Οικολογικά Ροδιακά: Καταδυτικά Πάρκα και Θαλάσσια Προστασία

Το άρθρο της Μ. Σαλωμίδη που φιλοξενούν σήμερα το Οικολογικά Ροδιακά ήταν μέρος της διαβούλευσης που έγινε το Νοέμβριο του 2014 στο πλαίσιο της πράξης «ΑΚΤΗ», Διαμόρφωση και Πιλοτική Εφαρμογή Σχεδίων Ολοκληρωμένης Παράκτιας Ζώνης στη Ρόδο και την Κύπρο. Είναι η πρώτη σε μια σειρά παρουσιάσεων που θα κάνουμε σε σχέση με το παραπάνω έργο.

Το έργο ΑΚΤΗ είναι προϋπολογισμού €700.000, είχε διάρκεια ένα έτος (10/2013-11/2014) και χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Διακρατικής Συνεργασίας Ελλάδα – Κύπρος 2007 – 2013. Εταίροι ήταν η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (Επικεφαλής Εταίρος),Δήμος Ρόδου, Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου – Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών,Ωκεανογραφικό Κέντρο Πανεπιστημίου Κύπρου και  το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σκοπός του έργου είναι η διαμόρφωση Σχεδίων Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παράκτιας Ζώνης (ΣΟΔΠΖ) για τη Ρόδο και τη Λάρνακα, με βάση μια κοινή επιστημονική μεθοδολογία προσέγγισης, αλλά και την εμπλοκή των κατά τόπους χρηστών της ΠΖ και η πιλοτική εφαρμογή ορισμένων προτάσεων που περιλαμβάνονται στο ΣΟΔΠΖ Ρόδου.

Η αναγκαιότητα των Σχεδίων Ολοκληρωμένης Διαχείρισης  

Η Παράκτια Ζώνη (ΠΖ) στις περιοχές χωροθέτησης του έργου (Ρόδος, Κύπρος), χαρακτηρίζεται από ενδιαφέρουσα βιογεωποικιλότητα και διαχρονικά αποτελεί ελκυστικό φυσικό θώκο, με τα απαραίτητα στοιχεία όπως νερό, τροφή, ιδανικές κλιματικές συνθήκες και άλλους φυσικούς πόρους, για την ανάπτυξη ανθρώπινων κοινωνιών.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ΠΖ υπόκειται σε έντονη οικιστική και οικονομική ανάπτυξη, συχνά μη ορθολογικά χωροθετημένη και σχεδόν μονοδιάστατα ενταγμένη στο πλαίσιο της «τουριστικής βιομηχανίας». Η μη εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον “ανάπτυξη” εντείνει υφιστάμενα προβλήματα ή δημιουργεί νέα (διάβρωση, ρύπανση, υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων κλπ) και έτσι το υποβαθμίζει.

Για τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης στην ΠΖ και τη χωροθέτηση των μελλοντικών ανθρώπινων παρεμβάσεων σ’ αυτήν, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι παρενέργειές τους, πρέπει οι τοπικές, αρμόδιες αρχές να εφαρμόσουν δραστικές, καινοτόμες και αποτελεσματικές περιβαλλοντικές και χωροτακτικές πολιτικές.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση τέτοιων πολιτικών πρέπει να στηρίζεται σε επιστημονικώς τεκμηριωμένα διαχειριστικά εργαλεία, όπως τα Σχέδια Ολοκληρωμένης Διαχείρισης της ΠΖ (ΣΟΔΠΖ).

(ακολουθεί το άρθρο)
Μαρία Σαλωμίδη, Δρ. Θαλάσσιας Οικολογίας, Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας, ΕΛΚΕΘΕ

Τα πέτρινα χρόνια της κατάδυσης

Μέχρι μόλις μια δεκαετία πριν, η αυτόνομη κατάδυση (scuba-diving) στη χώρα μας διεπόταν από ένα αυστηρότατο νομοθετικό πλαίσιο, που αποσκοπούσε στην προστασία της ενάλιας αρχαιολογικής μας κληρονομιάς από επίδοξους αρχαιοκάπηλους: η κατάδυση απαγορευόταν παντού, πλην ελαχίστων εντοπισμένων εξαιρέσεων. Στη Ρόδο για παράδειγμα, έως το 2006 η διενέργεια αυτόνομων καταδύσεων αναψυχής περιοριζόταν αυστηρά και μόνο στον όρμο Καλλιθέας.

Καλλιθέα - Μέχρι το 2006 η διενέργεια αυτόνομων καταδύσεων αναψυχής περιοριζόταν αυστηρά εκεί

Αν και αγαθό στις προθέσεις του, το πλαίσιο αυτό ελάχιστα εξυπηρέτησε τους στόχους του αφού η ενάλια πολιτιστική μας κληρονομιά παρέμενε ούτως ή άλλως εγκαταλειμμένη και απαξιωμένη από την ίδια την πολιτεία καθώς ελάχιστοι πόροι αφιερώνονταν σε έργα ουσιαστικής ανακάλυψης, μελέτης, ανάδειξης και προστασίας της.

Παράλληλα, το στρυφνό καθεστώς της απαγόρευσης συνέθλιβε εν τη γενέσει του έναν εξαιρετικά ανερχόμενο και ανταγωνιστικό νέο κλάδο, τον λεγόμενο καταδυτικό τουρισμό. Έως το 2006, τα πράγματα λειτουργούσαν κάπως έτσι: εάν αποφάσιζες να γίνεις εκπαιδευτής καταδύσεων και να ανοίξεις ένα καταδυτικό κέντρο, ήσουν υποχρεωμένος – μεταξύ άλλων – να καλύψεις τα έξοδα του κλιμακίου της αρμόδιας Υπηρεσίας Εναλίων Αρχαιοτήτων, το οποίο θα πιστοποιούσε την καταλληλότητα της περιοχής σου για «άνοιγμα», εφόσον φυσικά η έρευνα δεν απέδιδε οποιοδήποτε αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Είναι προφανές ότι σε μια ιδανική πολιτεία με νου και όραμα, τα πράγματα θα γίνονταν εντελώς διαφορετικά: χερσαίες και υποβρύχιες αρχαιολογικές ανασκαφές θα υποστηρίζονταν και θα πραγματοποιούνταν διαρκώς ανά τη χώρα σε συνεργασία με ελληνικά και ξένα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα, με τρόπο ώστε συνεχώς και απρόσκοπτα να εξασφαλίζονται πόροι για την ανάδειξη μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που άλλωστε ξεπερνάει κατά πολύ τα στενά γεωγραφικά της όρια. Επίσης, κάθε ολοκληρωμένη ανασκαφή, θα καθίστατο με κατάλληλη μέριμνα επισκέψιμη στο κοινό ως εστία εκπαίδευσης και αναψυχής, γεννώντας και διαχέοντας μακροπρόθεσμα οφέλη για περίοικους και επισκέπτες. Αλλά αυτά συμβαίνουν στις ιδανικές πολιτείες.

Ο νέος νόμος και τα Καταδυτικά Πάρκα

Στα τέλη του 2005 με πρωτοβουλία του τότε Υπουργού Ναυτιλίας Π. Καμένου, ένας νέος νόμος ήρθε να συνταράξει τη ζωή των ανθρώπων της κατάδυσης (όχι και τόσο πολλοί ακόμα η αλήθεια είναι, αλλά αρκετά δραστήριοι στις επιμέρους κοινότητές τους).

Ο Νόμος 3409/2005 («Καταδύσεις Αναψυχής και άλλες Διατάξεις») απελευθέρωσε τη διενέργεια αυτόνομων καταδύσεων αναψυχής στο σύνολο της ελληνικής θαλάσσιας επικράτειας, πλην των περιοχών που ήταν ήδη κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι.

Έτσι το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής ακτογραμμής άνοιξε επιτέλους στον αυτοδύτη, ο οποίος μετατράπηκε εν μία νυκτί από εξ ορισμού παράνομος (όντας …εν δυνάμει αρχαιοκάπηλος ή λαθραλιέας) σε ευυπόληπτο πολίτη έως αποδείξεως του εναντίου. Καθόλου άσχημα, αν εξαιρέσει κανείς τη θύελλα αντιδράσεων που περισσότερο ή λιγότερο δικαίως ανακίνησε η ξαφνική αυτή απελευθέρωση, με την  Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων να αμφισβητεί ανοιχτά τη νομιμότητα του σχετικού ΦΕΚ, προσφεύγοντας μάλιστα στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωσή του.

Σε ό,τι μας αφορά, ο νόμος είναι ακόμα εδώ και εν πλήρη ισχύ, με το Άρθρο 13 να εξακολουθεί να αναφέρεται στην άγνωστη έως πρότινος σε εμάς έννοια των «Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Καταδυτικών Πάρκων (ΠΟΑΚΠ)», τις οποίες ο νομοθέτης τότε οραματιζόταν ως θαλάσσιες περιοχές «για τη διενέργεια καταδύσεων αναψυχής, εκπαίδευσης αυτοδυτών, επιστημονικής έρευνας ή έρευνας άλλης μορφής», χωρίς ωστόσο περαιτέρω πληροφορίες ή εξειδικευμένες προδιαγραφές.

Καθώς η πολιτεία τηρούσε στάση αναμονής και ενδοσκόπησης, η απροσδιόριστη αυτή έννοια των καταδυτικών πάρκων πυροδότησε έναν αρκετά ζωηρό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών (επαγγελματίες και ερασιτέχνες αυτοδύτες, αρχαιολόγοι, θαλάσσιοι επιστήμονες, φορείς αυτοδιοίκησης, επιχειρηματίες κ.α.) στην προσπάθειά τους να αποκωδικοποιήσουν τις προθέσεις του νομοθέτη-ποιητή και, ενδεχομένως, να θέσουν τα θεμέλια του δικού τους καταδυτικού πάρκου.

Διεκδικώντας το τιμόνι ή ανακαλύπτοντας τον τροχό;

…διερωτώντο, μεταξύ άλλων, οι επιστήμονες του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) σε σχετική παρουσίασή τους στην Ημερίδα του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αυτοδυτών ‘Τηθύς’, το 2008, με θέμα «Καταδυτικά Πάρκα στην Ελλάδα – Προβληματισμοί και Προοπτικές».

Ήταν εν τέλει ο νέος αυτός νόμος η ανταπόκριση της πολιτείας, όπως πρώιμα ευαγγελίζονταν ένθερμοι υποστηρικτές και φίλοι των καταδυτικών πάρκων, στα προβλήματα που τόσα χρόνια αντιμετώπιζε τόσο ο ανερχόμενος καταδυτικός κλάδος αλλά κυρίως οι ταχύτατα υποβαθμιζόμενες θάλασσές μας;

Και εάν ναι, γιατί το κάναμε τόσο ανάποδα σε σύγκριση με όλους τους άλλους; Γιατί με νεολογισμούς τύπου ΠΟΑΚΠ και όχι δοκιμασμένα και επιτυχημένα με Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές (ΘΠΠ) όπως παντού;

Τριάντα συναπτά έτη προστασίας από την αλιεία και άλλες ανθρώπινες πιέσεις έχουν καταστήσει τα νησιά Μέδες της Ισπανίας ασύγκριτη εστία θαλάσσιας βιοποικιλότητας και αφθονίας και, κατά συνέπεια, περιζήτητο καταδυτικό προορισμό (~65.000 επισκέπτες-αυτοδύτες ετησίως, 200 θέσεις πλήρους απασχόλησης, €10 εκατ. προστιθέμενη τουριστική αξία/έτος). Μια περιοχή με νερά κρύα, βαθιά, θολά και έντονη επικράτηση υποβρύχιων ρευμάτων, που σύμφωνα με την πρόσφατη τροπολογία, δεν πληροί δυστυχώς τις βασικές προϋποθέσεις ένταξης σε καθεστώς Καταδυτικού Πάρκου (φωτογραφία Γιάννης Ίσσαρης) .

Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ο Καταδυτικός Τουρισμός είθισται να εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο οικοτουριστικών δραστηριοτήτων που προωθούνται σε Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές ως αντισταθμιστικό όφελος στο χαμένο εισόδημα της τοπικής κοινωνίας (κυρίως λόγω παύσης της αλιείας), λαμβάνοντας υπόψη ότι:

  • Δεν απαιτεί την ύπαρξη βαρέων υποδομών στην παράκτια ζώνη
  • Λειτουργεί ως κίνητρο για την ανάπτυξη της περιφέρειας, δημιουργώντας νέες και δυναμικές θέσεις εργασίας για την απορρόφηση τοπικού εργατικού δυναμικού αλλά και ενισχύοντας τις ήδη υπάρχουσες τουριστικές υποδομές / παροχές
  • Αναβαθμίζει το τουριστικό προϊόν ενός τόπου, προσελκύοντας ποιοτικό και πιστό τουρισμό που με τη σειρά του ανατροφοδοτεί τη διαρκή αναβάθμιση υπηρεσιών και προϊόντων
  • Διευρύνει την κατά παράδοση στενή τουριστική περίοδο των παράκτιων περιοχών της χώρας
  • Λειτουργεί ως πόλος αναμόρφωσης, τόσο της καταδυτικής όσο και της (κατά περίπτωση) περιβαλλοντικής/ιστορικής συνείδησης, προσφέροντας ουσιαστικό υπόβαθρο αναψυχής.

Πληρώντας τις παραπάνω προϋποθέσεις, ο Καταδυτικός Τουρισμός μπορεί να θεωρηθεί ένα δυναμικό στοιχείο για την αειφόρο ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την τεράστια έκταση της ελληνικής ακτογραμμής (~16.000 χλμ με τα νησιά) αλλά και τις φιλικές κατά το πλείστο συνθήκες (ζέστη και διαύγεια) των ελληνικών θαλασσών.

Εξαιρετική καθαρότητα και διαύγεια υδάτων με κατά τόπους ιδιαίτερα εντυπωσιακό υποβρύχιο ανάγλυφο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της υποβρύχιας Ελλάδας σήμερα, ή «ένα υπέροχο σκηνικό θεάτρου χωρίς καθόλου ηθοποιούς», όπως εύστοχα επισήμανε  ο Pierre-Yves Cousteau σε ομιλία του στο TEDxAcademy (Οκτώβριος 2012) αναφερόμενος στο εκτεταμένο πρόβλημα της υπεραλίευσης. (φωτογραφία Γιάννης Ίσσαρης)

Δεδομένου ωστόσο ότι δεν νοείται ανθρώπινη δραστηριότητα με μηδενικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είναι προφανές ότι η αειφόρος ανάπτυξη του Καταδυτικού Τουρισμού προϋποθέτει καλή γνώση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων για την εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας μιας εκάστοτε περιοχής και την κατάλληλη διαχείρισή της για την εξασφάλιση της αειφορίας των δραστηριοτήτων.

Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι η μαζική προσέλκυση επισκεπτών, είτε στη θάλασσα είτε στη χέρσο, έχει δημιουργήσει και εξακολουθεί να δημιουργεί προβλήματα κατά τόπους. Ενδεικτικά, οι επιπτώσεις που έχουν άμεσα συσχετιστεί με τον καταδυτικό τουρισμό στη Μεσόγειο και αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία περιλαμβάνουν: μηχανική διατάραξη εύθραυστων ειδών (κοράλλια, βρυόζωα, σπηλαιόβιοι οργανισμοί κλπ), όχληση ευαίσθητων ειδών (π.χ. κητώδη, φώκιες, χελώνες), καταστροφή θαλάσσιων λιβαδιών ή υφάλων από ανεξέλεγκτη αγκυροβολία, διατάραξη βιολογικών ισορροπιών λόγω παρεμβάσεων (άγγιγμα, «χάιδεμα», τάισμα κλπ) από δύτες κ.α.

Τέτοιες επεμβάσεις μπορούν να υποβαθμίσουν σημαντικά το «τουριστικό προϊόν μας», αναχαιτίζοντας τα όποια αναπτυξιακά σχέδια και καθιστώντας τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ζημιογόνες.

Προς αποφυγή τέτοιων φαινομένων, η εμπειρία των γειτονικών χωρών έχει ευτυχώς πολλά να μας διδάξει: η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία αποτελούν χώρες με μακρά παράδοση στην προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Πυκνά δίκτυα ΘΠΠ (που συνεχώς επεκτείνονται) έχουν οριοθετηθεί στις ηπειρωτικές και νησιωτικές δυτικομεσογειακές ακτές, ενώ δυναμικά πλέον μπαίνουν στο προσκήνιο πολλές ακόμα χώρες της κεντρικής και ανατολικής λεκάνης (π.χ. Μάλτα, Κροατία, Σλοβενία, Κύπρος, Τουρκία) με πολύ επιτυχημένα αποτελέσματα.

Ωστόσο, οι χώρες αυτές επενδύουν πρωτίστως στη διατήρηση και την ανάδειξη του υποθαλάσσιου Μεσογειακού πλούτου και θεσπίζουν αυστηρότατα θεσμικά πλαίσια προκειμένου να διασφαλίσουν την αειφόρο διαχείρισή του. Οι ΘΠΠ μελετώνται από ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι αποφαίνονται ως προς την κατάλληλη χωροθέτηση, τη σωστή ζώνωση και οπωσδήποτε την ορθολογική χρήση των πόρων και των δραστηριοτήτων.

Παράλληλα, η απαγόρευση αλιείας σε κατάλληλα επιλεγμένες περιοχές, εξασφαλίζει ζωτικές ανάσες σε μια κατά τα άλλα κρίσιμα υπεραλιευμένη και εξαιρετικά πιεσμένη θάλασσα. Οι ανάσες αυτές άλλωστε, μάς επιστρέφονται στο πολλαπλάσιο (υπεραξία της προστασίας): ψάρια και άλλα είδη που ανεμπόδιστα αναπαράγονται εντός των θαλάσσιων ορίων της προστασίας, διαχέουν τους απογόνους τους εμπλουτίζοντας τα αλιευτικά αποθέματα των παρακείμενων περιοχών και ενισχύοντας εν τέλει την παράκτια αλιεία, που στις μέρες μας ασφυκτιά και μαραζώνει όσο ακριβώς και η θάλασσα

Αύξηση % εντός Θαλάσσιας Προστατευομένης Περιοχής

Καταγεγραμμένα οφέλη των ΘΠΠ στους ιχθυοπληθυσμούς: Μέση καταγεγραμμένη ποσοστιαία αύξηση ποικιλότητας, μεγέθους, πυκνότητας και βιομάζας οργανισμών εντός Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών (σύμφωνα με στοιχεία των Lester SE, et al. 2009, Marine Ecology ProgressSeries, 384: 33–46, για 124 ΘΠΠ, σε 29 χώρες παγκοσμίως).

Τα καταδυτικά πάρκα και οι νέες δυνατότητες

Η πολυαναμενόμενη διασαφήνιση του τι τελικά εστί «Καταδυτικό Πάρκο» κατά το νομοθέτη, ήρθε με καθυστέρηση μόλις μίας δεκαετίας με την «Τροποποίηση-Συμπλήρωση του άρθρου 13 του Ν. 3409/2005 και επανακαθορισμός του νομικού πλαισίου που διέπει το χαρακτηρισμό των περιοχών ως Καταδυτικά Πάρκα»[1].

Στο πλαίσιο της άνωθεν επιβεβλημένης διαβούλευσης σχετικά με το νέο προωθούμενο θεσμό, το ΕΛΚΕΘΕ είχε στο μεταξύ συνεισφέρει την επιστημονική του άποψη κυρίως σε ό,τι αφορά ζητήματα προστασίας και ορθολογικής διαχείρισης του ενάλιου έμβιου κεφαλαίου, το οποίο ο νομοθέτης εκχωρεί προς επιχειρηματική/τουριστική -αντί της συνήθους αλιευτικής- εκμετάλλευση. Πλήθος σημείων είχαν επισημανθεί για να ληφθούν υπόψη: απαγόρευση εισαγωγής/ταΐσματος ειδών, περιορισμοί πρόσβασης σε υποβρύχια σπήλαια, περιορισμοί πρόσβασης σε τόπους αναπαραγωγής ευαίσθητων και απειλούμενων ειδών, διαβαθμισμένη πρόσβαση σε ευαίσθητους βιότοπους ανάλογα με την εμπειρία του αυτοδύτη-επισκέπτη κ.α. Η ψηφισμένη τροπολογία ωστόσο τελεί υπεράνω τέτοιων λεπτομερειών. Μία κριτική ματιά στις παραγράφους της, αναδεικνύει μεν το πλούσιο δυναμικό αλλά και κάποιες ηχηρές ελλείψεις της.

Σε ό,τι αφορά το άνοιγμα προς μια νέα μορφή επιχειρηματικότητας, τα Καταδυτικά Πάρκα μπορεί πράγματι να αποδειχθούν μια θετική ρήξη στο κυρίαρχο μοντέλο «ξαπλώστρα-ομπρέλα-παραλία» που χρόνια τώρα καταδυναστεύει τον ελληνικό τουρισμό. Επιπλέον, με την κατάλληλη χωροθέτηση, πλαισίωση και υποστήριξη, τα καταδυτικά πάρκα μπορούν να προστατεύσουν, καθιστώντας ταυτόχρονα επισκέψιμες, υποβρύχιες τοποθεσίες ιστορικού, γεωλογικού ή άλλου θεματικού ενδιαφέροντος. Μπορούν επίσης να δημιουργήσουν καταφύγια για αρκετά είδη ψαριών και ασπόνδυλων, εφόσον η επιμελής φύλαξή τους από ιδιώτες φορείς αποδειχθεί εφικτή και αποτελεσματική.

Ωστόσο, σε ότι αφορά τους ανθρώπους που πραγματικά αγωνιούν για την προστασία και αποκατάσταση των ελληνικών θαλασσών, οι ρητές προϋποθέσεις του νέου νόμου – που παρεμπιπτόντως θυμίζουν περισσότερο τις προϋποθέσεις εγκατάστασης ιχθυοκαλλιεργειών παρά προστατευόμενων περιοχών – δεν εξασφαλίζουν επουδενί την ουσία της θαλάσσιας προστασίας. Τα «κριτήρια καταλληλότητας» που η τροπολογία θέτει ως φιλικά για τον καταδυτικό τουρισμό (νερά ρηχά, διαυγή, ζεστά, χωρίς ρεύματα), σπανίως συμπίπτουν με τα κριτήρια καταλληλότητας βάσει των οποίων θα πρότεινε μια ΘΠΠ ένας θαλάσσιος βιολόγος. Επιπλέον, η εφήμερη και αβέβαιη φύση του προτεινόμενου καθεστώτος προστασίας[2], αποτελεί ένα μάλλον μελανό σημείο: αρκεί κανείς να φανταστεί τη μοίρα μιας θαλάσσιας περιοχής και των αυτόχθονων κατοίκων της εάν αυτή περιέλθει από την κατάσταση δεκαετούς προστασίας στην κατάσταση “μπάτε σκύλοι αλέστε”.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση η ελληνική επιστημονική κοινότητα είναι διαθέσιμη να υποστηρίξει με κάθε τρόπο αυτό το εγχείρημα, με γνώμονα την επίτευξη του μέγιστου δυνατού οφέλους τόσο για τα θαλάσσια οικοσυστήματα όσο και τις παράκτιες και νησιωτικές κοινωνίες της χώρας. Ισχυρό πλεονέκτημα προς την κατεύθυνση αυτή άλλωστε είναι και η παρουσία μίας δραστήριας, καλά ενημερωμένης και ορθολογικά απαιτητικής καταδυτικής κοινότητας, η οποία έχοντας πλέον υπόψη τα επιτυχημένα (και όχι μόνο) παραδείγματα άλλων πρωτοπόρων, μπορεί να διαδραματίσει ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο προς την επιτυχή υλοποίηση και βέλτιστη ανταποδοτικότητα του νέου θεσμού.

Αρκεί στο μεταξύ να μην ξεχνάμε ότι ζωτικότερη ανάγκη σήμερα είναι η θαλάσσια προστασία με στόχο όχι απλώς την ευχαρίστηση του επισκέπτη, αλλά την αποκατάσταση των πληγέντων θαλασσών μας και της κυριολεκτικά τσακισμένης παραδοσιακής αλιείας μας.

Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή σύντομα η πολιτεία θα καταδεχτεί να ενσκήψει και πάνω από αυτό το τεράστιο και ακανθώδες ζήτημα που ως άλλη δαμόκλειος σπάθη απειλεί την ήδη οριακή ποιότητα ζωής του μέσου έλληνα πολίτη.

Απαντώντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: μένει να αποδειχθεί.

Ευελπιστούμε και επαγρυπνούμε.

[1] Τροπολογία 1820/272 της 12.9.2014 Διαθέσιμο στοhttp://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/bbb19498-1ec8-431f-82e6-023bb91713a9/9017019.pdf

[2] (“Η παραχώρηση έχει διάρκεια δέκα ετών, είναι δε δυνατόν να ανανεώνεται για πέντε έτη κάθε φορά”, Παρ. 11)

Οικολογικά Ροδιακά

Pin It on Pinterest