Λαϊκά Δίστιχα για το Θάρρι

 Θεέ μου δώσ’μου φώτιση και στο μυαλό σοφία, για να εξιστορώ σωστά αυτή την ιστορία.
Η ιστορία που θα πω έχει ομορφιά και χάρη, ν’ακούσετε να μάθετε πως κτίστηκε το Θάρρι.
Κάποτε ήταν βασιλιάς με μια βασιλοπούλα, που την αγάπα κι ήθελε να της τα δώσει ούλα.
Ήθελε το βασίλειο όλο να της πομείνει, κυρία και βασίλισσα πάνω στη γη να γίνει.
Μ’όμως αυτή αρρώστησε μ’ασθένεια μεγάλη, κι είχε μεσ’στην καρδιά καημό και στο κεφάλι ζάλη.
Ήτανε μεταδοτικιά η ασθένεια πούχε κάνει, κι ο Βασιλιάς την έφερε δω πέρα να πεθάνει.
Ο βασιλιάς την έκανε δω πέρα εξορία, η αρρώστια μη μεταδοθεί σ’όλη την πολιτεία.
Δυο αλάφια της εφήκανε γιανα την συντροφεύουν, τα φίδια να σκοτώνουνε και να την προστατεύουν.
Η Ρόδος μας από παλιά ελέγετο Φιδούσα, φίδια πολλά και άλλα ερπετά την εκυριαρχούσαν .
Κι εκείνη η βασίλισσα πούταν αρρωστημένη, έπινε γάλα του ελαφιού και ζούσε η καημένη.
Εζούσε η Βασίλισσα με του ελαφιού το γάλα, και με τα βότανα της γης που τα τοπία εβγάλαν.
Βγήκαν στο τόπο κυνηγοί κι ήρθαν να κυνηγήσουν, ελάφια κι αγριογούρουνα να βρουν να σφεντονίσουν.
Εκυνηγούσαν οι κυνηγοί εκείνο τον αιώνα, με ξύλα και με ρόπαλα, με πέτρες και σφεντόνα.
Βρήκαν τα ελάφια οι κυνηγοί και τα εσφεντονίσαν, κι οι σφεντονιές αστόχευσαν και δεν τα εκτυπήσαν.
Τρέχουν τ’ελάφια βιαστικά και με πολύ τρεμούλα, και στο λιβάδι χώθηκαν πούταν η βοσκοπούλα.
Εθάρρεψαν οι κυνηγοί πως τάχαν κτυπημένα, και στο λιβάδι τρέξανε να τάβρουν σκοτωμένα.
Έκθαμποι έμειναν οι κυνηγοί και λίγο φοβισμένοι, σαν είδαν τη βασίλισσα τ’αλάφια αγκαλιασμένη.
Φοβήθην κι η βασίλισσα κ’έτρεμε η καρδιά της, μην τυχόν και σκοτώσουσι τα ελάφια πουν δικά της.
Λέει τους για όνομα Θεού τ’αλάφια είναι δικά μου, κι από αυτά εγώ έζησα και βρήκα την υγειά μου.
Λέει τους για όνομα Θεού μην μου τα σφεντονάτε, δέστε πως έγινα καλά στο βασιλιά να πάτε.
Άμετε διαλαλήσετε στου βασιλιά την πόλη, πέστε πως έγινα καλά του βασιλιά η κόρη.
Τρεχάτοι εφύγαν οι κυνηγοί και εφθάσανε στην πόλη, και είπαν πως έγινε καλά του βασιλιά η κόρη.
Κι ο Βασιλιάς σαν έμαθε ετούτο το μαντάτο, από χαρά εδιάταξε όλο του το φουσάτο.
Να σπεύσουν να ετοιμασθούν γοργά να ταξιδέψουν, στον τόπο πουν’η κόρη του να δουν και να πιστέψουν.
Σαν αστραπή εξεκίνησαν και σαν βροντή εφθάσαν, σαν είδαν τη βασίλισσα τα λογικά τους χάσαν.
Της άνοιξης τις ομορφιές η κόρη είχε πάρει, κι από αυτήν εκτίσθηκε το μοναστήρι Θάρρι.
Εσκέφτηκε ο Βασιλιάς να κτίσει εκκλησία, και εις την κόρη του έδωσε την πάσα εξουσία.
Πετά το δαχτυλίδι της με δύναμη καμπόση, να ιδούν που θέλει να κτισθεί κι ώσπου θε να πεσώσει.
Χάσαν το δαχτυλίδι της κι όλοι τους το ζητούσαν,‹‹θαρρώ πουδω θαρρώ πουκει›› όλοι εσυζητούσαν.
Βρήκαν το δαχτυλίδι της και πίσω της τοδώσαν, και για την εκκλησία μας ευθύς εθεμελιώσαν.
Κι όταν εκτίσθη η εκκλησιά τί όνομα να πάρει; θαρρώ που δω θαρρώ που κει την ονομάσαν Θάρρι.
Θάρρι την ονομάζουμε αυτήν την εκκλησία, κι όσοι την επισκέπτονται βρίσκουσι σωτηρία.
Την εκκλησία μας αυτή την ονομάζουν Θάρρι, και όποιος δεν ήρθε να την δει τον κόσμο δεν εχάρη.
Όλο τον κόσμο προσκαλώ νάρθουν να την ιδούσι, ένα κερί ν’ανάψουσι και να προσευχηθούσι.

Γράφει ο Νικόλαος Χατζηκωνσταντάκης

από τα Λάερμα.

 

Pin It on Pinterest