Ήταν αρχές Ιουνίου πριν από 27 ολόκληρα χρόνια, όταν ο Δημήτρης Λιαντίνης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και «έφυγε» με τους δικούς του όρους.
Όλα ξεκίνησαν τέλη Μαΐου του 1998. Το ημερολόγιο έγραφε 27 Μαΐου 1998, όταν ο καθηγητής Λιαντίνης μπήκε για τελευταία φορά στην τάξη του. «Θα πούμε τα στερνά μας λόγια σήμερα», δήλωσε ευθύς στους σπουδαστές του Μαράσλειου Διδασκαλείου.
Έπειτα προέτρεψε εκείνους να αποφασίσουν για το θέμα συζήτησης. Εκείνοι αναρωτήθηκαν αν εννοούσε θέμα για τις επικείμενες εξετάσεις αλλά εκείνος έκανε τα πράγματα ακόμα πιο ξεκάθαρα: «Όχι για τις εξετάσεις. Θα ‘ρθείτε τυπικά, την άλλη Τετάρτη, που σας έχουν βάλει, δε θα διαβάσετε τίποτα, θα κάνετε περισυλλογή το προηγούμενο βράδυ με μία ωραία βόλτα. Όσοι είναι καλά προετοιμασμένοι δε χρειάζεται να διαβάσουν το τελευταίο βράδυ. Εγώ δε διάβαζα ποτέ. Έκανα αποσυμπίεση. Θα σας πω κάτι μυστικό αλλά μην το πείτε. Σας έχω βαθμολογήσει κιόλας».
Για περίπου μία ώρα ο καθηγητής και οι σπουδαστές του συζητούσαν μέχρι ο Λιαντίνης να τους πει: «Αξιότιμοι συνάδελφοι, να είστε καλά. Για να σας δω όλους λίγο στα μάτια…».
Μετά από πέντε ώρες ο καθηγητής εξαφανίστηκε…
Ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε
Η απόφασή του να βάλει τέλος στην ζωή του δεν πάρθηκε αψήφιστα. Φαίνεται μάλιστα πως την σχεδίαζε για χρόνια.
Όταν εξαφανίστηκε είχε αφήσει πίσω του στοιχεία που μπορούσαν να πείσουν οποιονδήποτε πως η εξαφάνιση και εν συνεχεία ο θάνατός του είχαν σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρια. Όταν την 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής φιλολογίας έκλεινε για τελευταία φορά πίσω του την πόρτα του σπιτιού στη Ν. Κηφισιά, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που δεν θα μπορούσε να διακόψει κανένας.
Η γυναίκα του βρήκε το γράμμα που είχε αφήσει για την κόρη τους. Όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει αφού ο Λιαντίνης είχε φροντίσει να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ήξερε και αυτός είχε ορκιστεί να μην πει τίποτα.
Εκείνος που γνώριζε ήταν ο ξάδερφός του Παναγιώτης Νικολακάκος. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει λίγο καιρό πριν εξαφανιστεί και αφού είχε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό του.
«Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ» και ο Νικολακάκος του απάντησε «λέγε, αντέχω». Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε και χάρτη για να τον εντοπίσει.
Στην υπόλοιπη οικογένεια ο Νικολακάκος θα αποκάλυπτε την αλήθεια 7 χρόνια αργότερα. Αυτό του είχε ζητήσει ο Λιαντίνης και έτσι και έγινε.
Ο θάνατός του
Ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του μόνο ένα γράμμα για την κόρη του αποκαλύπτοντας πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά.
Η υπόθεση της εξαφάνισής του είχε απασχολήσει ιδιαίτερα την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ της εποχής. Στις 6 Ιουλίου του 2005, ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε το σημείο θανάτου του, οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα βρισκόταν ο ίδιος. Αργότερα ο αδερφός του, Γιώργος Νικολακάκος αποκάλυψε πως ο Λιαντίνης αποκάλυψε ότι ο Λιαντίνης είχε δώσει ακριβείς οδηγίες για το πότε να αποκαλυφθεί το μέρος όπου βρισκόταν. Όπως έγραψε στο τελευταίο γράμμα στην κόρη του, είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή.
Μετά την ανεύρεση του σκελετού του πραγματοποιήθηκαν ιατροδικαστικές εξετάσεις που έδειχναν πως ο νεκρός ήταν ο Λιαντίνης, ωστόσο άφηναν αναπάντητο το πως πέθανε αφού στον οργανισμό του δεν βρέθηκε κάποια ουσία υπεύθυνη για τον θάνατό του, από τις τοξικολογικές εξετάσεις. Άγνωστη είναι και η ακριβής ημερομηνία του θανάτου. Ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι πέθανε τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1998. Παρότι η επιθυμία του ίδιου ήταν, αν βρεθούν τα οστά του, να μείνουν στον Ταΰγετο, τελικά ενταφιάστηκαν στις 20 Αυγούστου 2005 στο νεκροταφείο των Κεχρεών Κορινθίας.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα
Ο Δημήτρης Λιαντίνης άφησε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην κόρη του Διοτίμα, με αναφορές στην τελευταία πράξη του:
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.