Το ελάφι θεωρείται σύμβολο της Ρόδου, έτσι το πλατόνι (νταμα νταμα ), είναι ένα είδος ελαφιού που έχει διασωθεί και στολίζει μέχρι σήμερα ως προστατευμένο ζώο τα δάση της Ρόδου.
Το πλατόνι εκτός από μια φυσική ομορφιά του νησιού, αποτελεί μέρος ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Δύο αγάλματα ελαφιών, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, τοποθετημένα πάνω σε κίονες, βρίσκονται και στολίζουν τις δύο πλευρές της εισόδου του παλιού λιμανιού της πόλης.
Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την παράδοση του νησιού και οι εκδοχές της άφιξης του στη Ρόδο ποικίλουν.Μια εκδοχή αναφέρει ότι το ελάφι στη Ρόδο το έφεραν οι Σταυροφόροι για να προστατεύσουν τα στρατόπεδα τους από τα πολλά φίδια που υπήρχαν στο νησί. Τα ελάφια δε σκοτώνουν τα φίδια, μα τα κέρατα τους εκλύουν μια ουσία, η μυρωδιά της οποίας, αναγκάζει τα φίδια να φεύγουν μακριά. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τα ελάφια ήρθαν στο νησί από τους Ενετούς όταν κατέλαβαν το νησί, μα η πιο ισχυρή άποψη είναι ότι τα ελάφια υπήρχαν πολύ πριν αυτούς τους κατακτητές στο νησί, έως και την έκτη χιλιετία π.χ.,και αυτό υποδηλώνει και ένα από τα πολλά ονόματα της “Ελαφούσα”.
Το πλατόνι γενικότερα θεωρείται ελάφι μετρίου μεγέθους, έχει μήκος 1,5 μέτρο περίπου και το ύψος του φτάνει έως και 90 εκατοστά, καθώς ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. ακριβής περιγραφή του χρώματος του τριχώματός του είναι πολύ δύσκολη, αφού εμφανίζει αποχρώσεις και παραλλαγές πολύ
διαφορετικές, που εξαρτώνται από την ηλικία του ζώου αλλά και τις εποχές του έτους. Στα ώριμα αρσενικά, το καλοκαίρι, όλο σχεδόν το τρίχωμα στο επάνω μέρος του σώματος, στους μηρούς και στην ουρά είναι καστανοκόκκινο, ενώ τα κάτω μέρη του σώματος και τα εσωτερικά μέρη της γάμπας είναι κρεμ προς το άσπρο. Οι τρίχες της ράχης είναι πολύ ανοιχτόχρωμες στις ρίζες, γίνονται καφέ στην μέση και σκούρες, σχεδόν μαύρες, στις κορυφές τους. Την εποχή (και κυρίως στην μέση) του χειμώνα η ράχη του ζώου, ο λαιμός και τα αυτιά του έχουν χρώμα σκούρο γκρι μέχρι γκριζοκάστανο. Το τρίχωμα στα κάτω μέρη και στο εσωτερικό της γάμπας είναι γκρίζο προς το κόκκινο. Χαρακτηριστικές είναι οι άσπρες βούλες που είναι διάσπαρτες κυρίως στο πάνω μέρος (ράχη, πλάτη και καπούλια) του σώματός τους, που χρησιμεύουν κυρίως για το καμουφλάζ των ζώων.
Έχει σχετικά μεγάλα και λεπτά πόδια με μάλλον κοντό κεφάλι, προεξέχοντα λάρυγκα και χοντρό αυχένα . Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τη μεγάλη λειτουργική ακροποσθία, με την χαρακτηριστικά προεξέχουσα τούφα που καλύπτει τους γεννητικούς αδένες.
Τα κέρατα που υπάρχουν μόνο στα αρσενικά είναι στρογγυλά στις ρίζες, ανοίγουν και πλαταίνουν πιο πάνω και καταλήγουν σχηματίζοντας χαρακτηριστικές μύτες. Μετά από μία πορεία κάθετη προς την βάση ανεβαίνουν και λυγίζουν προς τα πίσω. Είναι χαρακτηριστικά και διαφέρουν από τα κέρατα όλων των άλλων ελαφιών, επειδή είναι παλαμοειδή. Σχεδόν πάντα είναι διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία του ζώου, και ως προς την ιδιαιτερότητα και ως προς την συμμετρία τους. Τα κέρατα του πλατονιού, πέφτουν κάθε χρόνο τον Μάιο και ξαναφυτρώνουν σιγά-σιγά και είναι πλήρως ανεπτυγμένα τον Σεπτέμβριο. Για κάθε χρόνο ηλικίας του ελαφιού, προστίθεται στα καινούργια κέρατα και μία μύτη στο πλατύκερο τμήμα. Τα ώριμα αρσενικά ζουν συχνά μόνα τους ή το πολύ με παρέα 3-4 ζώων. Όσο μεγαλώνουν τους αρέσει περισσότερο η μοναξιά. Τα μικρά αρσενικά μαζί με τα θηλυκά και τα νεογέννητα μένουν ενωμένα σε κοπάδια. Γύρω στον Οκτώβριο εμφανίζονται τα ώριμα αρσενικά στο κοπάδι διώχνοντας τα νεαρά αρσενικά, τα οποία όμως δεν απομακρύνονται σε μεγάλες αποστάσεις αλλά τριγυρνούν γύρω από το κοπάδι των θηλυκών Η διέγερση των αρσενικών που ακολουθεί αυτήν την εποχή, που είναι η εποχή των ερώτων, είναι πολύ μεγάλη. Συχνά παλεύουν μεταξύ τους για ώρες, για την κατάκτηση των θηλυκών και την απασχόλησή τους αυτή εκμεταλλεύονται τα μικρά διωχθέντα αρσενικά. Την εποχή αυτή τα αρσενικά γίνονται πολύ απρόσεχτα και μένουν πολλές φορές εκτεθειμένα στους ευτυχώς λίγους, ασυνείδητους λαθροθήρες Η εγκυμοσύνη των θηλυκών κρατάει οκτώ μήνες οπότε γεννούν γύρω στον Ιούλιο ένα με δύο μικρά.
Στη Ρόδο το πλατόνι ζει σε αμιγή δάση τραχείας πεύκης, μικτά δάση πεύκης και κυπαρίσσου, με πλούσιο υπόροφο από θάμνους (αειφύλλων πλατυφύλλων), σε θέσεις όπου υπάρχει νερό όλο το χρόνο ή εκεί που υπάρχουν ποτίστρες αιγοπροβάτων. Επίσης ζει και βόσκει σε θαμνοτόπους αειφύλλων πλατυφύλλων (κουμαριές, σχίνα, πουρνάρια, ξυλοκερατιές, κ.λ.π.)