Το αργότερο μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη (24/4), πρέπει να καταβληθεί το δώρο Πάσχα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του του υπουργείου Εργασίας, τα δώρα εορτών, σε καμία περίπτωση, δεν επιτρέπεται να καταβληθούν σε είδος, αλλά μόνο σε χρήμα. Παράλληλα, να αναφερθεί ότι για τον υπολογισμό του ποσού πρέπει να ληφθεί στα υπόψιν ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών, ημερομίσθιο ή μισθός.
Σημειώνεται, ότι η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το Δώρο αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε χρόνου.
Βάση υπολογισμού του Δώρου αποτελούν οι καταβαλλόμενες αποδοχές της 15ης ημέρας, πριν από το Πάσχα.
Για τους μισθωτούς των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε προ της 15ης ημέρας, πριν από το Πάσχα, λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της ημέρας λύσης της σχέσης.
Σε περίπτωση μη καταβολής του
Σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής του Δώρου Πάσχα και, ως εκ τούτου, παραβίασης της σχετικής νομοθεσίας, οι εργαζόμενοι μπορούν να απευθυνθούν στα αρμόδια κατά τόπους Τμήματα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων ή στον τηλεφωνικό αριθμό 15512, προκειμένου να ενημερωθούν για τα δικαιώματά τους και τις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία.
Το αρμόδιο υπουργείο επισημαίνει ότι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) θα είναι στη διάθεση των εργαζομένων όλη την επόμενη περίοδο, προκειμένου να εξασφαλιστεί το νόμιμο δικαίωμά τους στο Δώρο Πάσχα.
Την ίδια ώρα, το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, διευκρινίζει ότι, έχοντας ως κορυφαία προτεραιότητα την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, θα αξιοποιήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες για την πλήρη εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
Για το δώρο παρακρατούνται εισφορές υπέρ του ΙΚΑ και Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών.
Εάν ένας μισθωτός εργάζεται ολόκληρο το παραπάνω χρονικό διάστημα, δικαιούται να λάβει μισό μηνιαίο μισθό. Σε άλλη περίπτωση ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ένα μέρος του Δώρου.
Αν αμείβεται με ημερομίσθιο δικαιούται 15 ημερομίσθια.
Για αμειβόμενο με μισθό, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, για κάθε οκτώ ημερολογιακές ημέρες, διάρκειας σχέσης εργασίας.