Liquidambar orientalis Mill.
Δένδρο ενδημικό της Νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας και Ρόδου. Περίπου δέκα είδη του γένους αναπτύσσονται στον κόσμο με τα περισσότερα στην Νοτιοανατολική Ασία και στην εύκρατη ανατολική πλευρά της βόρειας Αμερικής. Θεωρείται από τους βοτανικούς ως αρχέγονο και οι πρόγονοί του έχουν ταυτοποιηθεί με την παλαιοντολογία και την κατανομή αυτού του γένους σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους (Κρητιδικού, Ηωκαίνου, Ολιγοκαίνου, Μειοκαίνου, και Πλειστοκαίνου) στη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία. Μετά την Παγετώδη Περίοδο, η κατανομή δεν άλλαξε ουσιωδώς έως σήμερα. Απολιθωμένα φύλλα και καρποί του είδους στη Ρόδο, έχουν ηλικία 1,6 εκατομμυρίων ετών, σύμφωνα με έρευνες του αείμνηστου καθηγητή Παλαιοντολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάγγελου Βελιτζέλου.

Η λατινική του ονομασία προήλθε από την γλυκιά και ευώδη μαστίχη που προέρχεται από μία υγρή ουσία που εκκρίνει ο κορμός όταν πληγωθεί. Η σύνθεση του λατινικού Liquidus που σημαίνει υγρό και του αραβικού ambar (amber) που σημαίνει με κάποιον υπαινιγμό το άρωμα της τερεβινθίνης που εκχύεται από τον φλοιό. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε πολύ επιτυχώς ως «υγράμβαρις», εξαιρετική ίσως απόδοση, σε σχέση με το «λικιδάμβαρη», που τελευταία ακούγεται συχνά και μάλιστα σε λόγια κείμενα. Η λαϊκή του ονομασία είναι «Ζητιά», με αμφίβολη προέλευση της κοινής Ροδίτικης ονομασίας, πλην κάποιας παραφθοράς της ζητιανιάς, αλλά δεν φαίνεται ότι το δένδρο να έχει κάποια σχέση με την επαιτεία. Ίσως με τη «γητιά», δηλαδή τη γοητεία, να είναι ορθότερη, δεδομένου ότι το παρασκευαζόμενο έλαιο στην αρχαιότητα χρησιμοποιείτο για καλλωπισμό. Αναφορές για τη χρήση του από την Κλεοπάτρα ως «ερωτικό φίλτρο» και ως υλικό βαλσάμωσης εκ μέρους των Αιγυπτίων ιερέων, είναι εξακριβωμένες. Επίσης αναφορές υπάρχουν για τη φαρμακευτική χρήση της ρητίνης του δένδρου από την περίοδο του Ιπποκράτη με την ονομασία «στύραξ». Ο όρος αυτός προκαλεί σύγχυση ακόμη και σήμερα, εφ’ όσον στην ίδια περιοχή ευδοκιμεί και έτερο θαμνώδες είδος, γνωστό επιστημονικά ως Styrax officinalis (κοινώς στουράκι).
Εκ του τελευταίου επίσης χρησιμοποιούντο ρητίνες για την παρασκευή θυμιάματος. Η σύγχυση εξακολουθεί να υπάρχει στην τοπική κοινωνία, εφόσον πολλές φορές ως «αγριοκυδωνιά», που είναι η τοπική ονομασία του Styrax officinalis, βαφτίζεται και η τοπική υγράμβαρη. Εξάλλου και διεθνώς προέκυψε κάποιο είδος σύγχυσης. Η ονομασία του αμερικανικού είδους Liquidambar styraciflua που δόθηκε από τον Λινναίο (1753), προήλθε από την εκβάλουσα αρωματική ρητίνη, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Μάγιας για αρωματισμό σε τελετές και για βαφή υφασμάτων. Στην αρχαιότητα αναφέρεται και η λέξη «Στόραξ», ίσως για να διαφοροποιηθεί από τη ρητίνη του Στύρακα. Η σύγχυση καλά κρατεί σε μη ειδήμονες και ενισχύεται από μύθους και συγκεχυμένες αναφορές αρχαίων κειμένων (Θεόφραστος, Διοσκορίδης, Γαληνός, Πλίνιος, Ορειβάσιος), της Παλαιάς Διαθήκης, Αραβικά κείμενα αντιγραφές των παραπάνω, που οδηγούν σε ονειρικές φαντασιώσεις του μεσαίωνα αν όχι και σε αλχημιστικές δοξασίες κομπογιαννιτών, καθώς και αφορμές για να γραφτεί άλλο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως το περίφημο «Όνομα του Ρόδου». Το βέβαιο είναι ότι οι ρητίνες και των δύο ειδών χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα τουλάχιστον στην αρωματοποιία. Η μεγάλη παραγωγή και διακίνηση προϊόντων με τις παραπάνω ονομασίες έχει εξακριβωθεί πλέον, ότι προερχόταν από τη ρητίνη της υγράμβαρης και κατά πολύ λιγότερο του στύρακα (Styrax officinalis), λόγω των περιορισμένων διαθέσιμων θάμνων του τελευταίου σε σχέση με την αφθονία των δένδρων της πρώτης, στην νοτιοανατολική Μικρά Ασία τουλάχιστον. Παραμένει εισέτι αδιευκρίνιστο πως διέφυγε της προσοχής των αρχαίων συγγραφέων η αναφορά στο εν λόγω είδος, όπως και η αφάνεια και η μη αξιοποίησή του από τους Ιταλούς κατακτητές, που λογίζονται, κατά κοινή ομολογία, ως εξαιρετικοί κηποτέχνες.
Εξ΄ άλλου, η ρητίνη του είδους είχε ευρεία χρήση στη λαϊκή ιατρική και πρακτική αρωματοποιία, που συνεχίζεται ιδίως στην Τουρκία. Συστηματικές έρευνες για την παρασκευή φαινολικών ενώσεων και την παραγωγή πετρελαίου είναι ήδη διαδεδομένες. Σημαντικές δημοσιεύσεις γίνονται σήμερα από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων στη γειτονική χώρα και δικαίως, εφόσον διαθέτει εκτεταμένους πληθυσμούς του είδους, παρά τη δραματική, όπως αναφέρεται, μείωση της έκτασης του οικοτόπου τα τελευταία χρόνια, από εκχερσώσεις για γεωργική καλλιέργεια και από τη δημιουργία τεχνιτών λιμνών.
Το εν λόγω είδος ανήκει στην οικογένεια Altingiaceae και παλαιότερα στην Hamamelidaceae, χωρίς ακόμη να έχει ολοκληρωθεί οριστικά η κατάταξή του. Είναι αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο, φυλλοβόλο. Τα φύλλα του είναι παλαμοειδή, αστεροειδή με πέντε λοβούς συνηθέστερα, που μπορεί να διαιρούνται σε δευτερεύοντες, με περιθώρια οδοντωτά. Μίσχοι επιμήκεις. Διατάσσονται σε μορφή μωσαϊκού. Τα θηλυκά άνθη εμφανίζονται σε σφαιρικούς ιούλους πράσινοι στην αρχή και εξελίσσονται σε ξυλώδεις καστανούς σφαιρικούς κώνους με επιμήκεις ποδίσκους. Στην επιφάνεια φέρουν αδρές «σμήριγγες» με διογκωμένη βάση, ελισσόμενες στο άκρο, ως αποτέλεσμα σκλήρυνσης των σεπάλων και η τελική τους μορφή προσομοιάζει με μικρό αχινό. Τα σπέρματα αναπτύσσονται και ωριμάζουν στις κυλινδρικές κοιλότητες των ωοθηκών, διάσπαρτες στην σφαιρική επιφάνεια με μορφή βοθρίων, οι οποίες ανοίγουν με διάρρηξη αργά το φθινόπωρο προς το χειμώνα. Τα σπέρματα είναι επιμήκη φαιοκάστανα και φέρουν μικρό πτερύγιο στο ένα άκρο. Η επικονίαση γίνεται με τον άνεμο. Κάθε κώνος φέρει από 17 έως 90 σπέρματα, όπως διαβεβαιώνουν πρόσφατες μετρήσεις του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και δεν παρουσιάζουν παραδοξότητες στη φύτρωση.

Η κόμη των δένδρων είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και εξελίσσεται σε κυλινδρόμορφη και σε σύμπυκνες συστάδες περιορίζεται στην κορυφή, χωρίς να απουσιάζουν δευτερεύοντες κλάδοι και παραφυάδες στη βάση. Τα γηραιότερα δένδρα εμφανίζουν εντυπωσιακούς κορμούς με ατρακτοειδείς περιφέρειες και κοιλότητες (κουφάλες) λόγω εσωτερικής σήψης από πληγές, ενδεχόμενα και από τη στερεομεταφορά των ρεμάτων. Ο φλοιός σε νεαρή ηλικία λείος και στη συνέχεια ρικνός με αδρές χαρακώσεις, σταχτοκάστανος.

Η ανατολική υγράμβαρη είναι ένα δένδρο που ξεπερνά κατά περίπτωση τα τριάντα μέτρα. Στη Ρόδο συναντήσαμε αντίστοιχα δένδρα στην Κοιλάδα των Πεταλούδων και μικρότερα αλλά εξ ίσου εντυπωσιακά, βόρεια της τεχνητής λίμνης του Γαδουρά και στη συνέχεια του ρέματος που τροφοδοτεί τη λίμνη. Στις υπόλοιπες περιοχές Σάλακος, Αρχάγγελος (Μαλώνα – Μάσαρη), τα δένδρα ήταν γενικώς μικρότερα με περιορισμένες εξαιρέσεις. Η φυσική παρουσία του είδους δηλώνεται σε ρεμάτιες και παραρεμάτιες περιοχές με συνεχή ροή ύδατος, σε μίξη με την ανατολική πλάτανο. Το εδαφικό υπόβαθρο συνίσταται από κολλούβια ασβεστολίθων, σε σχετικά σταθεροποιημένες όχθες και στα πεδινά σε αλλουβιακές αποθέσεις που προέκυψαν από παλαιότερες και σύγχρονες στερεομεταφορές. Κυρίως Τούρκοι συγγραφείς, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ασχολούνται συστηματικά με τη διαχείριση και εκμετάλλευση των συστάδων της υγράμβαρης, αναφέρουν, ότι συνήθως αναπτύσσεται σε χαμηλά υψόμετρα με υγρά περιβάλλοντα, ευδοκιμώντας σε βαθιά, υγρά, πλούσια, καλά στραγγιζόμενα εδάφη και σε πλήρες ηλιακό φως

Θεωρείται ενδημικό είδος της Ανατολικής Μεσογείου (Ρόδος – νοτιοδυτική Ανατολία), κινδυνεύον σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο της IUCN και για το λόγο αυτό ο οικότοπός του εντάχθηκε στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000, ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (SCI) με Κωδικό GR4210006, βάσει της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και με ονομασία «Δάση ανατολικής πλατάνου και υγράμβαρης (Platanion orientalis)» με κωδικό οικοτόπου 92C0.
Για τους περισσότερο ειδικούς, γίνεται παράθεση φυτών που ακολουθούν, με σταθερή παρουσία κατά περίπτωση υψομέτρου, στους οικοτόπους της Liquitabar orientalis:
Platanus orientalis, Cupressus sempervirens, Pinus brutia, Nerium oleander, Myrtus communis, Smilax aspera, Styrax officinalis, Arbutus unedo, Arbutus andrachne, Pistacia lentiscus, Quercus coccifera, Rhamnus alaternus, Ceratonia siliqua, Ruscus aculeatus, Asparagus acutifolius, Salvia officinalis, Hedera helix, Bryonia cretica, Dioscorea communis, Arisarum vulgare, Cyclamen hederifolium, Geranium robertianum, Arum maculatum, Arum italicum, Dracunculus vulgaris, Drimia maritima.

Οι εντυπωσιακότερες συστάδες του είδους απαντούν φυσικά στην Κοιλάδα των Πεταλούδων, όχι μόνον από τη μορφή των κορμών αλλά και του τοπίου, χωρίς να μειώνεται η απαράμιλλη φυσική διάπλαση της Σαλάκου. Στην ουσία ακολουθούν την υπάρχουσα μισγάγγεια του ρέματος από τις απότομες και υψομετρικά ψηλότερες θέσεις έως την έξοδο στον πεδινό χώρο. Η κατασκευή μονοπατιών και η υποστήριξη με ξύλινες κατασκευές (κλίμακες, αντιστηρίγματα, γέφυρες κ.λπ.) βοηθούν στην προσπελασιμότητα του χώρου, που δέχεται πολυάριθμους επισκέπτες. Η διαχείριση του χώρου είναι σε αρκετά υψηλό επίπεδο, αν και χρειάζεται περισσότερη φροντίδα, ώστε οι υποστηρικτικές κατασκευές να είναι άρτιες και ασφαλείς. Οι επισκέπτες, οι περισσότεροι των οποίων έρχονται να απολαύσουν το θέαμα των πεταλούδων του είδους Panaxia (Euplagia) quadripunctaria, που έχει ως ενδιαίτημα την υγράμβαρη, εντυπωσιάζονται από την επιβλητική διαμόρφωση του τοπίου, τις κατ’ επανάληψη στη διαδοχή υδατοπτώσεις, τους ευμεγέθεις κορμούς, την υπόλοιπη αναρριχόμενη και φίλυγρη σφίζουσα βλάστηση και την δροσερότητα της περιοχής. Οι φθινοπωρινοί φωτεινοί αποχρωματισμοί των φύλλων από κίτρινο έως ερυθρό, μη εξαιρουμένων των ενδιάμεσων τόνων, αποτελούν επίσης ελκυστικό στοιχείο. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι το δένδρο έχει τη μοναδική ευρωπαϊκή παρουσία εδώ και οι τουριστικοί οδηγοί εστιάζουν περισσότερο στις πεταλούδες, πράγματι εντυπωσιακές σε πληθυσμούς και χρωματισμούς, αλλά εφήμερες (Ιούνιος-Σεπτέμβριος) στην ετήσια εμφάνιση. Σίγουρα ο συνδυασμός κεντρίζει το ενδιαφέρον των επισκεπτών και αποτελεί πλέον τοπόσημο της Ρόδου.
Οι υπόλοιπες θέσεις κατανομής του είδους είναι περισσότερο υποβαθμισμένες και έχουν υποστεί υποβαθμίσεις κυρίως από τις πυρκαγιές αλλά και την ανθρώπινη αδιαφορία. Παρά τη σφοδρή πυρκαγιά που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 2023, τα άτομα της υγράμβαρης επιβίωσαν με μικρές απώλειες των λεπτών βλαστών, επιβεβαιώνοντας προτάσεις τούρκων συγγραφέων για τη χρήση του είδους για «πράσινες αντιπυρικές ζώνες» και την προστασία των δασών της τραχείας πεύκης (Pinus brutia) που καταλαμβάνει γειτονικούς ξηρότερους σταθμούς.

Κατάσταση διατήρησης – Απειλές
Για οικονομία λόγου διατηρούμε τον απολογισμό της κατάστασης διατήρησης του προγράμματος NATURA 2000 που αναφέρει επί λέξει και δεν θα διαφωνήσουμε στο ελάχιστο: «Ο τύπος οικοτόπου 92C0 περιλαμβάνει κοινότητες που εξαρτώνται από τη μόνιμη παρουσία του νερού και είναι ευαίσθητες στις μεταβολές της υδρολογικής κατάστασης (αρδευτικά έργα, έργα ύδρευσης, διευθέτηση των ρεμάτων) και της ρύπανσης των υδάτων, δραστηριότητες που διαρκώς εντείνονται χωρίς να λαμβάνονται μέτρα μείωσης των επιπτώσεών τους. Η ρύπανση των υδάτων μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης, το ίδιο και άλλες δραστηριότητες όπως η βόσκηση, η γειτνίαση με καλλιέργειες και η εναπόθεση απορριμάτων».

Οι προτάσεις μας για τη διατήρηση του είδους πέραν των παραπάνω επισημάνσεων, κατευθύνονται σε δύο σκέλη.
Στο πρώτο σκέλος προτείνεται η χρήση του δένδρου σε δενδροστοιχίες μεγάλων πεζοδρομίων και ευρύχωρων θέσεων πάρκων και αλσών, σε πόλεις με δροσερά περιβάλλοντα. Μας στενοχωρεί το γεγονός ότι πολλές και επιτυχημένες δενδροστοιχίες της Θεσσαλονίκης συνίστανται από το δυτικό είδος (Liquitambar styraciflua) και όχι το Ροδίτικο είδος. Γνωρίζουμε τον αντίλογο και περιοριζόμαστε στην επισήμανση.
Ως δεύτερο σκέλος μας απασχολεί η πιλοτική του χρήση της υγράμβαρης σε ρέματα συνεχούς ροής, προς αντικατάσταση και εμπλουτισμό της κοίτης, εφόσον ο πλάτανος υποχωρεί δραματικά, λόγω της εκτεταμένης πλέον προσβολής από τον μύκητα (Ceratocystis platani) και δεν διαφαίνεται στο προσεχές μέλλον δυνατότητα προστασίας και καταπολέμησης. Παράλληλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και δύο άλλα είδη του οικοτόπου 92C0, όπως η κλήθρα (Alnus glutinosa) και ο νερόφραξος (Fraxinus angustifolia). Το τελευταίο είδος το έχουμε δει να ευδοκιμεί και εκτός παραρεμάτιων περιοχών αλλά σε δροσερά μικροκλίματα.

Κλείνοντας το σχετικά μακροσκελές άρθρο, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και να αναφερθούμε στο πρόγραμμα «Μέτρα Προστασίας για το Κινδυνεύον Φυτικό Είδος Liquidambar orientalis στη Ρόδο («LiquidSafe»). Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το ΕΛΙΔΕΚ και τον ΟΦΥΠΕΚΑ, με Επιστημονικά Υπεύθυνη την Δρ. Ευαγγελία Αβραμίδου, Κύρια Ερευνήτρια του Ινστιτούτου και υποστηρίζεται από πολυπληθή ερευνητική ομάδα. Αναφορά στο πρόγραμμα έχει ήδη ξαναγίνει από το ιστολόγιο dasarxeio.com. Μέσω του προγράμματος είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε εκ του σύνεγγυς τον οικότοπο του είδους και τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι σύντομα διαθέσιμα.
Πολλές ευχαριστίες οφείλουμε στην Διευθύντρια Δασών Δωδεκανήσου για την αμέριστη συμπαράσταση και στο προσωπικό της Διεύθυνσης Δασών που μας συμβούλεψε, μας συνόδευσε και μας υπέδειξε τα πολλά και σημαντικά μυστικά που κρύβει ο δασικός πλούτος του νησιού. Κρίμα που η Ρόδος φημίζεται κυρίως για τις θαλάσσιες θερινές διακοπές και στο περιορισμένο τουριστικό προϊόν που προβάλλει. Μπορεί σ’ αυτές να οφείλει τον πλούτο της αλλά παράλληλα και την αναπόφευκτη υποβάθμιση του περιβάλλοντός της. Οι περισσότεροι επισκέπτες παραμένουν ανυποψίαστοι. Εκείνο που αποκομίσαμε συνοψίζεται στη φράση «Είναι ευτυχής όποιος έτυχε να γνωρίσει την απροσδόκητα απαράμιλλη ύπαιθρο της Ρόδου».
Πηγή: dasarxeio.com
