Μια ιστορία από τις χακί μέρες ενός έφεδρου, πριν από 20 χρόνια….
Η προσγείωση ενός τύπου με παραλλαγή μπροστά στα έντρομα μάτια ενός ερωτευμένου ζευγαριού
Ήταν πριν σχεδόν 20 χρόνια, Σεπτέμβριος του 1995. Υπηρετούσα στο Τάγμα Πεζικού 211 ΤΕΑ στην ορεινή Ρόδο («Τάγμα Ενίσχυσης Αστυνομίας» και καλά, διότι λόγω διεθνούς συμβάσεως, απαγορεύονταν οι στρατιωτικές δυνάμεις στα Δωδεκάνησα..). Είχα πολλούς μήνες ήδη εκεί, είχα «παλιώσει» επιτέλους και εκτελούσα χρέη επιλοχία. (Στη φωτογραφία όρθιος με το κράνος).
Επρόκειτο για ένα μάχιμο τάγμα, το οποίο συμμετείχε ενεργά σε όλες τις ασκήσεις του Πεζικού και ασκούνταν τακτικότατα σε βολές παντός είδους, κάθε δεύτερη Τρίτη. Την παραμονή μιας βολής, Δευτέρα βράδυ, είχαμε βραδιά οπλίτη. Να ξεσκάσουμε λιγάκι βρε αδερφέ…
Ως ερασιτέχνης μουσικός και τραγουδιστής συμμετείχα στην ορχήστρα και αφού διασκέδασα τους συναδέλφους, τα κοπάνησα κι εγώ κανονικά, όπως «προβλέπονταν»! Την επομένη το πρωί, με πολύ βαρύ κεφάλι βεβαίως, σηκωθήκαμε να πάμε να ρίξουμε με ΜΚ11, ένα ημι- πολυβόλο της συμφοράς, με το οποίο σημάδευες Τουρκία και αυτό γάζωνε τη Λιβύη.
Για κακή μου τύχη, ο λοχαγός βολής με όρισε ΑΑΠΒ (Αξιωματικό Ασφαλείας Πεδίου Βολής). Η δουλειά μου; Να κάθομαι γύρω στα 200 μέτρα πριν από τη γραμμή βολής, μπροστά από την οποία πέρναγε ένα μονοπάτι το οποίο κατέβαινε από το πάρκο με τις πεταλούδες προς τη θάλασσα, μπας και περάσει από κει κανένας τουρίστας με κάνα παπί και τον κάνουν σουρωτήρι… Ήμουν εφοδιασμένος για τον σκοπό αυτό με ένα Rakal, έναν αρχαίο φορητό ασύρματο του Στρατού με μια τεράστια εύκαμπτη κεραία.
Πέραν τούτου, φορούσα πλήρη εξάρτυση (στολή παραλλαγής, κράνος, οπλισμό), ενώ τα μούτρα μου ήταν βαμμένα με φούμο. Μ ’αυτά και μ” αυτά, πήγα και την άραξα σε κάτι θάμνους και όταν ακούγονταν από το rakal η μεταλλική φωνή του αξιωματικού βολής «αρχίζει η βολή – αρχίζει η βολή», τότε σηκωνόμουν και πρόσεχα να μην περάσει κανείς από το μονοπάτι του θανάτου. Όταν πια σιγούσαν οι ριπές, τότε ξανάβρισκα καταφύγιο στους σκιερούς θάμνους περιμένοντας την επόμενη βολή.
Είχε πάει ήδη μεσημέρι, η σεπτεμβριάτικη ροδίτικη ζέστη, υγρή, αφόρητη, με το κεφάλι να βράζει μέσα στις χθεσινοβραδινές ουσίες με σκεύος μαγειρικής, το κράνος. Εκείνο το νιοστό «αρχίζει η βολή», με βρήκε σε μία κατάσταση ζεν, να τραβιέμαι ανάμεσα στον Μορφέα και τον Διαγόρα. Μπορεί το σώμα να είχε παραδοθεί σε αυτή την διελκυστίνδα, ευτυχώς όμως, ο ταλαιπωρημένος εγκέφαλος κατάφερε να κάνει τον δικαναλικό διαχωρισμό ανάμεσα στις ριπές εκ δεξιών μου και την ταλαίπωρη εξάτμιση του δίχρονου παπιού εξ αριστερών.
Τα μισοκοιμισμένο βλέμμα μου ακολούθησε ενστικτωδώς το αριστερό κανάλι του ήχου και τι να δω: Ένα παπάκι κατέβαινε φορτωμένο μ’ ένα νεαρό ζευγάρι απάνω του, ανέμελο την κοιλάδα των πεταλούδων και είχε φτάσει το πολύ στα τριάντα μέτρα από εμένα.
Δεν ξέρω ποιος ξεχασμένος νευρολογικός μηχανισμός ξύπνησε από τον λήθαργο και πάτησε κάποια εξίσου ξεχασμένη σκανδάλη, αυτό που ξέρω είναι ότι εκτοξεύτηκα μονοκόμματα με όλο τον εξοπλισμό μου και προσγειώθηκα ουρανοκατέβατος μπροστά στο έντρομο ζευγάρι ουρλιάζοντας «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΤΤΤΤΤ!!!!!».
Φανταστείτε τρομάρα οι άνθρωποι, κατεβαίνοντας την κοιλάδα μες την καλή χαρά, ερωτευμένο ζευγαράκι, έχοντας απολαύσει τις μοναδικές πεταλούδες, να βλέπουν ξαφνικά να προσγειώνεται από το πουθενά μπροστά τους ένας τύπος με παραλλαγή, πλήρη οπλισμό, κεραία και φούμο στα μούτρα και να τους ουρλιάζει με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του!! Με το απότομο φρενάρισμα, πλάγιασαν και οι δύο κάτω, ευτυχώς χωρίς να χτυπήσουν, ενώ ο τυπάκος προέτεινε τα χεράκια του στην κάνη του όπλου μου εκλιπαρώντας «nononono!!». Ιταλός πρέπει να’ταν.
Ξανανέβηκαν κακήν – κακώς πάνω στο μηχανάκι και όπου φύγει φύγει, (προς τα πίσω εννοείται), ενώ εγώ παρέμεινα για μερικά λεπτά ακόμη εκεί μαρμαρωμένος σε αυτή τη στάση, με την έκφραση φρίκης αποτυπωμένη στο πρόσωπό μου.
«Τέλος βολής – τέλος βολής» ακούστηκε να λέει ο μεταλλικός λοχαγός από τον ασύρματο… Είμαι βέβαιος ότι όχι μόνο τα παρολίγον σουρωτήρια θα θυμούνται ανεξίτηλα το περιστατικό, αλλά θα το διηγούνται ακόμη και για πολλά ακόμη χρόνια στους απογόνους τους. Και σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια, πόσο τυχεροί ήμασταν όλοι και πόσα τέτοια ακόμη συμβαίνουν καθημερινά στις Ένοπλες Δυνάμεις και δεν βγαίνουν προς τα έξω… Πάντως, και σε μένα αρέσει να το διηγούμαι, τώρα που δεν απειλούμαι.
Κωνσταντίνος Ε. Ζαχαρόπουλος – Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω