Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε ένας εξαιρετικά ενδιαφέρον θεσμός που αφορούσε την οικονομική συντήρηση του Αθηναικού στόλου. Ο Θεσμός αυτός ήταν η Τριηραρχία. (Τι λαμπρό παράδειγμα για τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε..)
Στην αρχαία Αθήνα η Τριηραρχία αποτελούσε θεσμό έκτακτης δημόσιας λειτουργίας που επιβαλλόταν από την Πολιτεία στους πλουσιότερους των πολιτών. Το πότε εισήχθηκε αυτός ο θεσμός στην Αθηναϊκή πολιτεία δεν έχει εξακριβωθεί, αν και ο Δημοσθένης στους λόγους του παρέχει πολλές πληροφορίες γι΄ αυτόν.
Τριηραρχία στην Αρχαία Αθήνα ονομάζονταν η υποχρεώση των πλουσιοτέρων Αθηναίων πολιτών στην ανάληψη των εξόδων μίας ή περισσοτέρων Τριήρων. H Τριαρχία ήταν από τις δαπανηρότερες λειτουργίες που μπορούσε ν΄αναλάβει κάποιος πλούσιος Αθηναίος, καθώς είχε την πλήρη ευθύνη για τον εξοπλισμό πολεμικού πλοίου στη διάρκεια εκστρατείας. Από το έτος 357 π.Χ. το ζήτημα αυτό ρυθμίστηκε με νόμο του Περίανδρου.
Ο τριήραρχος με το να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο για την κατασκευή και συντήρηση του πλοίου του, κέρδιζε εκτός από ένα στέφανο κισσού, λαμπρότητα και φιλοτιμία.
Κατά την Τριηραρχία παραδιδόταν από το Αθηναϊκό κράτος στους ευπορότερους των πολιτών μια τριήρη χωρίς πλήρωμα, αλλά με όλο τον εξοπλισμό καθώς και με τον μισθό του προβλεπόμενου πληρώματος. Ο αναλαμβάνων Τριήραρχος, καλούμενος, και αργότερα Τριηράρχης, υποχρεωνόταν στην επάνδρωση του σκάφους με κατάλληλο πλήρωμα για την αναγκαία συντήρησή του, διατηρώντας την διοίκηση καθ΄ όλο το διάστημα της υποχρεώσης του.
Όσοι αρνούνταν να αναλάβουν αυτήν την υποχρέωση κινδύνευαν να φυλακιστούν. Εάν κάποιος επιθυμούσε να αποφύγει αυτήν την υποχρέωση, μπορούσε να υποστηρίξει θέτοντας σε ισχύ τη διαδικασία της αντίδοσης ότι ένας άλλος πολίτης πλουσιότερος από τον ίδιο θα έπρεπε να πάρει τη θέση του.
Στην περίπτωση που ο τριήραρχος πέθαινε κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο κληρονόμος του συνήθως τον αντικαθιστούσε για όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν μέλος της τριηραρχικής τάξης, στην οποία και μπορούσε να συνεχίσει να ανήκει με την ανάληψη τριηραρχιών στο δικό του πλέον όνομα. Εάν όμως ο τριήραρχος άφηνε εκκρεμή τα ναυτικά του χρέη όταν πέθαινε, οι κληρονόμοι του υποχρεώνονταν να τα πληρώσουν, ανεξάρτητα εάν ήταν όλοι ιδιοκτήτες της περιουσίας του ή την είχαν ήδη μοιράσει ξοδεψει.
Η δαπάνη για την αναλαμβανόμενη τριηραρχία ανέρχονταν στις 5.000 – 6.000 αττικές δραχμές (περ. ένα τάλαντο), θεωρούμενη έτσι ως μάλλον από τις δαπανηρότερες δημόσιες λειτουργίες, γι΄ αυτό και επιβαλλόταν σε πολίτες που παρουσίαζαν ετήσιο εισόδημα πολύ περισσότερο των 8.000 δραχμών.
Από το 412 π.Χ. και μετά επιτράπηκε η «συντριηραρχία» δηλαδή η ανάθεση της δημόσιας αυτής λειτουργίας σε δύο πολίτες που κατέβαλαν ο καθένας το ήμισυ της δαπάνης , κυβερνώντας την τριήρη επί εξάμηνο εναλλάξ, ή καταβάλλοντας ο ένας ολόκληρο το έτος κατά παραχώρηση του άλλου.
Από το 357 π.Χ. ορίσθηκε κάθε μία από τις 240 «συντελείες» που διαιρέθηκαν οι 1200 περίπου πλουσιότεροι πολίτες όφειλε να συντηρεί από μια τριήρη, έτσι η «συντριηραρχία» αφορούσε πλέον πέντε πολίτες υπόχρεους ανά σκάφος.
Το 349 π.Χ. με πρόταση του Δημοσθένη, με νέο νόμο ορίσθηκε κάθε εύπορος που παρουσίαζε κεφάλαιο 10 ταλάντων να διατηρεί υποχρεωτικά ένα σκάφος, κάθε δε πλουσιότερος περισσότερα, ποτέ όμως άνω των τριών.
Οι λιγότερο πλούσιοι συνέχιζαν και συνέρχονταν στις συντελείες. Κανένας όμως δεν υποχρεωνόταν να τριηραρχήσει επί δύο συνεχόμενα έτη, κάποιοι όμως, από πατριωτικό ζήλο, το έπρατταν. !