Με λαμπρότητα εορτάστηκε και φέτος στη Ρόδο η μνήμη του Οσίου Μελετίου εν Υψενή

«Ο φωστήρας της Λάρδου, της Ροδονήσου το καύχημα και της Υψενής θεόφορος δομητήρας» όπως αναφέρει και το απολυτίκιο του Αγίου, εορτάζει κάθε χρόνο στις 12 Φεβρουαρίου, έπειτα από την αναγνώριση και αγιοκατάταξή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Νοέμβριο του 2013.

Με κάθε μεγαλοπρέπεια  εορτάστηκε και φέτος η μνήμη του Αγίου Μελετίου εν Υψενή της Ρόδου. Την Τρίτη το απόγευμα πραγματοποιήθηκε πανηγυρικός εσπερινός και την Τετάρτη το πρωί τελέσθηκε αρχιερατική Θεία Λειτουργία στην Ιερά Μονή Παναγίας Υψενής .

Εκατοντάδες ήταν οι πιστοί που προσήλθαν στην Μονή της Υψενής να τιμήσουν την μνήμη του Οσίου Μελετίου και είχαν την ευλογία να προσκυνήσουν την ιερά εικόνα του και την κάρα  με τα μυροβλίζοντα άγια λείψανα του. Εκεί τους υποδέχθηκε η αδελφότητα με  ύψιστο το αίσθημα της φιλοξενίας.

Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία χρόνια δίπλα στη γυναικεία Ιερά Μονή Παναγίας Υψενής, μέσα στο γραφικό δάσος της Λάρδου, χτίζεται μεγαλοπρεπής ναός του Οσίου Μελετίου.

πηγή φωτογραφιών: ipseni.blogspot.com

Ο Βίος του Οσίου Μελετίου 

Η προφορική παράδοση η οποία διασώθηκε στο πέρασμα των αιώνων αναφέρει ότι ο Όσιος Μελέτιος κατά κόσμον Εμμανουήλ γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αι. από τον Νικόλαο και την Σταματία εκ της κώμης Λάρδου. Οι φιλόχριστοι και ενάρετοι γονείς του, τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ο Εμμανουήλ, σύμφωνα με τα στοιχεία που διασώθηκαν από τη γενέτειρα του, κατά την βρεφική του ηλικία δεν θήλαζε το γάλα της μητέρας του τη Τετάρτη και τη Παρασκευή. Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι υπήρξε Εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος.
Ο Εμμανουήλ πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του βυθισμένα στο σκοτάδι του οθωμανικού ζυγού. Οι Τούρκοι καταδυνάστευαν την περιοχή και ασκούσαν έντονες πιέσεις στους χριστιανούς. Τα ήθη και έθιμα από τη μακραίωνη κατάληψη είχαν αρχίσει να χάνονται και η ελληνική παιδεία ήταν απαγορευμένη. Γράμματα γνώριζαν μόνο οι ιερείς προκειμένου να εκπληρώνουν τα λειτουργικά και θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Στους κόλπους της Εκκλησίας, η οποία παρείχε αθόρυβη αλλά δυναμική συμπαράσταση στο σκλαβωμένο γένος, ανατράφηκε και γαλουχήθηκε το ευσεβές γέννημα της αγιοτόκου Ρόδου, ο Όσιος Μελέτιος. Στο νάρθηκα της Εκκλησίας διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Εκεί, έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ευαγγέλιο, τους ύμνους του Προφητάνακτος Δαυίδ και τα συναξάρια των Αγίων. Η αρετή της ελεημοσύνης και της πραότητος κοσμούσαν εκ νεότητος τον Εμμανουήλ, όπως μέχρι σήμερα διηγούνται με θαυμασμό οι συντοπίτες του. Με τη καθημερινή μελέτη των ιερών βιβλίων, τη προσευχή και τις ολονύκτιες ακολουθίες, ο Θεός «μονήν παρ΄ αυτώ» εποίησε. Κατενόησε την ματαιότητα των εγκοσμίων και επιζητησε να διαβεί τους απόκρημνους τρίβους της τελειώσεως ακολουθώντας το μονήρη βίο. Στη πύρωση της καρδίας του συνέβαλε το πρόσφατο μαρτύριο που υπέστη στη Ρόδο ο Άγιος Κωσταντίνος ο Υδραίος. Η μετάνοια, η ακλόνητη πίστη του, και τέλος τα οδυνηρά βασανιστήρια που υπέστη διαδόθηκαν αστραπιαία σε ολόκληρο το νησί. Στο άκουσμα των βασανιστηρίων του νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, ο Εμμανουήλ βίωσε εντονότερα τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στεναχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα». Άρχισε να μιμείται με αυστηρότητα τους βίους των μεγάλων ασκητών, την υπομονή και τη καρτερία των μαρτύρων, αρετές που είχαν εγχαρακτεί στη ψυχή του από τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Επιδόθηκε με ζήλο στην τήρηση των Αγίων Εντολών του Χριστού, στην εγκράτεια και τη νηστεία.
Σύντομα, ο διάπυρος πόθος του για το Θεό τον οδήγησε στο βουνό του Ύψους που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη γενέτειρα του. Τη περιοχή αυτή τη γνώριζε από παιδί καθώς ο ίδιος και ο πατέρας του έβοσκαν εκεί τα πρόβατα τους. Εκεί, αποσυρόταν καθημερινά μετά τη κοπιαστική του εργασία, προκειμένουνα αφοσιωθεί στην αδιάλειπτο προσευχή και να ενωθεί με τον Νυμφίο Χριστό. «Φεύγει ο μοναχός στην έρημο, μακριά από τα φθαρτά και μάταια του κόσμου, για να αγαπήσει αμετεωρίστως το άκρον και ανώτατον εραστόν, όπερ εστίν ο Θεός».
Στους Γύψους (΄Υψους), κατά τη νυκτερινή του δέηση προς το Θεό είδε «φως ιλαρόν» να κατέρχεται από τον ουρανό και να φέγγει στη ρίζα ενός δένδρου. Έχοντας ως ποδηγέτη τον Ηγαπημένο του Ιησού πλησίασε προς το φωτολαμπές μέρος και ευρέθει μπροστά στην πάνσεπτο Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Υψενής, η οποία αναπαυόταν μέσα στο κορμό μιας αιωνόβιας ελιάς. Ο Όσιος με τρέμουσα καρδία από αγάπη προς την Θεοτόκο ασπάστηκε δακρυρροών την ατίμητη Εικόνα της. Η άοκνος Πρέσβειρα πάντων των χριστιανών υπέδειξε στον Εμμανουήλ να οικοδομήσει ναό αφιερωμένο στο όνομα της. Έτσι, ο θείος Μελέτιος έθεσε ως πρώτιστο σκοπό του την οικοδόμηση ευκτήριου οίκου προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ο νεαρός τότε Εμμανουήλ κατά την ολονύκτια προσευχή του μπροστά στη Αγία Εικόνα, την παρακάλεσε να φανεί αρωγός σε αυτό το τόσο δύσκολο έργο που του ανετέθει, κατά τους ζοφερούς χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Εκείνη ως ταπεινή παραστάτης και βοηθός, του απεκάλυψε σε νυχτερινό όραμα τον τόπο όπου θα έβρισκε τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να ανεγείρει τον πανσεβάσμιο ναό της. Ακόμη, του έδωσε υπόσχεση ότι θα τον έχει πάντοτε υπό τη κραταιά προστασία της και θα είναι ακοίμητη φρουρός σε όλους τους κατοπινούς αγώνες του. Ο Όσιος, ανέθεσε τότε την πάσαν ελπίδαν του στην Κεχαριτωμένη. Μετά τη διαβεβαίωση της Παναγίας, ό Εμμανουήλ έπρεπε να λάβει και την ευλογία του τότε Μητροπολίτου Αγαπίου και να τον ενημερώσει για το θαυμαστό γεγονός της ευρέσεως της πανσέπτου Εικόνος της.
Ο τότε Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος αφού ενημερώθηκε από τον Εμμανουήλ για το υπερθαύμαστο γεγονός και διέκρινε τη καθαρότητα της ψυχής του, την ένθερμη αγάπη του προς Τον Αρχιποίμενα Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του θέλησε να τον κείρει μοναχό. Τα λόγια του αρχιερέως ήχησαν στα ώτα του Εμμανουήλ ως ρήματα Κυρίου εξ Ύψους κατελθόντα. Ο Εμμανουήλ αποταξάμενος τοις βιωτικοίς πράγμασιεκάρει μοναχός και του εδόθη το όνομα Μελέτιος και αργότερα για την αρετή του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Έχοντας πλέον ως σύντροφο και παρηγοριά τον Γλυκύτατο Ιησού και την Αγία Εικόνα της Κυρίας Υψενής εφήρμοσε τη ρήση «Μοναχός εστίν ο μηδέν εν κόσμω εχων η μη Θεόν μόνον». Αφοσιώθηκε με ζήλο στην ισάγγελο πολιτεία και με ασκητικά παλαίσματα, έχοντας πάντα στραμμένους του οφθαλμούς της ψυχής του στην Ουράνια βασιλεία, επέτυχε να υποτάξει τη σάρκα, να νικήσει τον κόσμο και να κατατροπώσει τον πολυμήχανο εχθρό. Μετέτρεψε το τραχύ και δύσβατο βουνό των Γύψων σε όρος παρακλήσεως και καταπαύσεως. Όσο ακρότομος και αν ήταν ο τόπος, με τους κάματους και τα έργα του μεταβλήθηκε σεευπρόσιτο και απάνεμο λιμάνι. Μυστικά και αθόρυβα ο ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου, παρηγορούσε, ενίσχυε, ενθάρρυνε και θεράπευε τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Ο Όσιος Μελέτιος ήταν ο ίδιος αστείρευτη πηγή αγάπης για το πλάσμα του Θεού. Οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι προσέτρεχαν σε αυτόν ως η διψασμένη έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων. Αυτοί που τον επισκέπτονταν δεν ήταν μόνο οι ντόπιοι κάτοικοι της Λάρδου αλλά και κάτοικοι ολόκληρου του νησιού, οι οποίοι είχαν μάθει για την εύρεση της θαυματουργού Αγίας Εικόνος από τον θεοφόρο και έμπλεο αρετών παπά – Μελέτιο .
Είχε καλλιεργήσει την αρετή της φιλοξενίας από παιδί και στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου έβλεπε τον ίδιο το Χριστό γι ΄ αυτό και στο μοναστήρι δεχόταν αδιακρίτως τους έχοντας ανάγκη «Ξένους ξένιζε ίνα μη τω Θεώ ξένος γένεις» . Από αυτούς δεν ξεχώριζε κανέναν, ούτε και τους βάρβαρους κατακτητές οι οποίοι αν και αλλόθρησκοι συχνά προσέτρεχαν με ικετήρια δάκρυα στη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Υψενής. Στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ρόδου είναι γνωστό το θαύμα της ιάσεως του Αλή από την Θεοτόκο Υψενή δια πρεσβειών του Οσίου Μελετίου. Ο Αλή αμέσως μετά έταξε και αφιέρωσε στη Παναγία ένα μεγάλο κτήμα γνωστό στη Λάρδο ως «η κεπούλα του Τούρκου» ή «η κεπούλα του μοναστηριού». Αφιέρωσε επίσης τα χρυσά κοσμήματα της συζύγου του με τα οποία κατασκευάστηκε το χρυσό περιλαίμιο της Εικόνος της Παναγίας που διατηρείται έως σήμερα.
Με την αυστηρή και ασκητική του βιωτή απέκτησε τόση παρρησία ενώπιον του Θεού ώστε μόλις άκουγαν το όνομα του οι μισόκαλοι δαίμονες έφριτταν. Με συνεχείς προσευχές απωθούσε τις επιθέσεις των δαιμόνων και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα που ταλαιπωρούσαν το αγαπημένο πλάσμα του Θεού. Σύμφωνα με τη προφορική παράδοση, κατέφθαναν στο παπά Μελέτιο πολλοί άνθρωποι οι οποίοι είχαν καταληφθεί από πονηρά πνεύματα, ζητώντας του να τους απαλλάξει από τη πολύχρονη «ασθένεια» τους. Ως όπλο κατά του πολυμήχανου εχθρού είχε την αδιάλειπτο προσευχή, την νηστεία, τις αμέτρητες γονυκλισίες και την αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Έδενε τους «ασθενείς» σε ένα κορμό δένδρου, πλησίον της Μονής, το «τουμπρούκι» όπως ονομάζεται και τους διάβαζε ψαλμούς του προφητάνακτος Δαυίδ. Υπήρξε αυστηρός τηρητής της ευαγγελικής ρήσης «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» . Το ασκητικό παράδειγμα του παπά – Μελετίου επηρέασε τους κατοίκους της γύρω περιοχής οι οποίοι έμαθαν από τα φλογερά κηρύγματα του την αξία των μυστηρίων της Εκκλησίας. Ως εξομολόγος επισκέπτονταν τα γύρω χωριά προκειμένου να ενισχύσει τους εκεί χριστιανούς .
Καθώς αυξάνονταν οι προσκυνητές, δημιουργήθηκε η ανάγκη ανοικοδόμησης νέων χώρων. Πιθανότατα η πρώτη κτηριακή δημιουργία του Οσίου στα όρια του σημερινού μοναστηριακού συγκροτήματος ήταν το λιτό και απέριττο ησυχαστήριο του και ένας χώρος φιλοξενίας. Ο Άγιος φρόντιζε ο ίδιος τα κτήματα της Μονής και συμμετείχε προσωπικά στα έργα ανοικοδόμησης. Καθημερινά απεσύρονταν εν «τος όρεσι και σπηλέοις και ταις ωπαίς της γής», εκεί όπου αδιαλείπτως προσευχόταν, μελετούσε το παμπόθητο όνομα του Ιησού Χριστού και έλεγε αγαπητικώς την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Προσευχόμενος δε εν «τω ταμείω» του ελάμβανε παρά του δωρεοδότου Θεού «πάσαν δόσιν αγαθή και παν δώρημα τέλειον».
Η κτηματική περιουσία της Μονής αυξήθηκε επί της Ηγουμενίας του Οσίου Μελετίου καθώς οι πιστοί έτρεφαν μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του και αφιέρωναν κτήματα, ελαιόδενδρα αλλά και σπίτια στη Μεγαλόχαρη Ο παπά Μελέτιος, ο άοκνος υπηρέτης του Χριστού και του πλησίον, εφρόντισε με επιμέλεια τη κτηριακή ολοκλήρωση της Μονής. Έχτισε Ναό, χώρο φιλοξενίας, νερόμυλο και λαδόμυλο. Έδινε εργασία σε πολλούς ανέργους χριστιανούς αλλά και Τούρκους, προκειμένου να διατηρεί την ισορροπία στη περιοχή. Ο όσιος ανέδειξε το Μοναστήρι της Παναγίας σε πνευματικό και εθνικό κέντρο. Ήταν τόπος καταφυγής, προσευχής, παρηγοριάς και κοινωνικής προσφοράς. Ο ακάματος ασκητής στήριξε τον πολύπαθο λαό της Ρόδου, δια των προσευχών, των πράξεων και των λόγων του. Απέκτησε μεγάλη φήμη όχι μόνο στη γενέτειρα του αλλά και σε πολλά χωριά της Ρόδου. Συχνά, οι Χριστιανοί των γύρω χωριών, Λαέρμων, Απόλλωνων, Ασκληπειού ζητούσαν από τον παπά – Μελέτιο, τον ταπεινό και πρόθυμο λευίτη του Κυρίου, να επισκεφθεί το τόπο τους. Εκείνος «ως τάχος αστραπής» έσπευδε – ακόμη και σε μεγάλη ηλικία – να τους συνδράμει, να τους στηρίξει, να τους παραμυθήσει.
Το έργο του Οσίου Μελέτιου, όπως αναφέραμε επιγραμματικά παραπάνω δεν ήταν μόνο θρησκευτικό αλλά και εθνικό. Ο Όσιος, κήρυττε το Λόγο του Ευαγγελίου και την Ανάσταση του υπόδουλου γένους. Ως άυλοι άνθρακες οι θείοι λόγοι του κατέκαιαν τη συνείδηση όσων ζούσαν βίο εφάμαρτο. Τηρούσε αυστηρή στάση απέναντι στο θέμα των μικτών γάμων, ένα δύσκολο ζήτημα της εποχής με μεγάλες και πολλές προεκτάσεις. Μπορούσε να διακρίνει το κίνδυνο του εξισλαμισμού και του αφανισμού της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, τον οποίο έκρυβαν οι εκούσιες ή ακούσιες σχέσεις τις οποίες συνήπταν οι Τούρκοι με τις Ελληνίδες . Η αντίθεση του αυτή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, καθώς ο Όσιος ασκούσε μεγάλη επιρροή λόγω του σεβασμού, του οποίου έτρεφαν οι ντόπιοι προς το πρόσωπο του. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η συνείδηση των Ελλήνων είχε ατονήσει σε σημαντικό βαθμό. Στα ήθη είχε επέλθει χαλάρωση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για το μέλλον του υπόδουλου Έθνους. Βέβαια, το φαινόμενο των μικτών γάμων δεν ήταν φαινόμενο που εντοπίζεται μόνο στη Ρόδο αλλά και σε ολόκληρη την τότε τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Την οργή αυτή των Τούρκων προς τον Λειτουργό του Υψίστου χρησιμοποίησε ο μισόκαλος και τους οδήγησε στην συκοφαντία προκειμένου να στραφούν εναντίον του. Ένας Τούρκος εργάτης της Μονής διέφθειρε και κατέστησε έγκυο μια χωριανή ονόματι Πελαγία η οποία υστερούσε νοητικά. Στα πρώτα σημάδια της εγκυμοσύνης της, πείσθηκε από τον δολοφραδή Τούρκο να κατηγορήσει για τη κατάσταση της τον Άγιο Μελέτιο. Η κατηγορία αυτή γνωστοποιήθηκε και στον τότε Μητροπολίτη Ρόδου κ. Συνέσιο, ο οποίος κάλεσε ενώπιον του τον συκοφαντηθέντα παπά Μελέτιο στη Μητρόπολη για να απολογηθεί. Υποτασσόμενος ο Άγιος στη βούληση της Θείας Προνοίας με ακλόνητη τη πίστη του στο Θεό και την Υπέρμαχο στρατηγό υπέμεινε με άκρα ταπείνωση και ανεξικακία τη συκοφαντία έχοντας στο νου και τη καρδιά του τα λόγια του Γλυκύτατου Ιησού «Μακάριοι εστέ όταν ονειδισωσιν υμας και διώξωσιν υμας και ειπωσι παν πονηρον ρήμα καθ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» .
Με υπομονή και πραότητα άκουσε από τον Μητροπολίτη όσα του είχε καταλογίσει ο Τούρκος, το υποχείριο του παγκάκιστου εχθρού. Ο ταπεινός παπά Μελέτιος δέχτηκε τις κατηγορίες ευχαριστώντας το Θεό που τον αξίωσε να συκοφαντηθεί και να διωχθεί αδίκως, ακολουθώντας το παράδειγμα του ίδιου του Κυρίου και των Αγίων της Εκκλησίας μας. Η δοκιμασία αυτή, την οποία υπέμεινε αγόγγυστα μετετράπη σε άγια ανάβαση προς το Βασιλέα των Ουρανών. Ο Όσιος Μελέτιος, μη μπορώντας να αντέξει το τραύμα της ψυχής του, εξέπνευσε μπροστά στα πόδια του Μητροπολίτη και απεκαλύφθη αμέσως πως το μυρίπνοον άνθος της απαθείας δεν μπορούσε να έχει διαπράξει την αμαρτία για την οποία είχε αδίκως συκοφαντηθεί. Ο Όσιος, παρέδωσε την ψυχή του στο Κύριον «ον ηγάπα και επεπόθει» στα τέλη του 19ου αι.
Ο Μητροπολίτης συναισθανθείς το σφάλμα στο οποίο περιέπεσε εν αγνοία του, ζήτησε συγχώρεση από τον Άγιο Ιερομόναχο Μελέτιο και έδωσε εντολή να τον ενταφιάσουν με τη πρέπουσα τιμή στον τότε Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδείων. Μετά την πάροδο τριών ετών από την εκδημία του, έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του. Άρρητος ευωδία εξεχύθει κατά την διάρκεια της ανακομιδής. Η κάρα του Οσίου Μελετίου, του κτήτορος της Ιεράς Μονής Παναγίας Υψενής φυλάσσεται σήμερα στο ναό που ο ίδιος ανήγειρε προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Άγια Λείψανα και Ιερά κειμήλια του Οσίου Μελετίου
 
Το Μοναστήρι της Παναγίας Υψενής ευλογήθηκε να είναι φύλακας των Ιερών χαριτόβρυτων λειψάνων του Οσίου Μελετίου, τα οποία εκπέμπουν άρρητη ευωδία στον τόπο αυτό, καθώς και πολλών κειμηλίων.
Στο εσωτερικό του ναού, όσοι εισέρχονται μπορούν ευλαβικά γεμάτοι δέος και κατάνυξη να προσκυνούν την Κάρα του Οσίου Μελετίου, η οποία περιέχει την κάρα, τους βραχίονες και την ωλένη του. Τρία έτη μετά την ταφή του Οσίου, επήλθε η ανακομιδή των λειψάνων του. Τότε πολλά άγια οστά μεταφέρθηκαν σε οικίες πιστών και ξένους τόπους, ως φυλακτά. Τα θαυματουργά λείψανα του Οσίου Μελετίου συνεχώς μυροβλίζουν και ευωδιάζουν, δείχνοντας την αγιότητα και την ευαρέσκεια του Οσίου.
Η Μονή φυλάει ως ανεκτίμητο θησαυρό στοιχεία του 19ου αιώνα, τα οποία χρονολογούνται κυρίως επί της ηγουμενίας Μελετίου Ιερομονάχου. Διασώζεται η εικόνα του Κυρίου δίπλα από τον Δεσποτικό Θρόνο, της οποίας στο κάτω μέρος αναγράφεται «Επί της Ηγουμενίας Μελετίου Ιερομονάχου, 1844». Επίσης, τα έτη 1856 και 1857, ευσεβείς χριστιανοί αφιερώνουν στη Παναγία την Υψενή δύο φορητές εικόνες. Στις 24 Νοεμβρίου 1856, αφιερώνεται η εικόνα της Κοιμήσεως από Χαλκίτες προσκυνητές, η οποία αποτελεί έργο του Ι. Χατζηιωάννου. Η Εικόνα φέρει την επιγραφή «Μνησθητι Κύριε των δούλων σου Ποθητού Ζωίδη Φωτεινού Αστρινού και Μαυρακιού Χάλκη 24 Νοεμβρίου 1856 Χείρ. Ι ΧατζηΙωάννου Χανίων Κρήτης». Η εικόνα της Αναστάσεως του Κύριου φέρει ημερομηνία 1857 και αποτελεί και αυτή δέηση ευλαβών προσκυνητών της Μονής των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στο κάτω μέρος της. «Μνήσθητι των δούλων σου Γεωργίου, Νικολάου Βέργα και Μαρίας Τζούνη και Χρυσής Τήλπερη 1857». Σε μια δεύτερη εικόνα της Αναστάσεως αναγράφεται η παρακάτω αφιέρωση«Ιωάννου και Σταματίου 18 Απριλίου 1869». Σε μικρότερη φορητή εικόνα απεικονίζεται ο Άγιος Δημήτριος και στο πίσω μέρος της υπάρχει η επιγραφή «Δημήτρης Καλόγερος ….1865».
Επίσης στο αρχείο της Μονής φυλάσσονται Ιερά βιβλία τα οποία διεσώθησαν. Αυτά είναι ένα Ωρολόγιο εκδόσεως 1762, ένας Απόστολος παρά Δημητρίου Θεοδοσίου εξ Ιωαννίνων εκδόσεως 1783, το βιβλίο της Παρακλητικής εκδόσεως 1819, και ένα Ψαλτήρι του 1858. Επιπλέον διασώζονται ένα χειρόγραφο του Ιωάννου Αναστασίου στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου «Ομιλία προς τους νέους» με ημερομηνία 1867, ένα Πεντηκοστάριο του 1873 και δώδεκα μηναία τα οποία εκδόθηκαν στη Βενετία το 1852.
Στο Μηναίο του Μάιου, υπάρχει γραμμένο, «τούτα τα μηναία της νέας εκδόσεος τα αγόρασα από τον χατζηλούκα του παπα γεωργίου τον ιον». Το Μηναίο του Οκτωβρίου εκδόσεως 1852 μας πληροφορεί για ένα σημαντικό γεγονός της Μονής του Ύψους. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής: «τη 2 Νοεμβρίου 1856 ημέρα Παρασκευή ελειτούργησε ο Άγιος Ρόδου κ.κ Ιγνάτιοςεις το μοναστήριον του Ύψους». Ακόμα στο τελευταίο φύλλο του Μηναίου του Δεκεμβρίου, είναι αποτυπωμένη η μαρτυρία του Σάμιου Διδάσκαλου, Χατζημιχαήλ Κ. Λαχανά, ότι επισπεύτηκε τη Μονή της Υψενής επί Μελετίου Μοναχού το 1809.

Pin It on Pinterest