Αφορμή για το ρεπορτάζ στο νοσοκομείο της Ρόδου, δεν αποτέλεσε μόνο η πρόσφατη αποστολή του «Ριζοσπάστη» στο νησί, αλλά και η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει την κατάσταση που επικρατεί στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και γενικότερα στον κρατικό τομέα της Υγείας. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις τοπικού βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που επισκέφτηκε το νοσοκομείο στις αρχές Αυγούστου, για να συναντηθεί με τη νέα διοίκηση (διορίστηκε τον περασμένο Απρίλη) και εκπροσώπους των εργαζομένων.
Σύμφωνα με όσα γράφτηκαν στον τοπικό Τύπο, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ «εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το υπουργείο Υγείας προχωρεί στη στελέχωση του νοσοκομείου της Ρόδου», ενώ «στη συνάντηση τονίστηκαν τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό για την ενίσχυση του προσωπικού του νοσοκομείου, που ήδη έχουν αποδώσει καρπούς».
Μάλιστα, για να τεκμηριώσουν ότι «κάτι αλλάζει», ο βουλευτής και η διοίκηση του νοσοκομείου έφεραν το εξής παράδειγμα: «Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σήμερα εφημερεύουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) 13 συνολικά ειδικευμένοι ιατροί και 17 ειδικευόμενοι, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2014 που εφημέρευαν 7 ειδικευμένοι ιατροί και 18 ειδικευόμενοι». Είναι φανερό ότι η σύγκριση με το 2014, έχει στόχο να δημιουργήσει την αίσθηση ότι στο νοσοκομείο …φυσάει πλέον «άλλος αέρας».
Για να δούμε, όμως, πώς περιγράφουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την καθημερινότητα που ζουν και τα προβλήματα στο νοσοκομείο, για τα οποία η σύγκριση δεν μπορεί να γίνεται βέβαια με το τι κατάσταση επικρατούσε πριν από δυο χρόνια, αλλά με την χαοτική απόσταση που χωρίζει τη σημερινή άθλια κατάσταση με τις σύγχρονες ανάγκες των υγειονομικών και των ασθενών, σε ένα νησί με 120.000 μόνιμο πληθυσμό, ο οποίος διπλασιάζεται τους καλοκαιρινούς μήνες με την άφιξη χιλιάδων τουριστών.
Ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με την Ελένη Αγγέλη, αντιπρόεδρο του σωματείου των εργαζομένων και την Μαρία Σαρικά, γενική γραμματέα στη διοίκηση του σωματείου. Για τις ελλείψεις σε προσωπικό μάς είπαν: «Οι γιατροί λειτουργούν με το 60% των θέσεων που προβλέπει ο οργανισμός, μαζί και οι επικουρικοί – άλλωστε είναι τόσο λίγοι – και εμείς οι νοσηλευτές με το 1/3.
Από τις προσλήψεις, που λέει το υπουργείο, έχουν έρθει 17 άτομα νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν καλύπτουν τις ανάγκες, αφού το ίδιο διάστημα, έχουν φύγει από το νοσοκομείο 20 νοσηλευτές με αποσπάσεις, μεταθέσεις και συνταξιοδοτήσεις. Δηλαδή, δεν αναπληρώθηκαν καν οι απώλειες σε προσωπικό που είχαμε μέσα στον Αύγουστο! Ετσι, το νοσηλευτικό προσωπικό, μαζί με αυτούς που ήρθαν τώρα, ίσα που ξεπερνάμε τα 100 άτομα.
Εχουμε προσπαθήσει επανειλημμένα να εξηγήσουμε στη διοίκηση ότι αυτό το προσωπικό δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες και η απάντηση που πήραμε ήταν: “Δηλαδή, δεν είσαστε καλύτερα τώρα;”. Δεν είμαστε καλύτερα, επειδή οι χρόνιες απώλειες έχουν οδηγήσει σε αυτό το σημείο, ώστε αυτοί οι συνάδελφοι που ήρθαν τώρα δεν καλύπτουν κάτι. Απλά δεν έχουμε φτάσει ακριβώς στον πάτο, αλλά είμαστε γύρω γύρω από τον πάτο».
Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η μεγάλη έλλειψη σε προσωπικό για την καθημερινότητα των εργαζομένων; Οι δύο συνδικαλίστριες απαντάνε με συγκεκριμένα στοιχεία: «Κατά μέσο όρο έχουμε πέντε με έξι νοσηλεύτριες στα τμήματα, για να καλύπτουν σε ημερήσια βάση τις ανάγκες 35 και 40 αρρώστων, όχι ανά βάρδια, αλλά εβδομαδιαία, μαζί με τα ρεπό.
Φανταστείτε ότι όταν είναι δυο άτομα στη βάρδια, αυτοί οι συνάδελφοι δεν προλαβαίνουν να πάνε στο σπίτι. Μπορεί για παράδειγμα να είναι σήμερα απόγευμα και να ‘ρθουν αύριο το πρωί στις 7 π.μ., με όλη αυτή την ένταση που σου επιφέρει το οκτάωρο στα τμήματα και να ‘ρθουν την επόμενη μέρα και πρωί και νύχτα!».
Για παράδειγμα, λέει η Ελένη Αγγέλη, «εγώ σήμερα ήμουν πρωί στη νευρολογική και μετά έχω νύχτα στη β’ χειρουργική. Δεν θα πάρω φυσικά το δεύτερο ρεπό της βδομάδας, δεν χρειάζεται να το συζητάμε καν, αφού όλοι παίρνουμε ένα τη βδομάδα κι αν το πάρουμε κι αυτό».
Οπως καταγγέλλουν, «υπάρχουν συναδέλφισσες, οι οποίες, για να πάρουν ένα ρεπό παραπάνω τη εβδομάδα, αναγκάστηκαν να ζητήσουν να δουλεύουν μονοβάρδιες σε 40 κλίνες. Εχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο αγανάκτησης και απελπισίας, επειδή έχουν παιδιά, έχουν υποχρεώσεις. Τρεις νύχτες τη βδομάδα κάνουν όλοι και έχει τύχει να κάνουν και τέσσερις. Και άλλα τρία με τέσσερα απογευματινά, αναλόγως με το πώς τυχαίνει, αν θα αρρωστήσει κάποιος, αν θα συμβεί κάτι».
Η φθορά στην υγεία των εργαζομένων από την εντατικότητα της δουλειάς, είναι μεγάλη και σε πολλές περιπτώσεις ανεπανόρθωτη. Οπως λένε στον «Ριζοσπάστη», «όταν ο μέσος όρος ηλικίας του νοσηλευτικού προσωπικού είναι αυτή τη στιγμή στα 45 χρόνια, φανταστείτε ότι είμαστε ουσιαστικά μεσήλικες. Οταν μάλιστα οι γυναίκες μέχρι τα 40 έχουν κάνει δυο τρία παιδιά, είναι μωρομάνες, δουλεύουν ήδη 15 -20 χρόνια, άλλες δουλεύουν 25 χρόνια και τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια δουλεύουν με τρεις νύχτες τη βδομάδα, και ήδη χρωστάνε από 90 έως 130 ρεπό σε καθένα από το νοσηλευτικό προσωπικό, συν την κανονική άδεια, φανταστείτε πόσο εξαντλημένοι είναι οι συνάδελφοι.
Το βλέπεις άλλωστε… Είναι τα οργανικά προβλήματα που δημιουργούνται από την υπερφόρτωση της δουλειάς, ακόμα και καρκίνοι, όλοι είμαστε γεμάτοι κοίλες, αυτοάνοσα, δεν μπορείς να καλύψεις τις ανάγκες των ασθενών. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης, το περνάει το 80% του νοσηλευτικού προσωπικού, συν τα ψυχολογικά προβλήματα».
Τους θερινούς μήνες που αυξάνεται κατακόρυφα ο τουρισμός, το νοσοκομείο δεν έχει καμιά ενίσχυση σε προσωπικό. Κι όταν παλιότερα γίνονταν κάποιες προσλήψεις, αυτές δεν αφορούσαν βέβαια μόνιμους, αλλά συμβασιούχους, οι οποίοι γενικεύονται πλέον στα νοσοκομεία, μαζί με όλες τις άλλες ελαστικές μορφές απασχόλησης.
«Τους καλοκαιρινούς μήνες είναι τόσο γρήγοροι οι ρυθμοί που μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε. Ακόμα και οι ντόπιοι, εμείς που ζούμε εδώ, μπορεί να έχουμε ένα τροχαίο, κάτι. Είναι πιο γρήγορος ο ρυθμός της ζωής το καλοκαίρι. Επομένως, το νοσοκομείο μπορεί να χρειαστεί να καλύψει χίλια δυο πράγματα», σημειώνει η Ελένη Αγγέλη.
Δεν είναι όμως μόνο οι τρέχουσες ανάγκες που «μένουν πίσω». Πάνω από 20 κρεβάτια του νοσοκομείου δεν λειτουργούν, όπως και δυο κρεβάτια ΜΕΘ, στερώντας από τους κατοίκους του νησιού και συνολικά του νομού πολύτιμες υπηρεσίες Υγείας, που μπορεί να ήταν και σωτήριες για τη ζωή ορισμένων α’ αυτούς. Λένε οι δυο συνδικαλίστριες:
«Το νοσοκομείο έχει 360 κρεβάτια, αλλά σε λειτουργία είναι τα 340, γιατί ενώ είχε τμήμα πρόωρων και ΜΑΦ, δεν άνοιξαν ποτέ. Μετά μειώθηκαν κάποιες κλίνες από τη νευρολογική κλινική, με αποτέλεσμα ασθενείς που χρειάζονται εξειδικευμένη παρακολούθηση να νοσηλεύονται στην παθολογική κλινική, να είναι στη διασπορά. Η ΜΕΘ είχε οκτώ κρεβάτια και τώρα έχει έξι, επειδή κάποια στιγμή τα δύο τα ρίξανε σε αδράνεια, λόγω έλλειψης προσωπικού».
Η διοίκηση απαντάει με υποσχέσεις για προσλήψεις από τους παλιούς «κυλιόμενους» πίνακες του ΑΣΕΠ. Ωστόσο, ακόμα κι αυτές θα είναι σταγόνα στον ωκεανό των ελλείψεων. Οπως σημείωναν οι εργαζόμενοι σε υπόμνημα που κατέθεσαν τον Μάρτη του 2015 προς τον τότε υπουργό Υγείας Π. Κουρουμπλή, όπου καταγράφονταν αναλυτικά όλα τα προβλήματα και οι ελλείψεις, «η οποιαδήποτε καθυστέρηση πλήρωσης θέσεων προσωπικού εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους τόσο για την υγεία των περιθαλπομένων όσο και των ίδιων των εργαζομένων στον κλάδο».
«Οι νοσηλευτές είναι ασθενείς που νοσηλεύουν ασθενείς», σημειωνόταν χαρακτηριστικά στο υπόμνημα. Και πώς να μην είναι, όταν σήμερα σε 100 περίπου άτομα νοσηλευτικό προσωπικό και σε άλλα 50 παραϊατρικό, οφείλονται περίπου 10.000 μέρες σε ρεπό που δεν έχουν πάρει τα τελευταία μόνο χρόνια, δουλεύοντας αδιάκοπα με ένα μόνο ρεπό τη βδομάδα!
Στον ίδιο επείγοντα τόνο, τονίζονταν στο υπόμνημα και οι ελλείψεις στο τεχνικό και διοικητικό προσωπικό, «καθώς το κτιριακό συγκρότημα παρουσιάζει στοιχεία εγκατάλειψης και ερήμωσης, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ο,τι χαλάει δεν αντικαθίσταται», σε ένα κτίριο που φτιάχτηκε μόλις το 2000.
Μετά απ’ όλα αυτά, οι εργαζόμενοι ανέφεραν στο υπόμνημα προς τον τότε υπουργό: «Γνωρίζετε πολύ καλά ότι ουδεμία μέρα ανοχής προς την κυβέρνησή σας μπορεί να υπάρξει λόγω της εκρηκτικότητας των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, πόσο μάλλον όταν αφορούν τη λαϊκή υγεία. Από την άποψη αυτή, η δική μας αναμονή είναι ήδη εξαντλημένη. Το υπάρχον προσωπικό δεν διαθέτει άλλη ανοχή ούτε αντοχή (…) δεν αντέχουμε άλλο, δεν είμαστε σε θέση αν αντιμετωπίζουμε τον αμέτρητο όγκο δουλειάς ούτε τα απάνθρωπα ωράρια, καθότι είμαστε εκτεθειμένοι στον κίνδυνο ενός σοβαρού λάθους».
Τι έγινε από όλα τα παραπάνω; Σύμφωνα με τις συνδικαλίστριες του νοσοκομείου, στη συνάντηση που είχαν αργότερα εκείνο το χρόνο με τον Π. Κουρουμπλή «μας κουκούλωνε σε όποιο αίτημα του βάζαμε για την πρόσληψη προσωπικού και στο τέλος μας υποσχέθηκε να μας φέρει …πλωτό ασθενοφόρο! Μα το θέμα δεν είναι πώς θα τους μεταφέρετε τους ασθενείς, του είπαμε, αλλά ποιος θα τους περιθάλψει…»…
Πηγή : rizospastis.gr