H «Ασπίδα του Αχιλλέα» είναι η ασπίδα που χρησιμοποίησε ο Αχιλλέας για να πολεμήσει τον Έκτορα.
Ο Όμηρος αφιερώνει στην ασπίδα του Αχιλλέα τουλάχιστον 134 στίχους στην Ιλιάδα, το απόσπασμα της οποίας είχαν ονομάσει οι αρχαίοι «οπλοποιία».
Στο έπος, ο Αχιλλέας έχει χάσει την πανοπλία του, μετά το δανεισμό της στον σύντροφό του, τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος έχει σκοτωθεί στη μάχη από τον Έκτορα ο οποίος πήρε τα όπλα του ως λάφυρα.
Η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις ζητάει από το θεό Ήφαιστο να σφυρηλατήσει μια καινούργια πανοπλία για τον γιό της.
O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη.
Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.
Για την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα επιστράτευσαν και ο Ήφαιστος και ο Όμηρος όλη τους την τέχνη. Η ασπίδα του Αχιλλέα είναι ένας ύμνος στην τεχνολογία, μια ποιητική παρουσίαση του πλέον περίφημου σε τέχνη έργου της ομηρικής εποχής.
H περιγραφή του έργου:
Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη. Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι, όπου δένει το λουρί το ασημένιο.Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκαλίζει πάνω της πολλά στολίδια, με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη.
Στη μια μέρα φτιάχνει τη γη, τον ουρανό στην άλλη, αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη. Σ’ άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει, τα άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό. Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.
Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μια γάμοι γίνονται, συμπόσια μεγάλα, νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια, γαμήλια, πολλά. Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν.
Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν. Κόσμος συρρέει στην αγορά, όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγορά ενός άντρα σκοτωμένου.
Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε. Και οι δυο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε, απόφαση να βγάλει.
Οι άνθρωποι γύρω και τους δυο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν. Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους, μέσα στον κύκλο τον ιερό, στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων.