Ο Μέγας Αλέξανδρος αποτελούσε έναν αρχηγό-πρότυπο για τους στρατιώτες του. Γι’ αυτό υπέμεινε μαζί τους όλες τις κακουχίες, μοιραζόταν τις ταλαιπωρίες και αψηφώντας τους κινδύνους, μαχόταν στην πρώτη γραμμή. Τη ριψοκίνδυνη συμμετοχή του στις μάχες φανερώνουν οι αλλεπάλληλοι τραυματισμοί του.
Αυτό όμως που υπέστη σε μια από τις τελευταίες του μάχες στη χώρα των Ινδών, λίγο έλειψε να δώσει ένα τέλος στη θρυλική του πορεία. Τον χειμώνα του 326 π.Χ., κατά την εκστρατεία στην Ινδία, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκρούστηκε με την πολεμική φυλή των Μαλλών.
Νότια του ποταμού Υδραώτη (παραπόταμου του Ινδού) υπήρχε μία μεγάλη πόλη-φρούριο των Μαλλών (πιθανώς στην σημερινή Κοt-Kamalia ή στην σημερινή Multan) την οποία ο Αλέξανδρος απέκλεισε από παντού. Το έναυσμα της εφόδου εναντίον του οχυρού έδωσε ο ίδιος ο Μακεδόνας στρατηλάτης. Άρπαξε μια κλίμακα και άρχισε να ανεβαίνει γοργά τα τείχη κρατώντας την ασπίδα του ώστε να προστατεύει το κεφάλι του.
Ακριβώς από πίσω του ανέβαιναν τρεις υπασπιστές του, ο Πευκέστας, ο Αβρέας και ο Λεοννάτος. Ο πρώτος κρατούσε και την «ασπίδα του Αχιλλέα», την οποία είχε πάρει από τον Ναό της Ιλιάδος Αθηνάς στην Τροία ο Αλέξανδρος και την είχε συνεχώς μαζί του. Τους ακολούθησαν δεκάδες πολιορκητές, όμως η κλίμακα έσπασε από το υπερβολικό βάρος.
Έτσι οι τέσσερις άνδρες βρέθηκαν μόνοι πάνω στην έπαλξη δεχόμενοι βροχή από βέλη, ακόντια και πέτρες. Ο κίνδυνος για τη ζωή του Μακεδόνα στρατηλάτη ήταν άμεσος. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του ουρλιάζοντας, τον παρακινούσαν να πηδήξει πάνω στα σώματά τους, έξω από τα τείχη. Ωστόσο εκείνος προτίμησε να πηδήξει μέσα στο τείχος!
Γνώριζε βέβαια ότι θα κινδύνευε να σκοτωθεί, όμως κατά τον Αρριανό, προτίμησε να προβεί σε μια παρακινδυνευμένη ενέργεια, η οποία θα εξέπληττε και θα τρομοκρατούσε τους αντιπάλους του, παρά να υποχωρήσει ή να σκοτωθεί ανήμπορος πάνω στην έπαλξη. Πράγματι οι εχθροί εξεπλάγησαν. Γρήγορα όμως συνήλθαν και κινήθηκαν εναντίον του.
Ο επικεφαλής της φρουράς των Μαλλών επιτέθηκε πρώτος στον Αλέξανδρο και έπεσε νεκρός από το χέρι του. Τη ίδια τύχη είχαν και άλλοι δύο πολεμιστές. Εν τω μεταξύ οι τρεις υπασπιστές του, ακολουθώντας το τόλμημα του, βρέθηκαν γρήγορα κοντά του, αποφασισμένοι να μοιραστούν τον βέβαιο θάνατο.
Ο «γιός του Δία» συνέχισε να μάχεται παρά τη σοβαρότητα του τραύματος. Σύντομα όμως λιποθύμησε από την αιμορραγία και έπεσε πάνω στην ασπίδα του. Ακολούθησαν συγκλονιστικές σκηνές, εμπνευσμένες από την Ιλιάδα του Ομήρου.
Ο Πευκέστας σκέπασε τον Αλέξανδρο με την «θεϊκή ασπίδα του Αχιλλέα», ενώ ο Λεοννάτος μάχονταν σαν λιοντάρι πάνω από τον τραυματισμένο βασιλιά του. Ήταν σίγουρο όμως ότι δεν θα άντεχαν για πολύ. Οι εχθροί ορμούσαν εναντίον τους κατά δεκάδες. Εν τω μεταξύ οι Έλληνες που βρίσκονταν έξω από τα τείχη μόλις είδαν τον Αλέξανδρο να πηδά μέσα από τα τείχη ξέσπασαν σε κραυγές οδύνης.
Με τη δύναμη της απελπισίας έπεφταν πάνω στις πύλες προκειμένου να τις γκρεμίσουν με τα σώματά τους και να σώσουν τον ηγέτη τους. Έστησαν ανθρώπινες σκάλες, χρησιμοποιώντας τους ώμους τους για σκαλοπάτια. Όσοι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα τείχη με αυτό τον τρόπο έσπευσαν προς ενίσχυση του Πευκέστα και του Λεοννάτου. Γρήγορα σχηματίστηκε ένα ανθρώπινο τείχος γύρω από το σώμα του Αλέξανδρου.
Όταν παραβιάστηκε η πρώτη πύλη οι Μακεδόνες και οι υπόλοιποι Έλληνες όρμησαν ασυγκράτητοι σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Ακολούθησε μια τρομακτική σφαγή. Όταν οι επιτιθέμενοι αντίκρισαν τον πεσμένο Αλέξανδρο θεώρησαν ότι ήταν νεκρός και ξέσπασαν με μανία πάνω στους άτυχους Μαλλούς. Ο Μακεδόνας βασιλιάς μεταφέρθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο με το βέλος καρφωμένο στον πνεύμονά του. Την αφαίρεση ανέλαβε ο διάσημος ιατρός από την Κω, Αλκιβιάδης. Ήταν ο ίδιος που είχε αφαιρέσει το βέλος από το μάτι του Φιλίππου στην πολιορκία της Ολύνθου. Ωστόσο, κανείς δεν τον βοηθούσε από φόβο μήπως το στέλεχος του βέλους σπάσει και η αιχμή παραμείνει στον πνεύμονα.
Αγανακτισμένος ο Αλέξανδρος, που στο μεταξύ είχε συνέλθει, άρχισε μόνος του με ένα μαχαίρι να ανοίγει το στήθος του προκειμένου να βγει το βέλος ακέραιο. Στην προσπάθειά του αυτή λιποθύμησε. Όταν συνήλθε εκ νέου διέταξε να τον εγχειρήσουν με τόλμη και θάρρος και αποκάλεσε τους συντρόφους του λιποτάκτες γιατί έκλαιγαν αντί να τον βοηθήσουν.
Η επέμβαση πέτυχε ωστόσο το τραύμα ήταν πολύ βαρύ και κανείς δεν εγγυάτο για τη ζωή του Αλέξανδρου. Ο θάνατος εξακολουθούσε να φτερουγίζει επίμονα πάνω από τον μεγαλύτερο κατακτητή του κόσμου. Ένα βαρύ πέπλο αγωνίας κάλυψε το ελληνικό στρατόπεδο. Μην έχοντας νέα για κάποιες ημέρες οι στρατιώτες άρχισαν να πιστεύουν ότι ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός.
Ωστόσο, ο Μακεδόνας στρατηλάτης βγήκε νικητής και απ’ αυτή τη μάχη. Λόγω της γερής του κράσης η κατάσταση της υγείας του σταθεροποιήθηκε ύστερα από επτά ημέρες. Προκειμένου μάλιστα να δώσει τέλος στις φήμες περί θανάτου του εμφανίστηκε μπροστά στους στρατιώτες του.
Οι ουρανομήκεις κραυγές που έφτασαν τον ουρανό με την εμφάνισή του ήταν ο τελευταίος του θρίαμβος.
Πολλοί ωστόσο μελετητές και ιατροί, θεωρούν πως αυτός ο τραυματισμός πιθανόν να ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του. Εικάζουν πως το βέλος κατά την πορεία του στο σώμα του Αλεξάνδρου παρέσυρε ένα κομμάτι υφάσματος από τον χιτώνα του.Αυτό παρέμεινε μέσα στο σώμα του δημιουργώντας μια κύστη. Η τελευταία όμως δεν συγκράτησε τη μόλυνση από το σάπισμα του υφάσματος με συνέπεια τον θάνατο. Βέβαια, όλα αυτά είναι απλά υποθέσεις. Άλλωστε ο θάνατος του Μακεδόνα κατακτητή επήλθε σχεδόν τρία χρόνια μετά τον τραυματισμό του.