Το υπέροχο ψηφιδωτό που ανακαλύφθηκε στην Αμφίπολη είναι ένα σημαντικό στοιχείο ότι πρόκειται περί ενός μακεδονικού τάφου, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες Μακεδόνες ήταν φανατικοί χρήστες της συγκερκιμένης τέχνης. Για αυτούς η ζωγραφική διασώζονταν μέσω της συγκεκριμένης τεχνικής
Καθώς έχουν βρεθεί ψηφιδωτά δάπεδα στο Δίον, στη Βεργίνα, στη Βέροια κ.α δείχνει ότι οι Μακεδόνες όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν λάτρεις αυτής της τεχνοτροπίας και φαίνεται η συνέχεια του Ελληνισμού.
Η νέα ανακάλυψη αφορά το μεγαλύτερο τμήμα του ψηφιδωτού δαπέδου που καλύπτει όλη την επιφάνεια του δεύτερου χώρου του ταφικού μνημείου και βρέθηκε πίσω από τις δύο Καρυάτιδες.
Το ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε κατά την αφαίρεση μέρους της επίχωσης, που είναι σε εξέλιξη και σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, καλύπτει όλη την επιφάνεια του χώρου δηλαδή 4,5μ. πλάτος επί 3 μ. μήκος. Είναι κατασκευασμένο από μικρά βότσαλα, λευκού, μαύρου, γκριζωπού, μπλε, κόκκινου και κίτρινου χρώματος.
Την κεντρική παράσταση περιβάλλει διακοσμητικό πλαίσιο, πλάτους 0,60μ.,το οποίο συντίθεται από διπλό μαίανδρο, τετράγωνα και τρέχουσα σπείρα. Το φόντο της παράστασης είναι σε αποχρώσεις γκρί-μπλέ.
Η κεντρική παράσταση απεικονίζει άρμα σε κίνηση, που σύρεται από δύο λευκά άλογα, το οποίο οδηγεί γενειοφόρος άνδρας, με στεφάνι δάφνης στο κεφάλι.
Η εύρεση ψηφιδωτών κατά τον πρώην υπουργό Ν. Μάρτη αποτελούσε ένδειξη της ελληνιότητας μακρινών βασιλείων στην Ανατολή μετά τον θάνατο του Μ.Αλέξανδρου. Ο ίδιος είχε πει για την μακεδονική τεχνοτροπία.
“Εις την «Καθημερινή» της 25/4/1982 δημοσιεύθηκε ψηφιδωτό, με οκτάκτινο ήλιο της Βεργίνας, σε ανασκαφές Γάλλων εις το βασίλειο της Βακτριανής, όπου (όπως παρουσίασε ο καθηγητής Παντερμαλής σε έκθεση του Μεγάλου Αλεξάνδρου) βασίλευσαν 22 έλληνες βασιλείς μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Το ψηφιδωτό το αναδημοσίευσα εις το βιβλίον μου «Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας», σελ. 140.”
Μάλιστα φάινεται πως μέσω της ψηφοθεσίας οι Αρχαίοι Έλληνες πέτυχαν τα μεγαλύτερα επιτέυγματα στην ζωγραφική εκινα τα χρόνια. Ακολουθεί άρθρο της αρχιολόγου Αντουνέτας Καλέγια το οποίο περιγράφει έναν κλασσικό μακεδονικό τάφο και τα ζωγραφικά επιτέυγματα που πρέπει να περιμένουμε να ανακαλυφθούν, και η διατήρηση των επιτευγματων αυτών επιτυγχάνονταν καλύτερα με τα ψηφιδωτά.
Η ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ των μνημείων αυτών ανακαλύφθηκε στον χώρο της Μακεδονίας, γι’ αυτό και ο τύπος των συγκεκριμένων κτιρίων έγινε γνωστός ως «μακεδονικός» τάφος. Παρόμοιοι μνημειακοί τάφοι έχουν βρεθεί και εκτός Μακεδονίας, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Θράκης, η οποία ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας υπό τον Φίλιππο Β’. Ο βασιλιάς αυτός ίδρυσε στα εδάφη των προγενέστερων θρακικών βασιλείων νέες πόλεις, στο πλαίσιο της πολιτικής του για διείσδυση και εδραίωση της μακεδονικής κυριαρχίας στα θρακικά φύλα. Οι πιο γνωστές ήταν οι Φίλιπποι (στη θέση της παλαιότερης ελληνικής πόλης των Κρηνίδων) και η Φιλιππούπολη (στη θέση παλαιότερου θρακικού οικισμού, το σημερινό Πλόβντιφ).
Η παρουσία των μακεδονικών τάφων στην περιοχή της Θράκης ερμηνεύεται ως κατάλοιπο της μακεδονικής κυριαρχίας ή ως προσπάθεια των τοπικών ηγεμόνων να μιμηθούν τους πλούσιους μακεδονικούς τάφους. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει σίγουρα η Σευθόπολη, που είχε πάρει την ονομασία της από τον βασιλιά Σεύθη των Οδρυσών. Στα μνημεία της, που ανακαλύφθηκαν στο σημερινό Καζανλάκ ή Καζανλίκ της Βουλγαρίας, περιλαμβάνονται 14 εντυπωσιακοί τάφοι. Από αυτούς ξεχωρίζει ένας κιβωτιόσχημος τάφος του τέλους του 4ου αιώνα, π.Χ., με υπαίθριο «πρόδρομο», λίθινο δρόμο και μεγάλο ταφικό θάλαμο. Το εσωτερικό του φέρει πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο: σκηνές μάχης, αρματοδρομίας και νεκρόδειπνου. Το σύνολο θεωρείται έργο Ελλήνων τεχνιτών, που εργάστηκαν για λογαριασμό του τοπικού άρχοντα.
Προέλευση του τύπου
Ο τύπος του μακεδονικού τάφου εμφανίζεται ξαφνικά στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και μέχρι στιγμής πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν έχει βρεθεί κάποιος τύπος μνημείου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόδρομη μορφή του. Η εμφάνισή του την εποχή αυτή συμπίπτει χρονικά με την οικονομική άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας. Τότε οι πλούσιοι αριστοκράτες, με επικεφαλής τα μέλη του βασιλικού οίκου, εγκατέλειψαν την ταφή σε απλούς κιβωτιόσχημους τάφους και υιοθέτησαν την κατασκευή ενός επιβλητικού μνημείου.
Περιγραφή του μακεδονικού τάφου
Ο μακεδονικός τάφος αποτελείται από δύο χώρους: τον κυρίως (ταφικό) θάλαμο και τον προθάλαμο, στον οποίο κατέληγε ο δρόμος. Το φαινόμενο ύπαρξης ενός μόνο θαλάμου είναι σπάνιο: το συναντούμε δύο φορές στη Βεργίνα. Το υλικό δομής είναι ο ντόπιος πωρόλιθος και άλλα ασβεστολιθικά πετρώματα, ενώ το μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε μόνο στην πρόσοψη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της οροφής. Όπως τεκμηριώθηκε ανασκαφικά, για τη στέγαση των θαλάμων του τάφου κατασκευάστηκε μια χτιστή καμάρα και όχι μια απλή ξύλινη οροφή. Αν και η κατασκευή τόξων και θόλων παρατηρείται στους μυκηναϊκούς χρόνους, ωστόσο η χρήση τοξωτών και καμαροειδών κατασκευών στην Ελλάδα δεν γενικεύθηκε πριν τους ελληνιστικούς χρόνους. Και επειδή η καμάρα ως αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν απαντά συχνά στον ελληνικό χώρο πριν τον 3ο αιώνα π.Χ., πολλοί ερευνητές θεώρησαν ότι ο τύπος του μακεδονικού τάφου έπρεπε να χρονολογηθεί μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε η ανακάλυψη δύο μακεδονικών τάφων με καμαροειδή στέγη. Ο πρώτος είναι ο Τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας, για τον οποίο πάρα πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι περιέκλεισε τα οστά του Φιλίππου Β’, οπότε χρονολογείται σαφώς πριν την εκστρατεία στην Ασία. Ο δεύτερος είναι ο τάφος «της Ευρυδίκης», που χρονολογείται με ασφάλεια γύρω στο έτος 344/3, με βάση ένα όστρακο από παναθηναϊκό αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην επίχωσή του και στο οποίο αναγραφόταν το όνομα του επώνυμου άρχοντα της Αθήνας, Λυκίσκου. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η καμάρα ήταν ένα ελληνικής προέλευσης αρχιτεκτονικό στοιχείο, που παρέχει δύο βασικά πλεονεκτήματα: α) εξαιτίας του υλικού κατασκευής της δεν αποσυντίθεται και β) η τοξωτή κατασκευή συγκρατεί το βάρος του υπερκείμενου όγκου χώματος, εμποδίζοντας την κατάρρευση της οροφής.
Το εντυπωσιακότερο στοιχείο των περισσότερων μακεδονικών τάφων είναι η πρόσοψή τους. Είναι το μόνο τμήμα του τάφου που παρουσιάζει τυπολογική εξέλιξη. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν έχει ανακαλυφθεί ούτε ένας τάφος του οποίου η πρόσοψη να είναι ίδια με κάποιου άλλου. Οι προσόψεις των πρώιμων τάφων ήταν απλές και σχεδόν ακόσμητες: παράδειγμα, ο τάφος «της Ευρυδίκης». Σταδιακά, η πρόσοψη άρχισε να κοσμείται με ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, που είχαν καθαρά διακοσμητική αξία και επιχρίονταν με γυψοκονίαμα, για να δίνουν την εντύπωση μαρμαροκατασκευής. Ακολούθησε η επίθεση χρωμάτων (κόκκινου, κυανού, πράσινου και λευκού), που χάριζαν στο μνημείο μια εντυπωσιακή όψη, έστω και αν η είσοδος αυτή δεν προοριζόταν για το θεαθήναι. Η απόληξη της πρόσοψης συχνά κοσμήθηκε με ζωφόρο που έφερε ζωγραφικό διάκοσμο, μοναδικά έργα τέχνης της μεγάλης ζωγραφικής του 4ου αιώνα π.Χ.: το βασιλικό κυνήγι στον Τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας, μάχη Ελλήνων-Περσών και σκηνές κενταυρομαχίας στον τάφο «της Κρίσεως» στα Λευκάδια, σκηνή κρίσεως νεκρού στον τάφο «των στρατιωτών» από το αγρόκτημα Μπέλλα στη Βεργίνα κ.ο.κ. Λίγοι είναι οι τάφοι που είχαν πρόσοψη αετωματική, όπως ο κομψός τάφος «του Ρωμαίου», που θυμίζει αρχαίο ναό. Ουσιαστικό στοιχείο της πρόσοψης είναι η θύρα που υπάρχει και στους δύο θαλάμους, σαν για να θυμίζει ότι ο νεκρός εισέρχεται στην αιώνια κατοικία του. Γι’ αυτό αποτελεί πλήρη μεταφορά της ξύλινης πόρτας σε μάρμαρο, εξ ου και οι εφηλίδες και το ρόπτρο. Στον τάφο «της Ευρυδίκης» μια ανάλογη επιμελημένη πρόσοψη καλύπτει τον τυφλό τοίχο στο οπίσθιο μέρος του ταφικού θαλάμου – περίπτωση μοναδική. Σε λίγους τάφους, όπως αυτόν «της Κρίσεως» στα Λευκάδια, έχουμε και μια σειρά από ψευδοπαράθυρα επάνω από τη ζωφόρο, λες και πρόκειται για τον πρώτο όροφο κατοικίας.
Στο εσωτερικό του ταφικού θαλάμου υπήρχε συχνά λίθινος θρόνος. Τον νεκρό τον τοποθετούσαν είτε μέσα σε ξύλινα φέρετρα που ακουμπούσαν επάνω σε λίθινες τράπεζες είτε μέσα σε πολύτιμα σκεύη. Γύρω του, και στον χώρο του προθαλάμου, τοποθετούσαν τα κτερίσματα. Μοναδική περίπτωση δεύτερης ταφής στον προθάλαμο συναντούμε στον Τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα. Μοναδικό είναι και το παράδειγμα του τάφου των Λύσωνος και Καλλικλή στα Λευκάδια: σε μια σειρά από ενεπίγραφες κόγχες αναγράφηκαν τα ονόματα των νεκρών του θαλάμου, όπου είχαν τοποθετηθεί οστά προγόνων της οικογένειας. Εξίσου μοναδικός είναι και ο ζωγραφικός διάκοσμος του θαλάμου, που είχε διαμορφωθεί σαν μια περίστυλη αυλή, όπου μεταξύ πεσσών (προοπτικά αποδιδόμενων) κρέμονται ζωγραφισμένες με έντονο πράσινο χρώμα φυτικές γιρλάντες με καρπούς και κίτρινες κορδέλες. Κάτω από τα τόξα της καμάρας απεικονίζονται εξαρτήματα στρατιωτικού οπλισμού, όπως κράνη, ξίφη, κνημίδες, ασπίδες και πανοπλίες.
Διασπορά του τύπου του μακεδονικού τάφου
Οι περισσότεροι μακεδονικοί τάφοι βρέθηκαν στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας. Ήδη έγινε λόγος για τους τάφους στη Βεργίνα και στα Λευκάδια. Παρόμοιοι τάφοι έχουν βρεθεί επίσης στα Σπήλια Κοζάνης, στην Πέλλα, στον Κόπανο Ημαθίας, στην Ευκαρπία Σερρών, στην Ποτίδαια Χαλκιδικής, στη Σταυρούπολη Ξάνθης, στα Σύμβολα Ροδόπης, στο Ελαφοχώρι Έβρου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας (Κοτρώνι, Αμάρυνθο, Νέα Ερέτρια), η οποία διατηρούσε στενές επαφές με τη Μακεδονία κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν βρέθηκαν συλημένοι. Εξαίρεση αποτελούν οι Τάφοι ΙΙ και ΙΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και ο τάφος Β στην Πέλλα. Ωστόσο, η ανακάλυψη παρόμοιων τάφων ―εκτός από τις γνώσεις για την αρχιτεκτονική του 4ου και του 3ου αιώνα― αυξάνει τις γνώσεις μας για τη μεγάλη ζωγραφική της εποχής αυτής, η οποία ως τώρα παρέμενε άγνωστη.
Η μεγάλη ζωγραφική στους μακεδονικούς τάφους
Η μεγάλη ζωγραφική είναι ένας τομέας της αρχαίας τέχνης που παραμένει ατελώς γνωστός, επειδή τα δείγματά της που σώζονται είναι σπανιότατα, λόγω της ευαισθησίας των υλικών. Από τις αρχαίες πηγές γνωρίζουμε ονόματα ζωγράφων του 5ου αιώνα π.Χ. και των έργων που είχαν φιλοτεχνήσει. Ο Πολύγνωτος ο Θάσιος είχε ζωγραφίσει δύο φορές την άλωση της Τροίας και μία τη Νέκυια της Οδύσσειας. Ο Πάναινος, αδελφός του Φειδία, είχε ζωγραφίσει τη μάχη του Μαραθώνα. Ο Παρράσιος ο Εφέσιος ήταν ονομαστός για το καλό σχέδιο, τα πλαστικά περιγράμματα και την ικανότητα ψυχογραφικής απόδοσης των μορφών του. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος ανακάλυψε τις σκιάσεις. Ο Ζεύξις εμιμείτο πολύ καλά τη φύση. Τους ζωγράφους αυτούς διαδέχθηκαν τον 4ο αιώνα ο Παυσίας, ο Νικίας, ο Απελλής (που ήταν ο αγαπημένος ζωγράφος του Αλέξανδρου), ο Ευφράνωρ, ο Νικόμαχος και ο Φιλόξενος.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια μια αμυδρή εικόνα για τη μεγάλη ζωγραφική έδιναν τα θέματα της αγγειογραφίας και ―κυρίως― τα ψηφιδωτά δάπεδα των οικιών της Πέλλας και της Ολύνθου, που αντανακλούν με βεβαιότητα τα επιτεύγματα της μεγάλης ζωγραφικής. Τα ωραιότερα από αυτά αποδίδουν τις σκηνές με τόση φυσικότητα που νομίζει κανείς ότι βλέπει ζωγραφικό πίνακα: το κυνήγι του ελαφιού, το κυνήγι του λιονταριού από τον Αλέξανδρο και τον Κρατερό, ο Διόνυσος επάνω σε πάνθηρα είναι μερικά από αυτά. Ο Φιλόξενος από την Ερέτρια είχε φτιάξει έναν διάσημο ζωγραφικό πίνακα με θέμα τη μάχη της Ισσού, που υπήρξε το πρότυπο για το έξοχο ψηφιδωτό με το ίδιο θέμα από την Οικία του Φαύνου στην Πομπηία.
Η μεγάλη ζωγραφική και η τέχνη της ψηφοθεσίας σημειώνουν μεγάλη πρόοδο από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής. Οι τέχνες αυτές ανταποκρίνονταν καλύτερα στο πνεύμα των Ελληνιστικών χρόνων και στην ολοένα αυξανόμενη ζήτηση λόγω της οικοδόμησης μεγάλων και πλούσιων ιδιωτικών κατοικιών. Οι γνώσεις μας αυξήθηκαν δραματικά με τις ανασκαφές τάφων στη βόρεια Ελλάδα. Λαμπρά δείγματα συναντούμε στους τάφους της Βεργίνας. Ο Τάφος Ι της Μεγάλης Τούμπας (ένας απλός κιβωτιόσχημος τάφος, ανοιγμένος δίπλα στον Τάφο ΙΙ) περιείχε ένα από τα ωραιότερα τοιχογραφικά σύνολα με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης. Ο ανασκαφέας, Μανόλης Ανδρόνικος, απέδωσε με επιφύλαξη την εκτέλεση του έργου στον ζωγράφο Νικόμαχο.
Ο Τάφος ΙΙ (του Φιλίππου) έχει να παρουσιάσει μία από τις τελειότερες συνθέσεις – το βασιλικό κυνήγι, στο οποίο μετέχει και ο ίδιος ο βασιλιάς. Πρόκειται για ένα έξοχο έργο, το οποίο ο Ανδρόνικος απέδωσε ―πάλι με αρκετές επιφυλάξεις― στον Φιλόξενο, μαθητή του Νικόμαχου. Ο Τάφος ΙΙΙ (του Πρίγκιπα) έχει τοιχογραφία στους τοίχους του προθαλάμου με απεικόνιση αρματοδρομίας, ενώ ο γραπτός διάκοσμος της πρόσοψης έχει χαθεί επειδή ήταν προσαρμοσμένος σε φθαρτό υλικό, ξύλο ή δέρμα. Εξαίρετα δείγματα έχουμε και στον τάφο του αγροκτήματος Μπέλλα στη Βεργίνα και στον τάφο «της Κρίσεως» των Λύσωνος και Καλλικλή στα Λευκάδια.
Τοιχογραφίες απαράμιλλης και σπάνιας ομορφιάς αποκαλύφθηκαν την άνοιξη του 1994 στον Άγιο Αθανάσιο, 25 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης: 23 μορφές στεφανωμένων συμποσιαστών (ύψους 35 εκατοστών) σε ανάκλιντρα, σειρά από ασπίδες, οπλίτες με μακεδονική ενδυμασία και τη χαρακτηριστική καυσία (το πλατύ καπέλο των Μακεδόνων, όμοιο με το κάλυμμα που φορούν πάντα οι Καλάς στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου), δόρατα και ασπίδες, δύο φρουροί στην είσοδο του τάφου (σχεδόν σε φυσικό μέγεθος), όλα έργα των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Τον Μάιο του 2001, σε μεγάλο τάφο του 4ου αιώνα στην Πέλλα ανακαλύφθηκε άλλος ένας μεγάλος τάφος με πλούσιο διάκοσμο. Η ανεύρεση τόσων πολλών αριστουργηματικών έργων εκλεπτυσμένης τέχνης έκανε τους αρχαιολόγους να μιλούν για την ύπαρξη μιας τοπικής σχολής ζωγραφικής υψηλών προδιαγραφών, που δραστηριοποιήθηκε από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και εξής.
Την εικόνα που έχουμε για τη ζωγραφική του 4ου αιώνα συμπληρώνουν οι γραπτές επιτύμβιες στήλες της Βεργίνας, έργα πρωτότυπα και σημαντικά τόσο για την αισθητική αξία τους όσο και για την ιστορική σημασία τους.
Βιβλιογραφία
Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα – Οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες (1984)
. Αντ. Καλλέγια, Φίλιππος Β’, βασιλεύς των Μακεδόνων (2003).
Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρους-Μπριτάννικα».
Ιδού οι φωτογραφίες του αριστουργήματος
Ο γενειοφόρος άνδρας, με στεφάνι δάφνης στο κεφάλι
Το ψηφιδωτό έχει υποστεί φθορά στο κέντρο, σε σχήμα κύκλου, διαμέτρου 0,80μ -Aνατολικά και δυτικά, δεν έχει αποκαλυφθεί στο σύνολό του
Στα βόρεια του δαπέδου αποκαλύφθηκε το μαρμάρινο κατώφλι της θύρας, που οδηγεί στον τρίτο χώρο
Η διακόσμηση γύρω από το ψηφιδωτό