θέλει να γίνει ηθοποιός! «Μόλις πατήσεις τη σκηνή, τέλειωσε», συνήθιζε να λέει, «το θέατρο είναι το δυνατότερο ναρκωτικό που υπάρχει και δεν γίνεται και αποτοξίνωση».
Κι έτσι, εθισμένος τώρα στην υποκριτική, εγκαταλείπει την ιατρική και γράφεται στο Εθνικό Ωδείο, στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν. Δεν ξέχασε βέβαια ποτέ την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του για ανώτατη πανεπιστημιακή εκπαίδευση και μέχρι τα 30 του, παράλληλα με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, πήρε και ένα «χαρτί» από την Πάντειο Σχολή!
Ο Γκιωνάκης θεατράνθρωπος
Τα απλόχερα υποκριτικά του χαρίσματα και το τεράστιο εύρος του ρεπερτορίου του θα τον φέρουν από τις πρώτες στιγμές πάνω στο σανίδι. Ξεκινά την πλούσια θεατρική του καριέρα το 1944 στον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» και ακολουθούν τα κλασικά «Ο Βυθός» του Γκόρκι και «Ο Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, πάντα στο θέατρο του Καρόλου Κουν, αν και σύντομα θα βρει τη θέση του στο είδος που θα απογείωνε όσο λίγοι: την ελληνική επιθεώρηση. Ο Γκιωνάκης πριν μεταπηδήσει στο ελληνικό ρεπερτόριο και τα έργα του Ψαθά, του Σακελάριου και του Γιαννακόπουλου, έπαιξε σε πλήθος θεατρικών των μεγαλύτερων ξένων δραματουργών, από Μολιέρο μέχρι και Μαγιακόφσκι.
Άριστος μίμος καθώς ήταν, οι μιμήσεις που έκανε σε προβεβλημένες προσωπικότητες του καιρού άφησαν τη δική τους εποχή. Αυτοδίδακτος μουσικός, έμαθε πιάνο αλλά και να χορεύει με κλακέτες, καθώς διψούσε για μάθηση, θεωρώντας ταυτοχρόνως την υποκριτική πολύπλευρη δραστηριότητα.
Δεν θα του έπαιρνε πολύ να δει τη θεατρική του καριέρα να απογειώνεται και να μετατρέπεται σε στυλοβάτη της επιθεωρησιακής αθηναϊκής σκηνής. Την επιθεώρηση τη λάτρευε, θεωρώντας τη μάλιστα το δυσκολότερο θεατρικό είδος, αν και την υπηρέτησε πιστά σε όλη του τη ζωή. Ταυτοχρόνως, λάτρευε τα έργα του Δημήτρη Ψαθά, τα οποία ανέβασε σχεδόν όλα στο σανίδι με ανεπανάληπτη επιτυχία, παραμένοντας ο σημαντικότερος ίσως ερμηνευτής των έργων του. Αργότερα θα τον τιμούσαν με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για τις εξαίρετες ερμηνείες του.
Το πιστό θεατρόφιλο κοινό που τον ακολουθούσε σε ό,τι κι αν έκανε τον ώθησε κάποια στιγμή να φτιάξει τον δικό του θίασο, εγκαταλείποντας το Εθνικό Θέατρο του οποίου ήταν μόνιμο μέλος όλα αυτά τα χρόνια, από κοινού με τον Νίκο Ρίζο και τον Τάκη Μηλιάδη (1959). Οι τρεις μεγάλοι της επιθεώρησης μέτρησαν πρωτόγνωρες επιτυχίες στο θέατρο, τόσο στην επιθεώρηση όσο και τη φαρσοκωμωδία.
Κινηματογραφικές περιπέτειες
Ο Γκιωνάκης είχε την τύχη να ντεμπουτάρει στο σινεμά από το ξεκίνημα κιόλας της καριέρας του: πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία του Αλέκου Σακελάριου «Παπούτσι από τον τόπο σου» το 1946 και ακολούθησαν πλήθος φιλμ που τον ενθρόνισαν στις καρδιές του ελληνικού κινηματογραφόφιλου κοινού.
Αν πρέπει να θυμηθούμε και να ξεχωρίσουμε μερικές μόνο από τις περισσότερες από τις 100 ταινίες του μεγάλου μας κωμικού, θα μνημονεύσουμε τα φιλμ «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν», «Το κορίτσι με τα παραμύθια», «Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο», «Η κοροϊδάρα», «Ο αχόρταγος», «Ο πεθερόπληκτος», «Η ωραία του κουρέα», «Το στραβόξυλο», «Οι τέσσερις άσοι», «Ο ξεροκέφαλος», «Ο τρελός της πλατείας Αγάμων», «Ο τετραπέρατος», «Νυμφίος ανύμφευτος», «Άλλος για το εκατομμύριο», «Κάλλιο πέντε και στο χέρι», «Κρεβατομουρμούρα», «Η μουσίτσα», «Διαβόλου κάλτσα», «Το βλακόμουτρο», «Τρίτη και 13» και τα κορυφαία κατά πολλούς «Κίτρινα γάντια»!
Με τον συνήθη παρτενέρ του Νίκο Σταυρίδη έπαιξαν μαζί σε 19 ταινίες, γεννώντας ένα ιδιαίτερο κωμικό ντουέτο που έγραψε τη δική του ιστορία…
Αφού έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ο Γκιωνάκης πέρασε με την ίδια επιτυχία στην επικράτεια της βιντεοκασέτας, που κυριάρχησε στην εγχώρια σκηνή τη δεκαετία του 1980. Από το 1985-1992 εμφανίστηκε σε περισσότερες από 30 βιντεοταινίες κοσμώντας με τις τεράστιες υποκριτικές του ικανότητες το «ταπεινό» αυτό είδος.
Εξίσου επιτυχημένο ήταν και το πέρασμά του από τη μικρή οθόνη. Ξεχωρίζει η σειρά «Ιστορίες της νύχτας» (1972-1973), αλλά και τα αστυνομικά ευθυμογραφήματα «Ποινικό μητρώο της Αθήνας» και «Ιστορίες χωρίς δάκρυα»…
Για την προσφορά του στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ο μεγάλος μας ηθοποιός τιμήθηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά, ενώ το 1999 βραβεύτηκε και με το έπαθλο Αιμίλιος Βεάκης από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου…
Η προσωπική του ζωή και η πολύκροτη υπόθεση με την απόπειρα δολοφονίας
Θυελλώδης και παθιασμένος καθώς ήταν τόσο εντός όσο και εκτός πανιού, ο Γκιωνάκης παντρεύτηκε το 1957 κεραυνοβολημένος από έρωτα και απέκτησε δύο κόρες, μεταξύ των οποίων και η ηθοποιός Πωλίνα Γκιωνάκη. Στις 14 Οκτωβρίου 1984, η είδηση για τις νομικές περιπέτειες του Γκιωνάκη συντάραξαν το πανελλήνιο, όταν οι πρώτες αναφορές έκαναν λόγο για μια περίεργη υπόθεση: ο ηθοποιός πυροβόλησε τη σύντροφό του Αφροδίτη Κοζανιτά μέσα στο σπίτι της στο Καστρί.
Σύμφωνα με την Κοζανιτά, το ζευγάρι λογομάχησε όταν αυτή του ζήτησε να χωρίσουν και κατά τη διάρκεια της αψιμαχίας, ο Γκιωνάκης έβγαλε ατάραχος το πιστόλι του, την πυροβόλησε τρεις φορές και έφυγε από το σπίτι. Το θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο φέροντας τραύμα στον θώρακα και ο ηθοποιός συνελήφθη και προφυλακίστηκε, ισχυριζόμενος πάντα ότι ήταν αθώος και πως δεν είχε καμία πρόθεση να σκοτώσει τη σύντροφό του. Η πολύκροτη δίκη κράτησε δυόμιση περίπου χρόνια, στην ακροαματική διαδικασία της οποίας εμφανιζόταν ο Γκιωνάκης συντετριμμένος, καθώς ήταν ακόμα παντρεμένος και ο παράνομος δεσμός ήταν τώρα στο προσκήνιο.
Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο ηθοποιός ήταν βαρύτατες (απόπειρα ανθρωποκτονίας και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία), όπως βαρύτατη ήταν για τον ίδιο και η κατάθεση της ερωμένης του, όταν έμαθε το πανελλήνιο για την αρρωστημένη ζήλεια του λατρεμένου και πάντοτε αθυρόστομου ηθοποιού. Η προσωπική του ζωή, την οποία κρατούσε πάντα μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του Τύπου, ήταν τώρα στα πρωτοσέλιδα, όπως και η «απαλλακτική» κατάθεση της Κοζανιτά: «Σας διαβεβαιώνω ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία».
Η κατάθεσή της έπαιξε σαφώς ρόλο στη μετατροπή του κατηγορητήριου σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και στα ελαφρυντικά που αναγνωρίστηκαν στον ηθοποιό, ο οποίος έφαγε τελικά 15 εξαγοράσιμους μήνες.
Η τελευταία περίοδος της ζωής του μαστίστηκε από πολλαπλά προβλήματα υγείας, τα οποία κατέληξαν σε εγκεφαλικό επεισόδιο το 1998, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Το εγκεφαλικό θα τον χτυπήσει και πάλι κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τους οποίους θα περάσει στο κρεβάτι του νοσοκομείου «Λευκός Σταυρός». Ο μεγάλος μας κωμικός άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Αυγούστου 2002, σε ηλικία 80 ετών.
Θα τον θυμόμαστε πάντα ως «Αχόρταγο», «Στραβόξυλο», «Αγαθιάρη» και «Ξεροκέφαλο», ως έναν άνθρωπο που είχε βάλει σκοπό να μας κάνει να γελάμε…
Πηγή : newsbeast.gr