Παρά τις ξεκάθαρες αρνητικές γνωμοδοτήσεις σε τοπικό επίπεδο και τη σαφή αντίθεση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου άναψε τελικά το «πράσινο φως» για μια ακόμη βαριά παρέμβαση στον παράκτιο χώρο, αυτή τη φορά στο Φαληράκι, υπό τον μανδύα της τουριστικής ανάπτυξης. Για πολλούς κατοίκους, η απόφαση αυτή δεν αντιμετωπίζεται ως μια απλή επένδυση σε υποδομές, αλλά ως ακόμη ένα βήμα προς την πλήρη εμπορευματοποίηση της παραλίας και τη σταδιακή απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα της.
Κι αυτό γιατί, παρά τις σοβαρότατες ενστάσεις που διατυπώθηκαν από περιβαλλοντικές και αισθητικές επιπτώσεις, μέχρι ζητήματα υγιούς ανταγωνισμού και ισόρροπης ανάπτυξης, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση προχώρησε σε μια απόφαση που βρίσκει την τοπική κοινωνία κάθετα αντίθετη. Πολλοί κάτοικοι βλέπουν την «τουριστική ανάπτυξη» να πνίγει σταδιακά τον ζωτικό τους χώρο, ακολουθώντας ένα μοντέλο τουριστικής μεγαλομανίας, όπου οι ανάγκες των μεγάλων μονάδων και των επενδυτών υπερισχύουν του δικαιώματος των πολιτών στην ελεύθερη και ποιοτική πρόσβαση στη θάλασσα.
Στο επίκεντρο της απόφασης βρίσκεται η νέα προβλήτα μπροστά στο Mitsis Faliraki Beach Hotel: ένα έργο που έρχεται να «δέσει» ακόμη πιο στενά τη θάλασσα με μια συγκεκριμένη τουριστική μονάδα, αναβαθμίζοντας την απευθείας πρόσβαση σκαφών σε μία από τις ήδη πιο φορτωμένες εμπορικά παραλιακές ζώνες της Ρόδου. Η έγκριση συνοδεύεται από πλήρη δέσμη περιβαλλοντικών όρων και μια χρονοβόρα, στα χαρτιά, διαδικασία αδειοδότησης, η οποία παρουσιάζεται ως εγγύηση νομιμότητας, χωρίς όμως να απαντά στην ουσία των κοινωνικών και περιβαλλοντικών ανησυχιών.
Η προβλήτα προβλέπεται να κατασκευαστεί επί πασσάλων, με συνολικό μήκος 78 μέτρων – 50 μέτρα για το κύριο τμήμα της και 28 μέτρα για τον ξύλινο διάδρομο πρόσβασης. Χωροθετείται εντός των «ανανεωμένων» ορίων αιγιαλού και παραλίας στο Φαληράκι, όπως αυτά ορίστηκαν σε ΦΕΚ του 2024. Η σύμπτωση ότι ο επανακαθορισμός των ορίων προηγείται μιας τέτοιας επένδυσης δεν περνά απαρατήρητη από τους κατοίκους, που βλέπουν τον θεσμικό χάρτη του παράκτιου χώρου να προσαρμόζεται, κάθε φορά, στις ανάγκες των έργων και όχι το αντίστροφο.
Σε τεχνικό επίπεδο, η κατασκευή αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα περίπου οκτώ μηνών. Οι εργασίες θα γίνουν από ξηράς, με χρήση προσωρινού επιχώματος, προκειμένου – όπως αναφέρεται – να περιοριστούν οι επιβαρύνσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Το έργο θα εδράζεται μέχρι βάθος -1,50 μ., με χρήση πιστοποιημένων υλικών και πρόβλεψη για ειδική διαχείριση αποβλήτων και ΑΕΚΚ, σύμφωνα με τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Ο σχεδιασμός εξυπηρετεί μικρά σκάφη με βύθισμα έως 0,80 μ., διευκολύνοντας την κίνηση τουριστικών σκαφών και ιδιωτικών μεταφορών.
Από πλευράς επιχειρηματικής στρατηγικής, η νέα προβλήτα αποτελεί ακόμη ένα «κεφάλαιο» στην καθετοποίηση των υπηρεσιών μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων: οργανωμένες αφίξεις απευθείας από τη θάλασσα, VIP μεταφορές χωρίς μεσολάβηση τοπικών επαγγελματιών, οργανωμένες θαλάσσιες εκδρομές με αφετηρία την ιδιωτικοποιημένη, de facto, ζώνη μπροστά στο ξενοδοχείο. Σε μια συγκυρία όπου οι αφίξεις στα Δωδεκάνησα αυξάνονται σταθερά, τέτοιου είδους παρεμβάσεις «πουλάνε» ως αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν τη συγκέντρωση οικονομικής δραστηριότητας σε λίγους και ισχυρούς παίκτες.
Το ευρύτερο ερώτημα που ανοίγει η συγκεκριμένη απόφαση δεν αφορά μόνο μία προβλήτα στο Φαληράκι, αλλά το συνολικό μοντέλο διαχείρισης του παράκτιου χώρου στη Ρόδο. Σε περιοχές όπου οι μεγάλες μονάδες έχουν ήδη καταλάβει σχεδόν κάθε σπιθαμή μπροστά στη θάλασσα, κάθε νέο έργο – όσο «μεμονωμένο» κι αν παρουσιάζεται – λειτουργεί προσθετικά σε ένα τοπίο υπερ-εκμετάλλευσης. Έτσι, η σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα της κοινωνίας σε έναν ζωντανό, προσβάσιμο και κοινόχρηστο παράκτιο χώρο και στην πίεση για διαρκή τουριστική μεγέθυνση γίνεται όλο και πιο έντονη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η θεσμική «θωράκιση» της επένδυσης δεν αρκεί για να κατευνάσει τις ανησυχίες. Αντίθετα, για πολλούς κατοίκους αποτελεί απόδειξη ότι το ισχύον σύστημα αδειοδοτήσεων δεν διαθέτει τις δικλείδες εκείνες που θα έβαζαν πραγματικά όρια στην τουριστική επέλαση πάνω στις ακτές. Και όσο η φωνή της τοπικής κοινωνίας παραμένει διακοσμητική στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τόσο θα εντείνεται το αίσθημα ότι ο δημόσιος χώρος υποκαθίσταται, βήμα-βήμα, από έναν χώρο αποκλειστικά σχεδιασμένο για τον «πελάτη» και όχι για τον κάτοικο.ις φακέλους και τεκμηριωμένες προσαρμογές, προχωρούν, ακόμα και σε περίπλοκα χωροταξικά περιβάλλοντα.
