Επί 30 χρόνια ο Μπουασονά φωτογράφιζε την Ελλάδα μαζί με τον συνοδοιπόρο του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης.
Μας άφησε έτσι πολύτιμες εικόνες από μια Αθήνα που είναι σήμερα άγνωστη σε πολλούς: μια πρωτεύουσα με ποτάμια, χωματόδρομους, νεοκλασικά αρχοντόσπιτα και φτωχικά λασπόσπιτα.
Το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό και καθοριστικό για την εξέλιξη της Ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Η οικογένειά του καταγόταν από τη νότια Γαλλία, από τη Λιβρώνα, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία.
Τότε που στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες είχε γίνει εχθρικό, οι πρόγονοί του – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες – αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη της Ελβετίας.
Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Φρεντ να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.
Ίσως το τελικό σίγμα που έχει στην πραγματικότητα το όνομά του Boissonnas να είναι απομεινάρι και δείγμα ενός Έλληνα χαμένου για την Ελλάδα, που όμως τη στήριξε σε όλη του τη ζωή, με πράξεις κυρίως και όχι μόνο με λόγια.
Ο πατέρας του Φρεντ άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη, η αδυναμία του όμως ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του – ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Ο Φρεντ(ερίκ) Μπουασονά γεννήθηκε το 1858. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Ανρύ και της Σοφί. Πολύπλευρο ταλέντο ο Φρεντ, κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη – με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών – και μουσική – ήταν θαυμάσιος πιανίστας.
Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του, κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους.
Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά, κέρδισε πολλά βραβεία, στη Γενεύη, στο Παρίσι, στη Βέρνη, στη Βιέννη, στο Σικάγο.
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Μπουασονά πήρε ένα τηλεγράφημα από τον Σκωτσέζο Λόρδο Nάπιερ, που του παράγγελνε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Λευκό Όρος».
Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nάπιερ έστελνε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής.
Ο Φρέντ, επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…Εάν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…». Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιό του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο σύντομο περιεχόμενο. Αυτή τη φορά δέχτηκε την πρόταση.
Πρώτος σταθμός του στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασε τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό.
Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Φρεντ να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, εγκαταστάθηκε στο Ζεμενό της Αράχοβας, απ’ όπου μπορούσε να έχει πανοραμική άποψη του Παρνασσού.
Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού του παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρο του.
Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Φρεντ φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.