11η Σεπτεμβρίου 2002
Φθινόπωρο Αγγέλων
Υπάρχουν άνθρωποι με απλωμένες τις φτερούγες,
σύννεφα δρασκελάει ο ίσκιος τους και τα ποδοπατάνε
κολλάν στα χέρια τους καρφιά κι ήχο σειρήνας έχουν
κι όπου πετούν, ματώνει ο ουρανός και προσπερνάνε.
Υπάρχουν άνθρωποι με σιωπηλή βλαστήμια,
μ΄ αμπαρωμένη στο κορμί ψυχής ορφάνια
σαλεύουν πάνω σου κρυφά σαν πεινασμένα φίδια
του κόρφου σου ζωή ρουφάν ζεστή και σε πετάνε.
Κοίτα! Το παγωμένο βλέμμα τους φωνάζει……Τρομοκράτες!
Το τελευταίο γέλιο τους, ανύπλυτη ελπίδα∙
του πόνου και του πλανεμένου τους γιατί, έρημοι κράχτες,
οι Τρομοκράτες! Των αθώων η θανάσιμη λεπίδα.
Μα υπάρχουν κι άγγελοι με διπλωμένες τις φτερούγες.
Μαρμαρωμένοι βασιλιάδες σ’ ένα κήπο από συντρίμμια.
Κει που λιγόστεψε το φως και πνίγηκε ο αέρας,
πάνω σε χώμα που η κάψα του σωρός τσιγάρων μοιάζει και σκουπίδια.
Μέρες και ώρες και λεπτά και κύκλους κάνει,
κοράκου στριφογύρισμα, κορώνα στο κεφάλι.
Μια συντροφιά από θλιμμένα βλέμματα και στόμα
που ρούφηξαν τον βρόγχο του θανάτου και την ζάλη.
Υπάρχουν άγγελοι με διπλωμένες τις φτερούγες.
Του καθενός το κούρνιασμα, του άλλου το φως σκιάζει.
Σαν νικημένο στράτευμα σε πορφυρή κουβέρτα,
σαν ίδρος των μαχών που λύγισε και δάκρυ στάζει.
Τι γρήγορα που σεργιανίζουν οι φιγούρες!
Τα πυρωμένα μάγουλα παγώσαν και βραχήκαν.
Σαν δρόμοι Φθινοπωρινοί κι από πατήμια σκονισμένοι
ξεπλύναν πάνω τους τα πόδια τα γυμνά κι έτσι χαθήκαν.
Που είναι η χαρά; που είναι η γιορτή; που είναι ο ήλιος;
Που είναι οι στερνές στιγμές να με κοιτάξεις;
Που είναι η χρυσοκλωστή να ξεδιπλώσει να σε δέσω
στο ξώπορτο της γης, να μην ανοίξει και πετάξεις;
Εκεί που τα συρματοπλέγματα του κάτω κόσμου σπάσαν,
σαν το γραμμόφωνο που σπα και χάνεται η φωνή του,
ποιός άγνωστος φρουρός πρόσταξε να περάσεις
εκεί που σύνορα δεν όρισε ακόμη η ψυχή σου;
Κι ο ύπνος σου πιο άβατος∙ πέρα από τους εφιάλτες.
Χωμένος σε καλύβες πλίνθινες και σε ουρές θλιμμένων.
Σε άνυδρους νερόμυλους και σε ξερά βλαστάρια,
σε γη ατρύγητη, και σε ποτάμια θολερά των σκοτωμένων.
Ποιος όρισε; Για σένα ξένοι κόσμοι μακρινοί.
Ποιος όρισε; Για τα δικά σου είχες να βιαστείς και να κοιτάξεις.
Μια λάμπα που έσβησε ακριβώς σε ένα γιατί
και που δεν πρόλαβες σπίθα απ’ το φως της να κρατήσεις για να ανάψεις.
Δεν έφτασαν τα γέλια των παιδιών πίσω για να σε φέρουν.
Μήτε να ουρλιάξεις πρόφτασες πως οι κόσμοι σας διαφέρουν.
Υπάρχουν άνθρωποι που ορίζουν την ψυχή σου να πετάξεις!
Μα υπάρχουν κι άγγελοι, αυτούς πώς να δικάσεις;
Ελένη Χατζηπέτρου
Το ποίημα αυτό έλαβε την 1η διάκριση σε πανελλαδικό διαγωνισμό ποίησης με θέμα: Τρομοκρατία, 11η Σεπτέμβριου 2002
Η Ελένη Χατζηπέτρου, είναι επίτιμο μέλος της ΔΕΕΛ καθώς και επίτιμο μέλος της Ακαδημίας της Φλωρεντίας. Έχει γράψει: ποιητικές συλλογές, πεζά κείμενα, λογοτεχνικά κείμενα, και ζωγραφίζει.
Έχει συμμετάσχει σε αρκετούς ποιητικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αποσπώντας πρώτα βραβεία, και τιμητικές διακρίσεις.