Η κατανάλωση καφέ και τσάι αποτελεί μέρος της καθημερινότητας πάρα πολλών ανθρώπων ανά τον κόσμο και στο εξής οι λάτρεις των δύο ροφημάτων θα έχουν επιπλέον λόγους για να τα απολαμβάνουν. Νέες επιστημονικά δεδομένα φέρνουν στο φως σημαντικά οφέλη για την υγεία μας χάρη στην καφεΐνη.
Η μελέτη και τα ευρήματά της
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism αποκαλύπτει πως η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, είτε μέσω καφέ είτε μέσω τσάι, μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιομεταβολικών ασθενειών, όπως το εγκεφαλικό και η στεφανιαία νόσος.
Στην έρευνα συμμετείχαν 188.000 άνθρωποι ηλικίας 37 έως 73 ετών από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι κατέγραψαν τις διατροφικές τους συνήθειες σχετικά με την κατανάλωση καφέ και τσάι. Από αυτούς, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε 172.000 συμμετέχοντες που κατανάλωναν καφεϊνούχα ροφήματα και δεν είχαν ιστορικό καρδιομεταβολικών παθήσεων, δηλαδή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλικό, κατά την έναρξη της μελέτης.
Η παρακολούθηση τω δεδομένων διήρκησε περίπου 12 χρόνια και τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά. Οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν δύο με τρία φλιτζάνια καφέ ή έως τρία φλιτζάνια τσάι καθημερινά παρουσίασαν σημαντική μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρδιομεταβολικών παθήσεων.
Συγκεκριμένα, όσοι κατανάλωναν 200 έως 300 mg καφεΐνης την ημέρα είχαν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης των εν λόγω ασθενειών κατά 40% έως 50%, σε σύγκριση με εκείνους που κατανάλωναν λιγότερο από 100 mg καφεΐνης.
Καφές, τσάι και οφέλη για την καρδιακή υγεία
Η καφεΐνη, η οποία είναι το βασικό ενεργό συστατικό και στους δύο αυτούς τύπους ροφημάτων, περιέχει αντιοξειδωτικές ενώσεις που προστατεύουν τα κύτταρα από βλάβες. Αυτές οι ενώσεις φαίνεται πως βελτιώνουν την επεξεργασία της γλυκόζης στο σώμα, μειώνουν τις φλεγμονές και διατηρούν την υγεία των αιμοφόρων αγγείων. Τα οφέλη αυτά είναι καθοριστικά για την πρόληψη ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιοπάθειες και τα εγκεφαλικά.
Ο καφές φαίνεται να έχει πιο έντονη δράση στη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, ενώ το τσάι, ιδιαίτερα το πράσινο τσάι, βελτιώνει τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και μειώνει την αρτηριακή πίεση. Αυτά τα οφέλη συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα αντιοξειδωτικών όπως οι τα χλωρογενικά οξέα στον καφέ και τα φλαβονοειδή (κατεχίνες) στο τσάι.
«Όχι»… τα ενεργειακά ποτά δεν βοηθούν
Ίσως ορισμένοι να αναρωτιούνται εάν και τα ενεργειακά ποτά θα μπορούσαν να έχουν πιθανά οφέλη λόγω της καφεΐνης που περιέχουν. Η απάντηση είναι αρνητική. Εκτός από την καφεΐνη, τα ενεργειακά ποτά περιέχουν συχνά και μεγάλες ποσότητες ζάχαρης και τεχνητά συστατικά που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την υγεία της καρδιάς.
Όπως επισημαίνουν ειδικοί στο Prevention, σε αντίθεση με τον καφέ και το τσάι, τα οποία είναι πλούσια σε υγιεινές ενώσεις, τα ενεργειακά ποτά στερούνται αυτά τα φυσικά οφέλη και μπορούν να αυξήσουν κινδύνους, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των φυσικών πηγών καφεΐνης, όπως ο καφές και το τσάι, και τα επεξεργασμένα ενεργειακά ποτά.
Πόση καφεΐνη είναι αρκετή;
Οι ειδικοί συνιστούν την κατανάλωση έως 400 mg καφεΐνης την ημέρα, δηλαδή περίπου δύο με τρία φλιτζάνια καφέ. Ένα φλιτζάνι μαύρου τσάι περιέχει 37 mg καφεΐνης και πράσινου περιέχει 20-45 mg.
Ωστόσο, η ευαισθησία στην καφεΐνη διαφέρει από άτομο σε άτομο, και μερικοί άνθρωποι μπορεί να επηρεάζονται από αυτήν περισσότερο ή να την απομακρύνουν πιο αργά από τον οργανισμό τους.
Για όσους πάσχουν από υψηλή αρτηριακή πίεση ή αρρυθμίες, είναι σημαντικό να συμβουλεύονται το γιατρό τους σχετικά με την ασφαλή κατανάλωση καφεΐνης.
Η σημασία του μέτρου
Η συγκεκριμένη έρευνα ενισχύει τη θέση πως ο καφές και το τσάι μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της υγείας. Οι ευεργετικές ιδιότητες των ροφημάτων αυτών οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις αντιοξειδωτικές τους ενώσεις, οι οποίες προστατεύουν τον οργανισμό από φθορές και βελτιώνουν τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Είναι ωστόσο σημαντικό να διατηρούμε ισορροπία και να αποφεύγουμε την υπερκατανάλωση, καθώς τότε τα αποτελέσματα θα είναι τα αντίθετα. Η υπέρβαση των συνιστώμενων ανώτατων ορίων (400 mg) μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών προβλημάτων, ακόμη και για υγιή άτομα.