Φάε παιδί μου… όλο σου το φαγητό (είτε θες είτε δε θες) – Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Χρυσούλα Ζερβού

Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Χρυσούλα Ζερβού

 

-«Μαμά, δεν θέλω άλλο»
-«Φάε παιδί μου, έλα λίγες μπουκίτσες μείνανε»
-«Όχι, δεν θέλω άλλο»
-«Μα δεν έχεις φάει τίποτα»
-«Μα δεν θέλω άλλο σου λέω»
-«Έλα, έλα μια μπουκίτσα για την μανούλα… άλλη μια για τον μπαμπά…»
-«Χόρτασα μαμά»
-«Μα τώρα, που έμεινε τόσο λίγο; Την δύναμη σου θα αφήσεις;»
-«Μα έφαγα πολύ»
-«Έλα παιδί μου. Φάε σε παρακαλώ. Πώς θα μεγαλώσεις;»

Ακόμα και αν δεν είστε γονείς, σίγουρα αυτός ο διάλογος σας είναι γνώριμος. Είτε από προσωπική εμπειρία κάποια στιγμή ως παιδιά, είτε όντας παρόντες στην παραπάνω σκηνή, σε ζωντανή μετάδοση σε κάποιο συγγενικό / φιλικό σπίτι με παιδιά. Θυμάστε όμως πώς τελειώνει αυτή η σκηνή;

 

Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι να τελειώσει η σκηνή αυτού του έργου.
Ο πιο γρήγορος και απλός τρόπος είναι να τελειώσει στην τρίτη γραμμή. Δηλαδή στο «όχι δεν θέλω άλλο». Ο γονιός έχει ακούσει την δήλωση του παιδιού του (δεν θέλω άλλο). Έχει κάνει ΜΙΑ μόνο προσπάθεια μήπως το παιδί φάει λίγο παραπάνω (άγνωστο βέβαια γιατί θεωρεί ότι χρειάζεται παραπάνω φαγητό). Το παιδί εξακολουθεί να μην θέλει άλλο, ο γονέας συμφωνεί, και κάπως έτσι, «εντάξει παιδί μου, αφού λες ότι χόρτασες, σε πιστεύω», η σκηνή τελειώνει και όλα καλά, όλα ωραία.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η σκηνή να συνεχίζεται για πολύ ακόμα, με την μαμά ή τον μπαμπά να σκαρφίζονται κάθε είδους τέχνασμα και επιχείρημα για να φάει το παιδί. Αυτό να αρνείται, η ένταση να μεγαλώνει και η σκηνή να τελειώνει με το στόμα του παιδιού ερμητικά κλειστό και τους γονείς μέσα στα νεύρα, την αγανάκτηση, την ανησυχία, την απογοήτευση και άλλα τέτοια «ωραία» («αχ τι θα κάνω με αυτό το παιδί, τίποτα δεν τρώει, πάλι δεν έφαγε»).
Σε αυτή την σκηνή, το φαγητό συνδέεται με την αποτυχία. Ένα συναίσθημα που δεν αφορά μόνο στους γονείς, αλλά κυριαρχεί και στο παιδί, παρόλο που κατάφερε να κρατηθεί σταθερό και να μην φάει παραπάνω. Ειδικά όταν αυτή η σκηνή επαναλαμβάνεται, αυτό που στο τέλος μένει στο παιδί είναι ότι η γνώση του για το πότε χόρτασε, δεν είναι αποδεκτή από τους γονείς του. Άρα κάτι δεν αντιλαμβάνεται καλά. Αρχίζει λοιπόν να αμφισβητεί την ορθότητα αυτού που νιώθει. Σε αυτή την περίπτωση αρχίζει να αμφιβάλλει για το αίσθημα του κορεσμού, όμως αυτόματα και χωρίς να το καταλάβει, πολύ σύντομα θα αρχίσει να αναρωτιέται για την ορθότητα κάθε συναισθήματος που νιώθει. Δεν θα είναι σίγουρο για τον εαυτό του και πολύ συχνά θα ψάχνει επιβεβαίωση και αποδοχή από τους άλλους.

Ο τρίτος και τελευταίος τρόπος να τελειώσει η σκηνή, είναι να «υποκύψει» το παιδί στην επιθυμία των μεγάλων και να συνεχίσει να τρώει κι άλλο φαγητό. Στην αρχή λίγο θυμωμένα, στην συνέχεια αγανακτισμένα και στο τέλος αδιάφορα. Η σκηνή όπως καταλαβαίνετε τελειώνει με τους γονείς ευχαριστημένους που τάισαν το παιδί τους και αυτό τώρα θα δυναμώσει και θα μεγαλώσει. Υπερήφανους για τον εαυτό τους, γιατί το παιδί σίγουρα δεν ήξερε τι έλεγε όταν είπε «δεν θέλω άλλο». Και καλά έκαναν και δεν το πίστεψαν, αφού να, όλο το έφαγε τελικά.

 

Και το παιδί;
Α ναι, υπήρχε και ένα παιδί. Το ξεχάσατε και εσείς; Έτσι νιώθει το παιδί στο τέλος αυτής της σκηνής. Σαν να μην υπάρχει. Δεν ακούστηκε η φωνή του, δεν έγινε πιστευτή η ανάγκη του, αμφισβητήθηκε η ορθότητα της (πεινάς, αλλά δεν το ξέρεις), υποτιμήθηκε η νοημοσύνη του (τα γνωστά κολπάκια, να το ξεγελάσουμε να φάει), γέμισε ενοχές (άλλα παιδιά δεν έχουν να φάνε).
Και έτσι το παιδί, αντί να κλείσει, άνοιξε το στόμα του στο επιπλέον φαγητό και άρχισε από εκείνη την στιγμή να μαθαίνει, πως αυτό που νιώθουμε, δεν χρειάζεται να το λέμε αφού δεν μας πιστεύουν, οι άλλοι ξέρουν καλύτερα, άρα ας κάνω αυτό που μου λένε και όταν νιώθουμε άσχημα, καλύτερα να τρώμε…
Έχω γράψει και άλλες φορές ότι πολλά βιώματα μας, κρύβουν πίσω τους μια ψυχο-μαθηματική ακολουθία και στα παραπάνω παραδείγματα, αυτό φαίνεται καθαρά. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως όλα αυτά, μπορεί να αποτυπωθούν ως βίωμα, ακόμα και χωρίς λόγια. Μια κίνηση απελπισίας, ένα νεύμα απογοήτευσης, ένα βλέμμα υποτίμησης, είναι αρκετά να αντικαταστήσουν όλο τον διάλογο.
Η πίεση που ασκούν οι γονείς και που βιώνει ένα παιδί για να φάει παραπάνω φαγητό, πέρα από όλα τα δύσκολα συναισθήματα που μπορεί να εμπεριέχει, αλλά και να επιφέρει, έχει και μια πολύ σημαντική οργανική συνέπεια. Απορρυθμίζει το πολύ σοφά φτιαγμένο σύστημα πείνας και κορεσμού που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι όταν γεννιούνται. Το να επιτρέπουμε λοιπόν στο παιδί μας να σταματήσει να τρώει όταν πει «μαμά δεν θέλω άλλο, χόρτασα», καταρχήν το βοηθάμε να διατηρήσει αυτή την σοφία του σώματος του. Επιπλέον, του δίνουμε χώρο να εκφραστεί και δείχνουμε σεβασμό σε αυτό που λέει και εμπιστοσύνη. Έτσι και το παιδί μας μαθαίνει να αναγνωρίζει τις ανάγκες του, σωματικές και συναισθηματικές, να τις εκφράζει με ασφάλεια, να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να ενισχύεται η αυτοπεποίθηση του. Επίσης, αποφεύγουμε να δημιουργούμε «δύσκολα» βιώματα γύρω από το φαγητό, που ίσως κάποια στιγμή το ταλαιπωρήσουν στη ζωή του.

Λοιπόν; Εσείς ποιο τέλος θα διαλέγετε σε αυτό το έργο;

Pin It on Pinterest