Τα σοβαρά λάθη της μεθοδολογίας τω πολιτικών δημοσκοπήσεων

Πολιτικές δημοσκοπήσεις

Οι σοβαρές αδυναμίες της μεθοδολογίας τους που επηρεάζουν την ακρίβεια των αποτελεσμάτων. Ποια είναι τα καταγεγραμμένα σοβαρά ιστορικά τους λάθη;

MARC: «Στις πολιτικές έρευνες η πρόθεση ψήφου δεν αποτελεί πρόγνωση εκλογικού αποτελέσματος».

Ο Καστανάκης Κωνσταντίνος, είναι απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick, Λευκωσίας.

Μόνιμο μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου – Νήσων (μέλος Π.Ο.Ε.Σ.Υ).

Ο Καστανάκης Κωνσταντίνος, δεν εργάζεται δεν συμβουλεύεται, δεν κατέχει μετοχές και δεν λαμβάνει καμία χρηματοδότηση από καμία εταιρεία ή οργανισμό ή πολιτικό χώρο που θα επωφεληθεί από αυτό το άρθρο.

Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τη μελέτη των απόψεων, των στάσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων σε συγκεκριμένα ζητήματα και αποτελούν καθοριστικό μέσο στη σύγχρονη πολιτική σκηνή. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις είναι ένας τύπος καταγραφής γνώμης που αφορά στη μέτρηση της υποστήριξης των ψηφοφόρων σε πολιτικά κόμματα, πολιτικούς ηγέτες ή σε συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν την πολιτική σκηνή. Συνήθως, οι δημοσκοπήσεις αυτές πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια εκλογικών αγώνων, προκειμένου να προβλέψουν τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά και κατά τη διάρκεια της θητείας μιας κυβέρνησης, προκειμένου να μετρηθεί η απήχηση των πολιτικών αποφάσεων και πολιτικών ανακοινώσεων. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις διεξάγονται συνήθως με τη χρήση ερωτηματολογίων (ποσοτική έρευνα), τα οποία περιλαμβάνουν ερωτήσεις σχετικά με την πολιτική προτίμηση, την υποστήριξη προς συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα, τη γνώμη για συγκεκριμένα ζητήματα και άλλα συναφή θέματα. Ωστόσο, παρόλο που οι δημοσκοπήσεις αποτελούν στατιστικά εργαλεία, έχουν σοβαρές αδυναμίες και περιορισμούς που μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά λάθους στις δημοσκοπήσεις μπορούν να φτάσουν το 5% ή ακόμη και το 10%. Στις εθνικές εκλογές του 2000, κυριολεκτικά τα exit polls «τρελάθηκαν». Οι προβλέψεις για νίκη της Νέας Δημοκρατίας, παρέσυρε πλήθος κόσμου που βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει. Βέβαια, το αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε. Στο δημοψήφισμα του 2015, οι περισσότερες εταιρίες στο σύνολό τους έσφαλαν, όπως και στην εκλογική διαδικασία του 2019.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις επίσημες ανακοινώσεις τριών φορέων που διεξήγαγαν λανθασμένες δημοσκοπήσεις το 2015.

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: «Εξελισσόμαστε μέσω λαθών και αστοχιών»

Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εμμέσως πλην σαφώς παραδέχεται τα «λάθη», αλλά διασκεδάζει την υπόθεση λέγοντας πως «η επιστημονική έρευνα εξελίσσεται μέσα από λάθη και αστοχίες. Αυτός είναι εξάλλου και ο πυρήνας της επιστημονικής εξέλιξης»

MRB: «Η ευθύνη δική μας»

Ήδη από το βράδυ των εκλογών, ο Δημήτρης Μαύρος της MRB είχε ζητήσει συγγνώμη για τα λάθη μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο facebook. Μάλιστα, επισήμανε ότι το πρόβλημα είναι μεθοδολογικό καθώς είναι δύσκολο να μετρηθούν οι αναποφάσιστοι και η αποχή. Επίσης, αρνήθηκε με επίταση το ενδεχόμενο να υπήρξε ενδεχόμενο χειραγώγησης.

MARC: «Δικαιολογημένη η δυσπιστία»

Ανακοίνωση εξέδωσε και ο επικεφαλής της εταιρείας MARC, Θωμάς Γεράκης, με την οποία υποστηρίζει πως «στις πολιτικές έρευνες η πρόθεση ψήφου δεν αποτελεί πρόγνωση εκλογικού αποτελέσματος. Αυτό περιλαμβάνεται με σαφήνεια τόσο στους ελληνικούς όσο και στους διεθνείς κώδικες δεοντολογίας».

Αυτό συμβαίνει διότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων είναι πολλοί και ποικίλοι. Η φύση των σοβαρών αδυναμιών που παρουσιάζουν οι δημοσκοπήσεις συνδέεται με την απόκλιση των αποτελεσμάτων από την πραγματικότητα και την αναπόφευκτη παρουσίαση λάθος πληροφοριών. Οι συγκεκριμένες αδυναμίες περιλαμβάνουν την παραβίαση των αρχών της τυχαιότητας και της αντιπροσωπευτικότητας στη δειγματοληψία, την επιλεκτική απόκριση των συμμετεχόντων, τη μη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων από τους ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για το θέμα ή δεν έχουν άποψη επ’ αυτού, και την ανακρίβεια των απαντήσεων λόγω απουσίας κατανόησης των ερωτημάτων ή αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της δημοσκόπησης.

Όμως πριν συνεχίσουμε να συζητάμε τις σοβαρές αδυναμίες που παρουσιάζουν οι μικρές έρευνες, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση αυτών των αδυναμιών και να απαντήσουμε στο ερώτημα για ποιους σκοπούς διενεργούνται αυτές οι έρευνες, ποιους εξυπηρετούν και πού και πώς αυτές παρουσιάζονται;

Για να διεξαχθεί μία έρευνα χρειάζεται κεφάλαιο. Υπάρχουν πολλοί οικονομικοί παράγοντες και συμφέροντα που χρηματοδοτούν τη διενέργεια αυτών των διαδικασιών, όπως εταιρίες, ιδρύματα, πολιτικές παρατάξεις, οργανισμοί και κέντρα εξουσίας κ.ά. Ο χρηματοδότης πολιτικής δημοσκόπησης επηρεάζει έμμεσα (πολλές φορές και άμεσα) τον τρόπο με τον οποίο επιλέγεται το δείγμα, τη διενέργεια της έρευνας, την ανάλυση των αποτελεσμάτων και την ερμηνεία της κατά την παρουσίασή της. Διότι, μια αδυναμία των πολιτικών δημοσκοπήσεων αφορά την πιθανότητα επιρροής στην απόφαση ψήφου του ψηφοφόρου. Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να δημιουργήσουν μια εντύπωση στους ψηφοφόρους ότι ένας συγκεκριμένος υποψήφιος είναι νικητής ή χαμένος και αυτό μπορεί να επηρεάσει την απόφασή τους κατά την ψηφοφορία.

Οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης έχουν ως βασικό σκοπό την παραγωγή κέρδους μέσω της διαδικασίας κατανάλωσης του περιεχομένου που επικοινωνούν με το κοινό τους. Ως προϊόντα λογίζονται σήμερα οι ειδήσεις. Η σχέση του χρηματοδότη των μέσων αυτών με το κέντρο εξουσίας ή γενικότερα το κεφάλαιο μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατεύθυνση της δημοσκόπησης και να οδηγήσει σε παραπλανητικά αποτελέσματα. Επομένως, είναι σημαντικό να αξιολογούμε τις δημοσκοπήσεις με κριτικό πνεύμα και να λαμβάνουμε υπόψη μας τις δυνητικές πηγές σύγκρουσης συμφερόντων και παρενέργειες της χρηματοδότησης στα αποτελέσματα. Είναι επίσης σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη τις μεθοδολογικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των δειγμάτων και τη συλλογή των δεδομένων, καθώς αυτές μπορεί να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

Μια από τις βασικές αδυναμίες των δημοσκοπήσεων είναι η πιθανότητα να επηρεάζονται από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη συλλογή των δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι ερωτήσεις και καταγράφονται οι απαντήσεις ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα. Επίσης, η δειγματοληψία μπορεί να είναι προβληματική, αν δεν έχει επιλεγεί σωστά το δείγμα (ανεπάρκεια), δηλαδή να μην είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού. Για παράδειγμα, σε εθνικές εκλογές, όπου συμμετέχουν εκατομμύρια ψηφοφόροι, μια δειγματοληψία με μόνο μερικές χιλιάδες συμμετέχοντες μπορεί να αντιπροσωπεύει στο ελάχιστο τη γενική κατεύθυνση των ψήφων. Επίσης, οι δημοσκοπήσεις μπορεί να μην λαμβάνουν υπόψη την απόφαση ψήφου που λαμβάνει ο ψηφοφόρος την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να μην αντικατοπτρίζουν το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών.

Μια ακόμη αδυναμία των δημοσκοπήσεων είναι η πιθανότητα του φαινομένου της “κοινωνικής επιθυμίας”, όπου οι ερωτηθέντες μπορεί να απαντούν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικά αποδεκτές απαντήσεις και όχι στις πραγματικές τους πεποιθήσεις. Επίσης, οι δημοσκοπήσεις μπορεί να μην αποκαλύπτουν την πλήρη εικόνα ενός ζητήματος, καθώς μπορεί να υπάρχουν πτυχές που δεν εξετάζονται στις ερωτήσεις. Ακόμη, η ακρίβεια των αποτελεσμάτων ενδέχεται να επηρεαστεί από την ποιότητα των ερωτηματολογίων και την ανταπόκριση των ατόμων που απαντούν σε αυτά. Είναι σημαντικό τα ερωτήματα να είναι κατανοητά και η αντίδραση των ανθρώπων να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και όχι στις προσδοκίες των ερωτηματολόγιων. Επίσης, η ανταπόκριση στα ερωτηματολόγια εξαρτάται από το επίπεδο ενδιαφέροντος και συμμετοχής των ανθρώπων στο θέμα της δημοσκόπησης. Η απόκλιση από την πραγματικότητα μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν απαντούν πάντα απόλυτα ειλικρινά ή δεν έχουν άποψη για κάποιο θέμα και αναγκάζονται να επιλέξουν μία απάντηση αντί να δηλώσουν ότι δεν γνωρίζουν. Ακόμη, μπορεί να υπάρχει τάση για την απάντηση με τον τρόπο που οι άνθρωποι περιμένουν ότι θα απαντήσουν, ειδικά αν η δημοσκόπηση είναι σχετικά μακροσκελής ή περιέχει πολλές ερωτήσεις. Επιπλέον, οι παράμετροι της δειγματοληψίας μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, όπως η ηλικία, το φύλο, η εκπαίδευση και η περιοχή διαμονής των συμμετεχόντων. Πρόκειται για επιλογές των δημοσκόπων πριν διεξάγουν την έρευνα.

Αυτού του είδους οι έρευνες μπορούν να διεξαχθούν με διάφορους τρόπους, όπως η τηλεφωνική έρευνα, η διαδικτυακή έρευνα ή η αποστολή ερωτηματολογίων με ταχυδρομείο. Κάθε μέθοδος έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, που μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις που βασίζονται σε τηλεφωνικές ερωτήσεις μπορεί να αποκλείουν ανθρώπους που δεν έχουν σταθερή τηλεφωνική σύνδεση ή που απλώς δεν απαντούν σε άγνωστα τηλέφωνα, η ακόμη αυτούς που δεν έχουν δυνατότητα να πληρώσουν το τέλος της συνδρομής. Αλήθεια, πώς καταγράφεται η άποψη των αστέγων ή άλλων κοινωνικών ομάδων που δε βρίσκονται στις βάσεις δεδομένων των εταιριών ή ακόμη και των Ρομά που διαβιούν σε παραπήγματα; Επιπλέον, η τηλεφωνική δημοσκόπηση μπορεί να επηρεαστεί από το φαινόμενο της “επιλεκτικής επανάληψης”, όπου οι απαντώντες ενδέχεται να είναι πρόθυμοι να απαντήσουν σε κάποιες ερωτήσεις παρά σε άλλες, ενώ ταυτόχρονα, οι ερωτήσεις μπορεί να είναι διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζουν τις απαντήσεις τους. Επιπλέον, ποιος εγγυάται στην τηλεφωνική έρευνα ότι οι απαντήσεις καταγράφονται, σύμφωνα με τις προτιμήσεις των ερωτηθέντων, από τη στιγμή που τον ρόλο του καταγραφέα εκτελούν άτομα που δεν έχουν ερευνητική επάρκεια και δεοντολογική επιστημονική συνείδηση; Από προσωπική εμπειρία, σε πρόσκληση συμμετοχής σε δημοσκόπηση, ρωτούσα απλά στοιχεία της έρευνας και η υπάλληλος δεν γνώριζε να μου απαντήσει.

Αντίθετα, η διαδικτυακή έρευνα μπορεί να είναι πιο ευρεία στο πλαίσιο της συλλογής δεδομένων, αφού επιτρέπει στους ερευνούμενους να απαντήσουν στις ερωτήσεις σε οποιαδήποτε στιγμή και από οποιαδήποτε τοποθεσία. Ωστόσο, αυτό μπορεί επίσης να επηρεάσει τα αποτελέσματα, καθώς ενδέχεται να υπάρχουν αναπαραστάσεις στα δεδομένα που προκύπτουν από ανθρώπους που δεν αντιπροσωπεύουν το συνολικό πληθυσμό. Σήμερα δραστηριοποιούνται μεγάλες διαφορετικές εταιρίες δημοσκοπήσεων. Μία ακόμη αδυναμία αφορά τη δυνατότητα του καθενός να εγγραφεί ως μέλος σε αυτές τις εταιρίες. Η συμμετοχή καθορίζεται και αμείβεται ανάλογα με τον χρόνο που απαιτείται για τη συμπλήρωσή της. Συνήθως χρησιμοποιείται από φοιτητές και άλλους που επιθυμούν να ενισχύσουν το εισόδημά τους. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν και να χρησιμοποιούν, διαφορετικά προφίλ (με διαφορετική ηλικία, όνομα, ενδιαφέροντα, mail κ.ά.) και να απαντούν ανάλογα. Η επιλογή συμμετοχής σε μία διαδικτυακή δημοσκόπηση γίνεται βάσει των κριτηρίων που παρουσιάζουν οι χρήστες στα προφίλ των εταιριών αυτών. Αυτός είναι ένας τρόπος δειγματοληψίας, που βασίζεται στη βάση δεδομένων (εγγεγραμμένα μέλη) της κάθε εταιρίας ξεχωριστά. Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρίες γνωρίζουν από πριν το δείγμα τους. Υπάρχει και μία ακόμη μέθοδος, που αφορά την αποστολή ερωτηματολογίων με ταχυδρομείο για τη συλλογή δεδομένων, την οποία δε χρειάζεται να συζητήσουμε στην παρούσα φάση.

Παραδείγματα επιρροής των δημοσκοπήσεων στο εκλογικό σώμα:

  1. Επηρεάζουν τη δημόσια σφαίρα: Οι δημοσκοπήσεις παρέχουν στους πολίτες μια εικόνα του πολιτικού τοπίου και του ποια κόμματα είναι πιθανό να κερδίσουν στις επερχόμενες εκλογές. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη συζήτηση που γίνεται στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινωνία γενικότερα.
  2. Επηρεάζουν την πρόθεση των ψηφοφόρων: Οι δημοσκοπήσεις μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση των ψηφοφόρων, καθώς αντανακλούν το δημόσιο κλίμα και τις προσδοκίες για τα αποτελέσματα των εκλογών. Αν ένα κόμμα φαίνεται να έχει μια σαφή προβολή στις δημοσκοπήσεις, αυτό μπορεί να πείσει ορισμένους ψηφοφόρους να το ψηφίσουν.
  3. Επηρεάζουν τη στάση των πολιτικών: Οι δημοσκοπήσεις μπορούν επίσης να επηρεάσουν τους πολιτικούς και τα κόμματα στις πολιτικές τους στάσεις και στρατηγικές. Αν ένα κόμμα φαίνεται να έχει αυξημένη υποστήριξη στις δημοσκοπήσεις, τότε αυτό μπορεί να ενθαρρύνει τους πολιτικούς να επικεντρωθούν σε αυτά τα ζητήματα και να υιοθετήσουν πιο δυναμικές στρατηγικές, για να κερδίσουν ψήφους.

Συνολικά, οι πολιτικές δημοσκοπήσεις μπορούν να επηρεάσουν τη συζήτηση και τις αποφάσεις του κοινού, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζονται με κριτική σκέψη και να συνδυάζονται με άλλες πηγές πληροφόρησης και ανάλυσης, για να αποφανθούμε ορθά. Οι δημοσκοπήσεις μπορούν να επηρεάζονται από πολλούς άλλους παράγοντες όπως η οικονομική κατάσταση, οι πολιτικές συνθήκες, οι κοινωνικοί παράγοντες και η γενική ατμόσφαιρα της κοινωνίας. Επομένως, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες και να αναλύονται τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων στο συνολικό πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής. Είναι λοιπόν σημαντικό να σημειωθεί ότι οι πολιτικές δημοσκοπήσεις δεν είναι απόλυτα αξιόπιστες και μπορεί να υπάρχουν πτυχές της πραγματικότητας που δεν αντικατοπτρίζονται στα αποτελέσματά τους.

Εν κατακλείδι, οι πολιτικές δημοσκοπήσεις μπορεί να παρέχουν μεγάλο όγκο πληροφοριών και να αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση της δημόσιας γνώμης και την πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων, αλλά έχουν και σοβαρές αδυναμίες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Οι συγκεκριμένες αδυναμίες μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων και να προκαλέσουν παρανοήσεις στο κοινό. Για την αποτροπή των λαθών και της παραπληροφόρησης, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι αδυναμίες των δημοσκοπήσεων και να εφαρμόζονται κατάλληλες μέθοδοι στον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή τους και το σημαντικότερο να κατανοήσει ο κόσμος, ότι η δημοσκόπηση είναι μία φιλτραρισμένη «πραγματικότητα» που κάποιοι έχουν ενεργήσει, για να τους την προσφέρουν. Το ποιοι είναι αυτοί απαντάται με το ερώτημα: Ποιους εξυπηρετεί το αποτέλεσμα;

Βιβλιογραφία:

Babbie, E. (2011). Introduction to social research (2nd ed.). Cengage Learning.

Pin It on Pinterest